Στις 20 Νοεμβρίου 1945 ξεκίνησε η πρώτη από τις δίκες της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της ναζιστικής Γερμανίας.

Ads

Ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου βρέθηκαν πρώτοι κατηγορούμενοι οι στενοί συνεργάτες του Αδόλφου Χίτλερ και πρωτεργάτες της ναζιστικής θηριωδίας, μεταξύ των οποίων και οι H.W.Göring, R. Hess, και J. Von Ribbentrop.

Στις 20 του Νοέμβρη του 1945 οδηγήθηκαν στο Παλάτι της Δικαιοσύνης, στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, ενώπιον των στρατιωτικών δικαστών από τις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και την Σοβιετική Ένωση, 24 πολιτικοί και στρατιωτικοί της Ναζιστικής Γερμανίας, για τη δίκη που έμεινε γνωστή ως η Δίκη των Σημαντικότερων Εγκληματιών Πολέμου.

Κατηγορούμενες επίσης ήταν 6 εγκληματικές οργανώσεις, η ηγεσία του Ναζιστικού Κόμματος, τα Κλιμάκια Προστασίας Schutzstaffel (SS), η Υπηρεσία Ασφαλείας Sicherheitsdienst (SD), η Μυστική Κρατική Αστυνομία Geheime Staatspolizei (Gestapo), τα Τάγματα Εφόδου Sturmabteilung (SA) και η Ανώτατη Διοίκηση των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων (OKW).

Ads

Οι τέσσερις βασικές κατηγορίες ήταν οι ακόλουθες:

– Συνωμοσία, για τη διάπραξη εγκλημάτων που διατυπώνονται στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες.
– Εγκλήματα κατά της ειρήνης, τα οποία περιλαμβάνουν σχεδιασμό, προετοιμασία, έναρξη και διεξαγωγή επιθετικού πολέμου.
– Εγκλήματα πολέμου, που περιλαμβάνουν παραβιάσεις των νόμων ή κανόνων της διεξαγωγής πολέμου.
– Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μεταξύ των οποίων και: δολοφονία, εξόντωση, υποδούλωση, δίωξη για πολιτικούς ή φυλετικούς λόγους και απάνθρωπες πράξεις κατά πληθυσμών πολιτών.

Όλοι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Η δίκη διήρκεσε έως την 1η Οκτωβρίου του 1946. Από τους κατηγορούμενους, οι 12 καταδικάστηκαν σε θάνατο, 3 σε ισόβια κάθειρξη, 4 σε φυλάκιση από 10 έως 20 χρόνια ενώ όσοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες υποχρεώθηκαν να παρακολουθήσουν το ειδικό πρόγραμμα «αποναζικοποίησης» των Συμμάχων.

Την πρώτη αυτή δίκη ακολούθησαν άλλες, μεταξύ των οποίων η «Δίκη των Γιατρών», κατά την οποία 23 γιατροί αντιμετώπισαν τις κατηγορίες της οργάνωσης και συμμετοχής σε εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με τη μορφή ιατρικών πειραμάτων και ιατρικών διαδικασιών που επιβλήθηκαν σε κρατούμενους και πολίτες.

Μερικοί κατηγορούμενοι:

Martin Bormann: Προσωπικός γραμματέας του Αδόλφου Χίτλερ, με τεράστιες εξουσίες στο Γ’ Ράιχ, έγινε επικεφαλής της Καγκελαρίας του Κόμματος μετά την σύλληψη του Hess. Μετρ της ίντριγκας είχε ισχυρότατους εσωκομματικούς εχθρούς όπως οι Joseph Goebbels, Hermann Göring, Heinrich Himmler. Η φήμη του, ακόμα και εντός του κόμματός του, ήταν αυτή ενός ανθρώπου απολίτιστου, αδίστακτου και βάρβαρου. Αποδείξεις που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο τον συνέδεσαν με τον εκτοπισμό εκατομμυρίων εβραίων από την Πολωνία και την υποδούλωση γυναικών από την Ουκρανία για παροχή υποχρεωτικής εργασίας. Καταδικάστηκε ερήμην του σε θάνατο δι’ απαγχονισμό. Ενώ βρισκόταν στο καταφύγιο του Χίτλερ όταν ο δικτάτορας αυτοκτόνησε, κατά τη δίκη της Νυρεμβέργης η τύχη του αγνοούνταν. Το 1972 εντοπίστηκαν τα οστά του και χρονολογία του θανάτου του προσδιορίστηκε το 1945.

