Ads

Ένας πόλεμος λέξεων εξακολουθεί να μαίνεται γύρω από το όνομα του Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από 57 ακριβώς χρόνια, στη Μόσχα, την πόλη όπου βρίσκεται ο τάφος του. Η χώρα την οποία ο Στάλιν οδήγησε στη νίκη κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξακολουθεί να είναι διχασμένη σχετικά με τη θέση του στην ιστορία.

Ακόμα και η κυβέρνηση της Ρωσίας δεν μπορεί να αποφασίσει ποια μεριά πρέπει να υποστηρίξει – είναι ο Στάλιν ένας σπουδαίος ήρωας, ή ένας σατανικός δικτάτορας;

Ενόψει των εορτασμών της 9ης Μαΐου για την Ημέρα της Νίκης, αυτή η ατέρμονη συζήτηση μεταφέρεται κυριολεκτικά τους δρόμους της Μόσχας. Αφίσες με την εικόνα του πιο πολωτικού σοβιετικού ηγέτη αναμένεται να αποτελέσουν μέρος των εορταστικών διακοσμήσεων, ως ζωντανή υπενθύμιση του ρόλου που έπαιξε ο Στάλιν στην ήττα των Ναζί.

Ads

«Δεν είμαι θαυμαστής του Στάλιν» δηλώνει ο δήμαρχος της Μόσχας, Yury Luzhkov, «αλλά είμαι θαυμαστής της αντικειμενικής ιστορίας». Μια τέτοια δήλωση αποτελεί ένα αδύναμο επιχείρημα για τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες έσπευσαν να κατηγορήσουν τις αρχές της Μόσχας για παραποίηση της ιστορίας, αναβίωση της λατρείας της προσωπικότητάς του και την ωραιοποίηση της τυραννίας. Οι οργανώσεις λένε ότι, για χάρη της αντικειμενικότητας, θα αναρτήσουν πανό με μια άλλη ιστορική αλήθεια για τον Στάλιν.

«Η αλήθεια έιναι ότι ο Στάλιν είναι υπεύθυνος για τη δολοφονία εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων και την καταστροφή της ζωής όσων κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης» λέει το πρεσβύτερο μέλος της οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων Moscow Helsinki Group, Lyudmila Alekseeva. «Δεν είμαι εξτρεμίστρια ή χούλιγκαν, αλλά θα πετάξω αυγά και ντομάτες στις φωτογραφίες του Στάλιν, αν εμφανιστούν. Αυτό είναι προσβλητικό για όλους όσους πέθαναν στον πόλεμο».

Στο μεταξύ, ακόμα και οι ίδιοι οι βετεράνοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εμφανίζονται διχασμένοι, με ορισμένους απ’ αυτούς να δέχονται την καμπάνια των αφισών του Στάλιν ως ένα δίκαιο φόρο τιμής στη μνήμη του. «Ήταν ιδιοφυής, ένας ισχυρός στρατιωτικός διοικητής. Χωρίς εκείνον δεν θα είχαμε δει ποτέ την νίκη!» λέει ο Ivan Slukhay από την Επιτροπή Βετεράνων της Μόσχας. «Ήταν ο άνθρωπος που κατόρθωσε να κινητοποιήσει πηγές προκειμένου να νικήσει τον πόλεμο και να εκσυγχρονίσει τη χώρα. Να την προοδεύσει όταν τελείωσε ο πόλεμος. Δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε αυτό!».

Κι ενώ η επίσημη θέση της Ρωσίας λέει ότι δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, δεν μπορούμε εξίσου να συγχωρέσουμε. Τόσο ο Πρόεδρος όσο και ο Πρωθυπουργός της Ρωσίας έχουν επανειλημμένα τονίσει ότι αυτή είναι μια περίπτωση όπου το κόστος είχε πραγματικά σημασία και όπου ο σκοπός, ακόμα και αν ήταν η νίκη σε έναν παγκόσμιο πόλεμο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα μέσα.

