Ενα εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα της “Αυγής” για τον εξέχοντα Κινέζο διαφωνούντα και διανοούμενο.

Ads

Την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου, δικαστήριο του Πεκίνου καταδίκασε σε ενδεκαετή φυλάκιση τον Λιου Σιαομπό, με την κατηγορία της «προτροπής σε ενέργειες για την υπονόμευση του κράτους». Ο Σιαομπό ήταν ο βασικός συντάκτης της «Χάρτας 08» (ονομάστηκε έτσι κατ’ αναλογίαν με τη διάσημη τσεχοσλοβάκικη «Χάρτα 77» του 1977), στην οποία, τον Δεκέμβρη του 2008, πάνω από 2.000 Κινέζοι πολίτες («διαφωνούντες», διανοούμενοι, αλλά και κρατικοί αξιωματούχοι) ζητούσαν τον εκδημοκρατισμό και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από παλαιότερο εκτενές κείμενο του Λιου Σιαμπό, όχι μόνο σαν αυτονόητη έκφραση συμπαράστασης, αλλά και λόγω του ενδιαφέροντός του: σε αυτό ο συγγραφέας, ένας από τους ηγέτες του κινήματος του 1989, το αποτιμά κριτικά, με αυστηρότητα.

Η Κίνα μετά την καταστολή του κινήματος της Τιενανμέν

Η «ιερή λέξη» επανάσταση

Του Λιου Σιαομπο

Στην κομμουνιστική Κίνα, δεν υπάρχει λέξη πιο ιερή ή λέξη που να εκφράζει περισσότερο τη δίκαιη οργή και το ηθικό σθένος όσο η λέξη «επανάσταση». Εν ονόματι της επανάστασης, πραγματώνονται ο μονοκομματικός δεσποτισμός και η ατομική απολυταρχία. Τόσες και τόσες φορές, απάνθρωπα πολιτικά κινήματα έχουν προβάλει εν ονόματι της «επανάστασης». Εν ονόματι της επανάστασης, τα άτομα έχουν απογυμνωθεί από όλα τα δικαιώματα που θα έπρεπε να απολαμβάνουν. Εν ονόματι της επανάστασης, η οικονομία έχει καταστραφεί και ο ιστορικός πολιτισμός της χώρας έχει σβήσει. Το όνομα της επανάστασης έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί στην υπηρεσία της υγιεινής — στην εξάλειψη των «τεσσάρων παρασίτων», που θυσίασαν τις μύγες και τα σπουργίτια στο βωμό της επανάστασης. Οι σύγχρονοι Κινέζοι αποκαλούν κάθε κοινωνική αλλαγή είτε «επανάσταση» είτε «αντεπανάσταση». Για παράδειγμα, το κίνημα διαμαρτυρίας του 1989 ονομάζεται από τους φοιτητές «Η Μεγάλη Επανάσταση για τη Δημοκρατία και ενάντια στη Δικτατορία», ενώ η κυβέρνηση το αποκαλεί «αντεπαναστατική εξέγερση».

Ads

Επανάσταση, γιορτή των καταπιεσμένων

Τα γεγονότα του Μαΐου του 1989 στην Πλατεία Τιενανμέν μας υπενθύμισαν την περίφημη ρήση του Λένιν: «Οι επαναστάσεις είναι η γιορτή των καταπιεσμένων και των αδικημένων». Τα πλήθη έφταναν αρχικά περπατώντας στην πλατεία, για να διαμαρτυρηθούν και να διαδηλώσουν· στη συνέχεια άρχισαν να έρχονται με ποδήλατα, με τρίκυκλα και, στο τέλος, με μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα.

Το βουητό των κινητήρων, οι σημαίες που ανέμιζαν, τα πολυάριθμα πανό, τα συνθήματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο, τα χέρια που σχημάτιζαν παντού το «V» (το σήμα της νίκης), τα πλατιά χαμόγελα στο πρόσωπο των ανθρώπων δημιουργούσαν ένα πανηγυρικό κλίμα, όπως σε μια λαμπρή παράσταση. Το γιγάντιο πανό, με μήκος αρκετές δεκάδες μέτρα, που κρεμόταν από το Μουσείο της Επαναστατικής Ιστορίας, έγραφε μία μόνο λέξη: «Ξυπνήστε!».