Hermann Wilhelm Göring: Διορισμένος διάδοχος του Αδόλφου Χίτλερ, κάτοχος πλήθους κυβερνητικών και κομματικών αξιωμάτων. Βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και διοικητής της γερμανικής αεροπορίας Luftwaffe, πέρασε από διάφορα υπουργεία του ναζιστικού καθεστώτος, ίδρυσε τη Γκεστάπο και τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ενορχήστρωσε τον πυρπολισμό του Reichstag το 1933, κάτι που μετά χρησιμοποίησε για τη δίωξη κομουνιστών. Προώθησε την προσάρτηση της Αυστρίας και ήταν υπεύθυνος της «αρειοποίησης» της περιουσίας των εβραίων πολιτών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χρησιμοποίησε τη Νύχτα των Κρυστάλλων για περαιτέρω διώξεις εβραίων και θεσμοθέτηση αντισημιτικών νόμων ώστε να τους αποκλείσει τελείως από τη γερμανική οικονομία, επιτυγχάνοντας την «αρειανοποίησή» της. Ο Göring κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες και καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Μια μέρα πριν την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, αυτοκτόνησε στο κελί του με υδροκυάνιο.

Rudolf Hess: Βοηθός του Χίτλερ στο Κόμμα, ονομάστηκε υφυπουργός του Φύρερ, όταν ο Χίτλερ ανέλαβε εξουσίες δικτάτορα. Την ημέρα που η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, ο Χίτλερ δήλωσε ότι, σε περίπτωση που κάτι συνέβαινε στον ίδιο και τον Göring, ο Hess θα ήταν ο διάδοχός του. Ο Hess ήταν ο πρώτος διοικητής των «Κέντρων Ευθανασίας», όπου θανατώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί και Αυστριακοί πολίτες οι οποίοι κρίθηκαν «ανάξιοι να ζουν» με το πρόσχημα ασθενειών ή αναπηριών. Σύμφωνα με τον Hess «ο Εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι παρά εφαρμοσμένη βιολογία». Έπεσε στα χέρια των Άγγλων το 1941, όταν αυτοβούλως και χωρίς να έχει γνώση των προθέσεών του ο Φύρερ, έφτασε με αλεξίπτωτο στη Σκωτία προκειμένου να πείσει την ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας να συνάψει ειρήνη με τη Γερμανία. Αντ’αυτού όμως συνελήφθη. Ο Χίτλερ εξεπλάγην όταν πληροφορήθηκε τη φυγή του, συνέλαβε όλο το προσωπικό του και διέταξε να εκτελεστεί αμέσως, σε περίπτωση που επέστρεφε στη Γερμανία. Όλα τα αξιώματα που κατείχε περιήλθαν στον o Bormann. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη την οποία εξέτιε στις φυλακές του Σπαντάου, έως το 1987, οπότε αυτοκτόνησε σε ηλικία 93 ετών – κάποιοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι δολοφονήθηκε – λίγο πριν αποφυλακιστεί. Στο δικαστήριο δήλωσε «δεν μετανιώνω για τίποτα».Ο Hess ήταν ο τελευταίος φυλακισμένος που παρέμεινε στις φυλακές του Σπαντάου, παρά τις εκκλήσεις για απελευθέρωσή του για ανθρωπιστικούς λόγους. Μετά το θάνατό του, η φυλακή κατεδαφίστηκε.