Ο τάφος του Ιωσήφ Στάλιν βρίσκεται δίπλα στα τείχη του Κρεμλίνου, στην καρδιά της Μόσχας, μαζί με αυτούς άλλων πολιτικών και στρατιωτικών διοικητών της σοβιετικής εποχής. Αυτό από μόνο του μπορεί να ερμηνευθεί ως αναγνώριση των κατορθωμάτων του, αλλά ακόμα και περισσότερο από μισό αιώνα μετά το θάνατό του, η κληρονομιά του Στάλιν παραμένει το πλέον αμφιλεγόμενο ζήτημα στη Ρωσία.

Ιωσήφ Βησαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, ο επονομαζόμενος Στάλιν (σιδερένιος)

Ο Ιωσήφ Βησαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι (αργότερα Στάλιν) γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του 1879 στην πόλη Γκόρι της Γεωργίας, γιός φτωχής οικογένειας πρώην δουλοπάροικων. Σημείωσε καλή πρόοδο στο σχολείο και πέτυχε να κερδίσει υποτροφία στη θεολογική σχολή της Τιφλίδας. Την εποχή εκείνη φαίνεται να προσχώρησε σε μυστική οργάνωση για την ανεξαρτησία της Γεωργίας από την τσαρική Ρωσία. Το 1899 αποβλήθηκε από τη θεολογική σχολή και για αρκετούς μήνες παρέμεινε άνεργος. Ξεκίνησε να αρθρογραφεί για τη σοσιαλιστική γεωργιανή εφημερίδα «Μπρτζολα Χμα Βλαντιμιρ» και το 1901 προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα.

Στις 18 Απριλίου του 1902 συνελήφθη, επειδή συντόνισε απεργία στις μεγάλες εγκαταστάσεις Ρότσιλντ στο Μπατούμ και γι’ αυτό καταδικάστηκε σε 18 μήνες εξορίας στη Σιβηρία. Το 1904, ο Στάλιν δραπέτευσε από τη Σιβηρία και ξαναστράφηκε στη διοργάνωση απεργιών και διαδηλώσεων στην Τιφλίδα, προκαλώντας το θαυμασμό του Βλαντιμίρ Λένιν, ο οποίος ζήτησε συναντηθεί με τον νεαρό Στάλιν τον επόμενο χρόνο.

Ο Στάλιν επέστρεψε στη Ρωσία το 1905 και μέσα στα επόμενα 8 χρόνια συνελήφθη 4 φορές – αλλά κάθε φορά κατόρθωνε να δραπετεύει. Το 1911 μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη και το επόμενο έτος έγινε συντάκτης της «Πράβντα». Έχει πλέον καταστεί ιδιαίτερα χρήσιμο για το μπολσεβικικό κόμμα του Λένιν, και το 1912 κερδίζει μια θέση στην Κεντρική Επιτροπή. Το 1913 υιοθέτησε το όνομα «Στάλιν», το οποίο σημαίνει «σιδερένιος» στα ρωσικά. Την ίδια χρονιά συνελήφθη εκ νέου και καταδικάστηκε σε ισόβια εξορία στη βόρεια Σιβηρία.

Με την αμνηστία που παραχωρήθηκε σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους μετά την πτώση του τσάρου Νικόλαου του Β’, ο Στάλιν επέστρεψε ξανά στην Αγία Πετρούπολη και συνέχισε να αρθρογραφεί στην Πράβντα. Όταν ο Λένιν διατύπωσε τις γνωστές ως «θέσεις του Απριλίου» εν τέλει ο Στάλιν αποφάσισε να παραμείνει πιστός στον Λένιν και ώθησε τους αγρότες στην κατάληψη εδαφών, όπως ενθάρρυνε και ο ηγέτης του κόμματος. Για την υποστήριξη του στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Στάλιν ανταμείφθηκε από τον Λένιν με τον τίτλο του Κομισάριου για τα θέματα μειονοτήτων, άλλωστε ως Γεωργιανός ο ίδιος θεωρείτο ο πλέον κατάλληλος. Ο Στάλιν απέκτησε έτσι εξουσία επί των 65.000.000 Ουκρανών, Γεωργιανών, Λευκορώσων, Τατζέκων, Αζέρων και Γιακούσιων.