Οι φοιτητές-απεργοί πείνας που με δυσκολία έστεκαν για να μη σωριαστούν, οι γιατροί με τις λευκές μπλούζες που πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα, το ουρλιαχτό από τις σειρήνες των ασθενοφόρων — όλα αυτά συνέτειναν στην τραγική αίσθηση ενός ενάρετου επικείμενου θανάτου, που αύξανε τη δραματική ένταση και τη θεατρικότητα που είχε ήδη αποκτήσει η ατμόσφαιρα της Πλατείας.

Οι πανηγυρικές εκδηλώσεις στην Πλατεία, στις οποίες πρωτοστατούσαν οι φοιτητές, προσήλκυσαν αγρότες, εργάτες, στρατιώτες, στελέχη του κόμματος, εμπόρους, επιχειρηματίες, διανοούμενους, ακόμα κι έναν γκριζομάλλη γηραιό καθηγητή, που διέσχισε τα πλήθη των συγκεντρωμένων κρατώντας το μπαστούνι του και εκφράζοντας την υποστήριξή του στους φοιτητές. Μια ηλικιωμένη συνταξιούχος, με ρυτιδιασμένο πρόσωπο, εμφανίστηκε πάνω σ’ ένα τρίκυκλο που έσερνε ο γιος της. Σχημάτισε κι αυτή το σημείο της νίκης, «V».

Μαθητές των γυμνασίων και των δημοτικών με πανό υποστήριζαν τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, υψώνοντας τις γροθιές τους σε ένδειξη συμπαράστασης. Αθώα παιδιά του νηπιαγωγείου, ανεμίζοντας τρίχρωμα χρωματιστά σημαιάκια, με επικεφαλής τις καθηγήτριές τους, που τις αποκαλούσαν «θείες», μετείχαν και τούτα στη γιορτή. Έβλεπες ακόμα μοναχούς με ράσα και ξυρισμένα κεφάλια, που έψελναν τις προσευχές τους μες στους ήχους των κρουστών «ξύλινων ψαριών» τους. Ο συνδυασμός όλων αυτών των ετερογενών στοιχείων δημιούργησε στους ανθρώπους την εσφαλμένη εντύπωση ότι ζούσαν μια επανάσταση που επρόκειτο να πετύχει.

Το κίνημα της 4ης Ιουνίου ξεπήδησε σε ένα περιβάλλον το οποίο, γέννημα μια δεκαετίας μεταρρυθμίσεων, ήταν το πιο φιλελεύθερο από το 1949. Εμπνεόταν από την παγκόσμια τάση εκδημοκρατισμού, εναντιωνόταν στον δεσποτισμό και απηύθυνε μια έκκληση υπέρ της δημοκρατίας με έναν υπερβολικά ενάρετο τρόπο. Η τραγωδία έγκειται στο γεγονός ότι γνωρίζαμε μόνο να επιδιώκουμε την αξία της δημοκρατίας, γνωρίζαμε ότι ο εκδημοκρατισμός αποτελεί παγκόσμια τάση και το μέλλον της Κίνας, γνωρίζαμε τη λαϊκή υποστήριξη που έδειχνε η κοσμοσυρροή στην πλατεία, γνωρίζαμε ότι το περιτριγύρισμά μας από αμέτρητους ξένους δημοσιογράφους έδειχνε τη διεθνή συμπαράσταση: μας είχε κατακυριεύσει το δίκιο και η υπεροχή του ρομαντικού ιδεαλισμό μας. Ήμασταν απολύτως ενάρετοι, απολύτως τολμηροί και απολύτως σίγουροι. Ήμασταν εντελώς μεθυσμένοι. Έτσι, παραγνωρίσαμε πλήρως το γεγονός ότι στην Κίνα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να εγκαθιδρυθεί, εν μιά νυκτί, μια δημοκρατική κοινωνία.