Hans Michael Frank: Δικηγόρος, αξιωματούχος στο ναζιστικό κόμμα και υπουργός του Ράιχ άνευ χαρτοφυλακίου. Διορίστηκε Κυβερνήτης-Στρατηγός της Γενικής Κυβέρνησης των Κατεχόμενων Πολωνικών Εδαφών, το 1939, και «κέρδισε» τον τίτλο «ο χασάπης της Κρακοβίας». To 1940, συνέντευξή του σε γερμανικό έντυπο, δήλωσε: «Στην Πράγα, τοποθετήθηκαν μεγάλες κόκκινες αφίσες που έγραφαν ότι σήμερα εκτελέστηκαν επτά Τσέχοι. Είπα στον εαυτό μου, “αν χρειαζόταν να βάλω μια αφίσα για κάθε εφτά Πολωνούς που εκτελούνται, τα δάση της Πολωνίας δεν θα αρκούσαν για να φτιαχτεί το χαρτί“». Αιχμαλωτίστηκε το 1943 από αμερικανικές δυνάμεις. Κατά τη διακυβέρνηση του, 2.500.000 Πολωνοί εβραίοι εργάστηκαν υποχρεωτικά για τους ναζιστές ενώ κατασκευάστηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Auschwitz και Maidanek. Στη δίκη της Νυρεμβέργης αρχικά αρνήθηκε ότι γνώριζε οτιδήποτε σχετικά. Όταν τα 42 σημειωματάρια του προσωπικού του ημερολογίου, που ο ίδιος παρέδωσε οικειοθελώς, προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο, αποδέχτηκε ορισμένες από τις κατηγορίες, καταδίκασε τα εγκλήματα που διέπραξε η ναζιστική Γερμανία και ζήτησε συγχώρεση. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Wilhelm Frick: Υπουργός Εσωτερικών του Γ’ Ράιχ. Συνέταξε πολλούς από τους καθοριστικούς για την εδραίωση του ναζιστικού καθεστώτος νόμους, καθώς και πλήθος αντισημιτικών νομοθετημάτων. Το 1943, η μακρά διαμάχη του με τον Himmler είχε ως αποτέλεσμα να αντικατασταθεί από τον τελευταίο στο υπουργείο Εσωτερικών. Ορίστηκε Προστάτης στη Βοημίας-Μοραβίας, όπου παρέμεινε μέχρι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Πράγα, πρωτεύουσα του προτεκτοράρου όπου ο Frick εφάρμοσε αδιστακτες μεθόδους στο λαό, ήταν από τις τελευταίες πόλεις που παραδόθηκαν στους Συμμάχους. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι΄απαγχονισμού.

Alfred Jodl: Συναντήθηκε τον Χίτλερ το 1939 αλλά σύντομα διορίστηκε επικεφαλής του Επιχειρησιακού Τμήματος των Ενόπλων Δυνάμεων της Ναζιστικής Γερμανίας (Wehrmacht) και υπό αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στην καταστροφή της Τσεχοσλοβακίας. Προώθησε την καταναγκαστική εργασία ειδικά κατά του λαού της Δανίας, Ολλανδίας, Γαλλίας και Βελγίου. Ήταν ο Alfred Jodl αυτός ο οποίος υπέγραψε την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στους Συμμάχους, στις 7/5/1945. Στη δίκη της Νυρεμβέργης υποστήριξε ότι «δεν είναι θέμα του στρατιώτη να κρίνει τον επικεφαλής του, είθε η Ιστορία ή ο Παντοδύναμος να το κάνει αυτό». Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, παρά το γεγονός ότι είχε ζητήσει να εκτελεστεί από απόσπασμα. Έξι χρόνια αργότερα, ωστόσο, το κύριο δικαστήριο της αποναζικοποίησης των Συμμάχων, αθώωσε τον Jodl απ’ όλες τις κατηγορίες που του είχαν απαγγελθεί.

Ernst Kaltenbrunner: Υψηλόβαθμος Αυστριακός αξιωματούχος και πρόεδρος της Interpol. Επικεφαλής των αυστριακών SS, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας έγινε διοικητής του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ, στο οποίο υπαγόταν και η Gestapo. Από το 1942 έγινε ο επικεφαλής όλων των SS και της Αστυνομίας. Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ, στις 22/7/1944, οι εξουσίες του διευρύνθηκαν περισσότερο, αποκτώντας άμεση πρόσβαση στον Φύρερ. Λέγεται ότι τον φοβόταν ακόμα και ο Himmler. Είχε τον έλεγχο του συστήματος των στρατόπεδων συγκέντρωσης. Τις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου διορίστηκε Γενικός Διοικητής όσων γερμανικών δυνάμεων είχαν απομείνει στην Νότια Ευρώπη. Φέρεται να διέταξε την υγροποίηση των κρατουμένων του Νταχάου, πριν αυτό παραδοθεί στους Συμμάχους. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού και η σορός του αποτεφρώθηκε στο Νταχάου.

