Ads

Ο Amadou Diallo ήταν ένας 23χρονος νέος, ο οποίος άοπλος και χωρίς να δώσει καμία αφορμή, εκτελέστηκε από τέσσερις αστυνομικούς του Τμήματος της Νέας Υόρκης. Η εκτέλεσή του με 19 σφαίρες προκάλεσε την κατακραυγή της μαύρης κοινότητας στις ΗΠΑ, στα τέλη της περασμένης δεκαετίας και αποτέλεσε ακόμα μία περίπτωση κραυγαλέας αστυνομικής ατιμωρησίας.

Εκείνο το πρωινό της 4ης Φεβρουαρίου του 1999 ο Amadou Diallo, μετανάστης από την Γουινέα, βρισκόταν έξω από το διαμέρισμά του στο Νότιο Μπρονξ, έχοντας μόλις γυρίσει από το γεύμα του. Παρατήρησε το Ford Taurus, στο οποίο επέβαιναν οι 4 αστυνομικοί με πολιτικά, αλλά δεν πρέπει να έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Δεν συνέβη το ίδιο με τους Edward McMellon, Sean Carroll, Kenneth Boss και Richard Murphy, οι οποίοι θεώρησαν ότι ο Diallo ανταποκρινόταν στην περιγραφή ενός κατά συρροή βιαστή, τον οποίο καταζητούσε η αστυνομία, και τον πλησίασαν.

Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, μόλις δήλωσαν την ταυτότητα τους ως αστυνομικοί του τμήματος της Νέας Υόρκης, ο «ύποπτος» άρχισε να τρέχει προς το διαμέρισμα του. Όταν τελικά τον πλησίασαν, ο Diallo έβαλε το χέρι του μέσα στο μπουφάν του και ο Carroll φώναξε μονομιάς «όπλο!» για να προειδοποιήσει τους συναδέλφους του. Ακολούθησαν πυροβολισμοί, 41 στο σύνολο, από τους οποίους 19 χτύπησαν τον νεαρό άντρα σκοτώνοντάς τον. Στην έρευνα που ακολούθησε δεν βρέθηκε όπλο πάνω στον άτυχο άντρα: ο Diallo είχε προσπαθήσει να βγάλει το πορτοφόλι του, προφανώς για να δείξει την ταυτότητά του στους αστυνομικούς που τον καταδίωκαν.

Ads

Στις 25 Μαρτίου, δικαστήριο στο Μπρονξ απήγγειλε στους αστυνομικούς κατηγορίες για φόνο δευτέρου βαθμού και έκθεση σε κίνδυνο. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε η μεταφορά του τόπου της δίκης στην περιοχή Albany της Νέας Υόρκης, με την δικαιολογία ότι η δημοσιότητα που είχε λάβει η δίκη καθιστά αδύνατη τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης. Δυο μέρες, μετά οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από όλες τις κατηγορίες.

Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόφαση αυτή, χιλιάδες Αφροαμερικανοί διαδήλωσαν έξω από το υπουργείο Δικαιοσύνης, στην Ουάσιγκτον με συνθήματα κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας. Ανάλογες πορείες πραγματοποιήθηκαν, επίσης, στην Νέα Υόρκη.

Οι διαδηλωτές, με επικεφαλής τους γονείς και την αδελφή του Diallo, κρατούσαν πορτοφόλια στα χέρια τους και φώναζαν «Αυτό είναι πορτοφόλι – όχι όπλο», καθώς στη δίκη οι αστυνομικοί είχαν δηλώσει ότι νόμισαν ότι ο Diallo πήγε να τραβήξει όπλο.

«Αγωνιζόμαστε για ειρήνη και δικαιοσύνη, όχι μόνο για τον Amadou», δήλωσε ο πατέρας του νεκρού μετανάστη, Σάικου, καταγγέλλοντας ότι η περίπτωση του Diallo είναι απλώς ένα παράδειγμα που αποδεικνύει τη βαρβαρότητα της αστυνομίας έναντι όσων δεν είναι λευκοί. «Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο τίτλος σου στην Αμερική. Εάν είσαι μαύρος, σκούρος ή κίτρινος, είσαι απλώς ακόμη ένας νέγρος», δήλωσε απευθυνόμενη στους διαδηλωτές και η πρώην δήμαρχος της αμερικανικής πρωτεύουσας, Marion Bary. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία, πάνω από 1.700 συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν τις μέρες εκείνες.

Σε άρθρο του στους New York Times, ο καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, Orlando Patterson, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όχι μόνο η αστυνομία μεταχειρίζεται τους πλούσιους Αμερικανούς με μεγαλύτερο σεβασμό, αλλά επίσης είναι λιγότερο πιθανό να συλληφθούν και να εναχθούν από ό,τι οι φτωχοί Αμερικανοί για παρόμοιες πράξεις. Είναι λιγότερο πιθανό να βρεθούν ένοχοι αν εναχθούν τελικά, είναι λιγότερο πιθανό να φυλακιστούν αν καταδικαστούν και είναι πιθανό να εκτίσουν λιγότερο χρόνο αν φυλακιστούν. Ενώ για έναν λευκό νέο προαστίου – εννοεί από αστική ή μεγαλοαστική περιοχή – η χρήση κοκαΐνης θεωρείται πλημμέλημα και τιμωρείται με αστυνομική επιτήρηση, για έναν Ισπανόφωνο ή Αφροαμερικανό η χρήση κρακ (κατώτερης ποιότητας κοκαΐνη) τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 15 ετών».

Οι γονείς του Diallo και μία ομάδα βουλευτών είχαν συνάντηση με υψηλόβαθμους αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης, ζητώντας την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης και την απόδοση ευθυνών και στις 18 Απριλίου του 2000 υπέβαλλαν μήνυση ενάντια της πόλης και των αστυνομικών, ζητώντας 61 εκατομμύρια δολάρια σε αποζημίωση. Τον Μάρτιο του 2004 δέχτηκαν διακανονισμό και το ποσό των 3 εκατομμυρίων δολαρίων.

Οι φίλοι και γείτονές του θυμούνται ακόμα εκείνο το αγόρι που δούλευε 12 ώρες τη μέρα στους δρόμους του Μανχάταν για να στείλει χρήματα στην οικογένειά του, αγαπούσε το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ και περνούσε ώρες κουβεντιάζοντας με τους κατοίκους της γειτονιάς του.

Πηγή: New York Times, Washington Post, BBC