Στη σημερινή Κίνα, ο εκδημοκρατισμός δεν είναι πανάκεια, γιατί δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Κι αυτό όχι μόνο επειδή το Κομμουνιστικό Κόμμα, μονίμως αγκιστρωμένο στην εξουσία, δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί ένα πολυκομματικό και πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα. Αλλά και επειδή οι μάζες δεν αντιλαμβάνονται ακόμα αρκετά καλά τα δημοκρατικά δικαιώματα και είναι ανίκανες να χρησιμοποιήσουν νομικά μέσα στον αγώνα τους για τα ατομικά δικαιώματα. Η πιο εύγλωττη απόδειξη της αποτυχίας του κινήματος είναι ότι εμείς, φοιτητές και διανοούμενοι, οι «στρατιώτες» και οι «στρατηγοί» της δημοκρατίας, κατανοούμε τη δημοκρατία μονάχα επί χάρτου, ως θεωρία, χωρίς να έχουμε μια αντίληψη της λειτουργίας της πραγματικής δημοκρατίας «επί το έργο». Δεν καταλαβαίνουμε πώς να θεσπίσουμε και να εφαρμόσουμε τη δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα ή ως ολοκληρωμένο σύνολο νομικών διαδικασιών.

Κατά συνέπεια, η πιθανότητα να ξεπηδούσε –από αυτό το μίγμα των διανοουμένων οι οποίοι χρειάζεται ακόμα να μάθουν την αλφαβήτα της δημοκρατίας– η δύναμη της αντίστασης του λαού ήταν εξαιρετικά μικρή. Η δημοκρατία που επιδιώκαμε στο κίνημα ήταν πολύ φτωχή, πολύ συναισθηματική, και δεν κατόρθωσε να υπερβεί το συναρπαστικό, ρομαντικό επίπεδο των μεγαλόστομων συνθημάτων και τον ιδεαλισμό της νέας συνείδησης που κατακτούσαμε τότε. Οι περισσότεροι από τους τρόπους και τις μεθόδους που χρησιμοποιήσαμε για να κινητοποιήσουμε τις μάζες ήταν ίδιοι με αυτούς που είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές στο παρελθόν και το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Επιδιώκαμε ένα μεγάλης κλίμακας, αλλά κούφιο και φανταχτερό αποτέλεσμα· ήμασταν απρόθυμοι να θέσουμε σημείο προς σημείο συγκεκριμένα αιτήματα και ανέτοιμοι να πραγματώσουμε στην πράξη το όραμα. Μ’ άλλα λόγια, δεν είχαμε ακόμα καταλάβει ότι ο εκδημοκρατισμός δεν είναι μόνο ένα ιδανικό, ένα μεγάλο θέαμα· είναι επίσης η πραγματική, συγκεκριμένη, λεπτομερής, ακόμη και επίπονη πορεία για τη θέσμιση και την εφαρμογή των δημοκρατικών διαδικασιών. Όσον αφορά το συγκεκριμένο καθήκον της πραγματικής δημιουργίας μιας κοινωνίας που θα λειτουργεί και θα κυβερνάται δημοκρατικά, είμαστε στο ίδιο σημείο με το Κομμουνιστικό Κόμμα: πρέπει να ξεκινήσουμε από το μηδέν.

Η επαναστατική γιορτή, την οποία δημιούργησε η μεγαλειώδης αλλά κενή περιεχομένου δημοκρατική αρετή μας, που συγκλόνισε όλο τον πλανήτη, μας οδήγησαν σε λάθος δρόμο. Κι όσο για μας, τους εξέχοντες διανοούμενους στα χείλη των οποίων βρίσκεται πάντα η δημοκρατία, ανακαλύψαμε ότι τελικά είναι ένα εγχείρημα πιο σύνθετο από ό,τι είχαμε προβλέψει.

Στο βωμό της αρετής και της θυσίας

Η επιδίωξη των θεαματικών αποτελεσμάτων οδηγεί κατ’ ανάγκην σε μια ριζική αναμόχλευση των συναισθημάτων. Το αποκορύφωμα της συναισθηματικής έξαψης είναι η συλλογική παραίτηση από τη ζωή, χάριν ενός ηρωικού εγχειρήματος. Για τον αγώνα, για τη δημοκρατία, για την ελευθερία, ήμασταν πρόθυμοι να οδεύσουμε προς τον βωμό της αρετής — κατά συνέπεια, και της θυσίας. Τον Μάιο του 1989, οι φοιτητές οργάνωσαν μια μαζική απεργία πείνας, όπου συμμετείχαν πάνω από χίλια άτομα.