Το κόμμα ωστόσο, άλλαξε τη γραμμή του σχετικά με την αυτοδιάθεση και, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, ο Στάλιν διαδραμάτισε σημαντικό διοικητικό ρόλο σε στρατιωτικά θέματα και πιστώθηκε τη νίκη έναντι του Λευκού Στρατού στο Τσαρίτσιν. Με την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν από την Φάνια Κάπλαν, το 1918, ο Στάλιν, από το Τσαρίτσιν, έστειλε ένα τηλεγράφημα υποστηρίζοντας την «ανοικτή και συστηματική μαζική τρομοκρατία» ενάντια στους υπευθύνους. Σύντομα 800 σοσιαλιστές εκτελέστηκαν χωρίς δίκη.

Την περίοδο 1919 – 1922 ο Στάλιν υπηρέτησε ως λαϊκός Κομισάριος εργατικής και αγροτικής επιθεώρησης, από το 1920 έως το 1923 ως μέλος του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου και ως μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Συμβουλίου των Σοβιέτ από το 1917. Τον Απρίλιο του 1922, ο Στάλιν έγινε ο Γενικός Γραμματέας του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος, μια θέση που ανέδειξε στη συνέχεια σαν την ισχυρότερη στη χώρα.

Μετά το θάνατο του Λένιν, τον Ιανουάριο του 1924, η διοίκηση του κόμματος πήγε στα χέρια των ισχυρότερων μελών, τα οποία και αγωνίστηκαν για την προεδρία, δηλαδή οι Ιωσήφ Στάλιν, Λεβ Κάμενεφ, Γριγκόρι Ζινόβιεφ, Τρότσκι και Μπουχάριν. Ο Στάλιν, με σαφώς διαφορετικές θέσεις από τον κύριο αντίπαλό του Λέων Τρότσκι, επιδόθηκε σε αγώνα αμαύρωσης του ονόματός του. Ο Λένιν είχε αφήσει πίσω μια επιστολή στην οποία εξέφραζε την άποψή του για κάθε ένα από τα ισχυρά μέλη του κόμματος. Για τον Στάλιν, ανέφερε ότι δεν θα έπρεπε να λάβει ποτέ περαιτέρω εξουσία και μάλιστα αν ήταν δυνατόν να του αφαιρεθεί η ήδη υπάρχουσα, ενώ θεωρούσε τον Τρότσκι τον καταλληλότερο για την ανάληψη της θέσης του. Τα υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να μην δημοσιοποιήσουν το γράμμα του Λένιν, και μέχρι το 1929 ο Στάλιν κατόρθωσε να εξορίσει τον αντίπαλό του.

Τη δεκαετία του 1930 παγίωσε την απόλυτη εξουσία του και ξεκίνησε η εποχή που αποκαλείται σήμερα της «Μεγάλης Τρομοκρατίας», αφού οι πολιτικοί αντίπαλοι του Στάλιν εξολοθρεύτηκαν και οι αντιφρονούντες εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η δολοφονία του Τρότσκι τον Αύγουστο του 1940 στο Μεξικό, όπου ζούσε εξόριστος από το 1936, έβγαλε από το χάρτη τον τελευταίο των αντιπάλων του Στάλιν μεταξύ της προηγούμενης ηγεσίας του κόμματος και πλέον απέμεναν δυο μοναχά από τα αρχικά μέλη- ο Ιωσήφ Στάλιν και ο υπουργός Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μόλοτοφ.

Ο Στάλιν γνώριζε ότι μια σύγκρουση με την χιτλερική Γερμανία, η οποία ενισχυόταν συστηματικά και επιδείκνυε επιθετικές διαθέσεις, ήταν αναπόφευκτη αλλά παρόλα αυτά, τον Αύγουστο του 1939, προχώρησε στη σύναψη του ρωσογερμανικού συμφώνου μη επίθεσης Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, με το οποίο επίσης θα μοιραζόταν χώρες μεταξύ των δυο δυνάμεων. Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1939, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε. Οι ναζιστικές δυνάμεις σάρωσαν την Πολωνία, και τα σοβιετικά στρατεύματα έλαβαν στην κατοχή τους το ανατολικό μέρος της χώρας. Ένα μήνα αργότερα, η ΕΣΣΔ ανάγκασε τα κράτη της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία), να επιτρέψουν στις σοβιετικές δυνάμεις να εγκατασταθούν στα σύνορά τους, προετοιμάζοντας το έδαφος για ολοκληρωτική προσάρτηση τους στην ΕΣΣΔ το επόμενο έτος. Σε παρόμοια προσπάθεια, οι Φινλανδοί αντιστάθηκαν και οι Σοβιετικοί εισέβαλαν για να αναδειχθούν σε νικητές, μετά από αρκετές ήττες, τον επόμενο χρόνο.