Wilhelm Keitel: Επικεφαλής προσωπικού του Χίτλερ και αναμεμιγμένος σε όλες τις υποθέσεις πολεμικού σχεδιασμού ανώτατου επιπέδου. Αναμίχθηκε άμεσα στην πολιτική της «τρομοκράτησης των πιλότων» και το διάταγμα «Νύχτα και Ομίχλη» του 1941 που είχε ως αποτέλεσμα, μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, την με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεση – άνευ στρατοδικείου – στρατιωτικών αιχμαλώτων πολέμου. Παραδέχθηκε την συμμετοχή του σε «εγκλήματα πολέμου» αλλά διακήρυξε την πίστη του, ως στρατιώτης, στον επικεφαλής του διοικητή. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Joachim von Ribbentrop: Ως υπουργός Εξωτερικών του Χίτλερ συμμετείχε σε όλες τις πράξεις για τη διεξαγωγή επιθετικού πολέμου. Συνέστησε και υποστήριξε την απέλαση των Εβραίων από τη Γαλλία και την Ιταλία σε στρατόπεδα της ανατολικής Ευρώπης, όπου συνέστησε την εξόντωσή τους. Έπαιξε καίριο ρόλο στη σύναψη του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη-επίθεσης Μολότοφ-Ρίμπεντροπ  το 1939 καθώς και στην εισβολή στην Πολωνία . Καταδικάστηκε σε θάνατο δι΄απαγχονισμού.

Alfred Rosenberg: Βασικός θεωρητικός του ναζισμού και μετέπειτα Υπουργός των Ανατολικών Κατεχόμενων Περιοχών, εργάστηκε για μια Ρωσία υποδουλωμένη στη Γερμανία, χωρίς εβραίους και με κατοίκους ανθρώπους με «άρειο» αίμα. Συμμετείχε στην προώθηση των προγραμμάτων καταναγκαστικής εργασίας στις Κατεχόμενες Περιοχές. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Fritz Sauckel: Γενικός Πληρεξούσιος για την κατανομή Εργασίας, ήταν υπεύθυνος για την παροχή εργατικών χεριών στη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Υπό την ηγεσία του, μεταφέρθηκαν με τη βία στη Γερμανία περί τα 5.000.000 εργάτες από τη Γαλλία και άλλες κατεχόμενες χώρες. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Julius Streicher: Αρχισυντάκτης της «δηλητηριώδους» αντισημιτικής εφημερίδας Der Stuermer, διέσπειρε το μίσος και λυσσαλέο αντισημιτικό αίσθημα σε ολόκληρη τη χώρα, κερδίζοντας την έντονη επιδοκιμασία του Χίτλερ. Παρόλο που δεν συμμετείχε στρατιωτικά, ούτε έλαβε μέρος στο Ολοκαύτωμα ή την εισβολή σε Πολωνία και Σοβιετική Ένωση, ο ρόλος του στην προώθηση της ιδέας της εξόντωσης των εβραίων επέφερε την καταδίκη του σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Artur Seyss-Inquart: Υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας της Αυστρίας ύστερα από παρότρυνση του Χίτλερ, διορίστηκε από τον Φύρερ Καγκελάριος της χώρας μετά την παραίτηση του Kurt von Schuschnigg από το θώκο. Με την ανάληψη των νέων καθηκόντων του προσκάλεσε τα γερμανικά στρατεύματα στη χώρα. Από το 1939, βοηθός κυβερνήτη στην Πολωνία, συμμετείχε ενεργά στο σχέδιο για την εκδίωξη των εβραίων από το Ράιχ. Επίτροπος του Ράιχ στην Ολλανδία από το 1940, στράφηκε κατά των εβραίων της χώρας και «αρειανοποίησε» περιουσίες ανθρώπων που εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες και καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Πηγές: UMKC School of Law, Wikipedia, Fcit.usf.edu, Harvard School of Law