Τα χαράματα της 22ας Ιουνίου 1941, παραβιάζοντας το Σύμφωνο Μη Επίθεσης, ο Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις του να εφορμήσουν αστραπιαία εναντίον της ΕΣΣΔ κινητοποιώντας την μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που είχε ως τότε γνωρίσει η ανθρωπότητα σε μία μόνη επιθετική επιχείρηση, γνωστή ως «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα». Σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, όλα τα σοβιετικά εδάφη δυτικά της γραμμής Αζόφ – Λάντογκα ήταν κατεχόμενα. Ελεύθερες έμεναν οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της ΕΣΣΔ, η Μόσχα και το Λένινγκραντ, που τελικά κρατήθηκαν με λυσσαλέα αντίσταση. Στις 7 Νοεμβρίου 1941, επέτειο της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και τελικής ημερομηνίας που είχε ορίσει ο Χίτλερ για την πτώση της πόλης, η Ομάδα Στρατιών Κέντρου βρισκόταν ήδη προ των πυλών της Μόσχας. Η Μάχη της Μόσχας διήρκεσε έως τις 6 Δεκεμβρίου και κερδήθηκε από τους Σοβιετικούς. Στη συνέχεια, ο Κόκκινος Στρατός κέρδισε τη Μάχη του Στάλινγκραντ, την πλέον αιματηρή συμπλοκή στην ιστορία της ανθρωπότητας, αφού ο αριθμός των νεκρών εκατέρωθεν υπερέβη το ενάμισι εκατομμύριο. Η μάχη του Στάλινγκραντ αποτέλεσε σημείο αναστροφής των δυνάμεων στον πόλεμο και την αρχή της ήττας του ναζιστικού Άξονα.

Ο Κόκκινος Στρατός ανάγκασε τα ναζιστικά στρατεύματα να υποχωρήσουν από τη Ρωσία, και έπειτα εισέβαλε στη Γερμανία, ενώ οι σύμμαχοι εισέβαλαν στη Γαλλία το 1944 και κατευθύνονταν ανατολικά. Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαθιδρύθηκαν φιλοσοβιετικές κυβερνήσεις εγκαθιδρύθηκαν στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία και κομμουνιστικά καθεστώτα επεκράτησαν στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία ενώ σε Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία τα κουμουνιστικά κόμματα ήταν ισχυρά. Η ανατολική Γερμανία πιστοποιήθηκε ως ξεχωριστή χώρα υπό κομουνιστική διοίκηση και ο Στάλιν έλαβε την απόφαση να μεταπηδήσει στον άμεσο έλεγχο των δορυφόρων του στην κεντρική Ευρώπη: όλες οι χώρες επρόκειτο να κυβερνηθούν από τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που προσπάθησαν να εφαρμόσουν το σοβιετικό πρότυπο τοπικά.

Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του πρώην συμμάχων της του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ψυχράνθηκαν σύντομα, και έδωσαν τόπο σε μια παρατεταμένη περίοδο έντασης και δυσπιστίας, αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ψυχρό Πόλεμο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’40, ο ρωσικός εθνικισμός συνέχισε να αυξάνεται. Η κατασταλτική πολιτική του Στάλιν συνεχίστηκε στο εσωτερικό αλλά χωρίς να φτάσει ξανά τις ακρότητες της δεκαετίες του 1930. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, οι αντισημιτικές εκστρατείες που διεξήχθησαν τα χρόνια 1948 – 1953 ήταν μόνο οι πρόδρομοι μιας μεγαλύτερης επερχόμενης καταστολής, αλλά εάν τέτοια σχέδια πράγματι υπήρξαν, ο Στάλιν πέθανε προτού μπορέσει να τα εφαρμόσει.

Ο Ιωσήφ Στάλιν έφυγε από τη ζωή, ύστερα από εγκεφαλική αιμορραγία, το βράδυ της 5ης Μαρτίου του 1953.

Πηγές: Wikipedia.org, RT.ru