Το κίνημα δεν αντλούσε την προωθητική του δύναμη από τα ιδανικά κανενός προσώπου, αλλά από έναν συναισθηματικό ριζοσπαστισμό. Όποιος ήταν ριζοσπαστικός, γινόταν το αντικείμενο της προσοχής όλων. Παντού –στις διακηρύξεις των φοιτητών-απεργών πείνας και των ομάδων που τους υποστήριζαν, στο «δάσος» των πανό και στα συνθήματα, στα T-shirts των φοιτητών που φορούσαν τις λευκές υφασμάτινες κορδέλες των απεργών– διάβαζες αυτά τα λόγια: «Κάνουμε ιστορία με τη ζωή μας», «Το αίμα μας θα οδηγήσει σε μια νέα εποχή τον κινεζικό λαό», «Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη όσον αφορά τις μελλοντικές γενιές», «Το αίμα βάφει την πύλη του έθνους, τα δάκρυα ποτίζουν την εύφορη γη», «Χωρίς ελευθερία προτιμώ να πεθάνω».

Από τα κεντρικά γραφεία των φοιτητών στην Πλατεία, μεταδιδόταν ξανά και ξανά ο όρκος: «Τα κεφάλια μπορεί να πέσουν, το αίμα μπορεί να κυλήσει, αλλά η δημοκρατική ελευθερία δεν πρόκειται να χαθεί». Αυτή η πιο επιβλητική και συγκινητική εικόνα της Κίνας στο τέλος του 20ού αιώνα ικανοποιούσε το λανθάνον λαϊκό σύμπλεγμα του μαρτυρίου. Αν εκείνοι οι φοιτητές που απαίτησαν την αυτοθυσία δεν είχαν τελικά μεταπειστεί, οι φλόγες του μαρτυρίου θα είχαν αληθινά ανάψει στην Πλατεία και η αρχαία κομφουκιανή ηθική της επίτευξης της αρετής μέσω της αυτοκτονίας θα είχε βρει τη σύγχρονη έκφρασή της.

Αυτός ο φανατισμός της αδιαφορίας για τη ζωή και το πνεύμα της θυσίας γεννήθηκε από το ευγενές αίσθημα της αποστολής με το οποίο η κοινωνία επιφόρτισε τους φοιτητές. Νέοι επιστήμονες, που τους υποστήριζε σύμπασα η κοινωνία, αισθάνονταν ότι αποτελούν την ενσάρκωση της αρετής και της δικαιοσύνης. Επιπλέον, άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές ομάδες τούς τιμούσαν ως ενσαρκώσεις της αρετής και της δικαιοσύνης. Επειδή αυτή η αίσθηση της αρετής γινόταν όλο και πιο ριζοσπαστική, κανένας, εκτός από την ανελέητη κυβέρνηση, δεν διερωτήθηκε ορθολογικά: Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτού του ριζοσπαστισμού;

Σάμπως όλη η κοινωνία βροντοφώναζε, ότι οι νέοι αυτοί, με τη δράση τους, θα επωμιστούν συλλογικά την τεράστια, ουρανόπεμπτη ευθύνη της σωτηρίας της Κίνας από τον δεσποτισμό. Η υπέρμετρη αίσθηση της αποστολής και η μεγαλειώδης αίσθηση της Ιστορίας εν τω γεννάσθαι έκαναν τους φοιτητές να απολέσουν την ικανότητα του αυτοελέγχου και της αυτογνωσίας. Δεν ήξεραν ότι οι τρυφεροί τους ώμοι τους ήταν απλώς ανίκανοι να φέρουν ένα τόσο μεγάλο βάρος. Παρασυρμένοι από την εξαιρετικά μεγάλη ελκτική δύναμη της αρετής, οι φοιτητές, βάζοντας το κεφάλι τους στον τορβά, μετείχαν σε μια ολοένα κλιμακούμενη αλλά μάταιη αντίσταση κατά της κυβέρνησης. Λες και μόνο με την απώλεια μιας ζωής θα μπορούσε να πέσει η κυβέρνηση, μόνο με τη θυσία θα μπορούσε κανείς να αφυπνίσει τις μάζες, και μόνο πεθαίνοντας θα μπορούσε να πραγματώσει την αρετή ή να αναγνωριστεί ως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος της αρετής.

Μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης

Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στον τόμο Popular Protest and Political Culture in Modern China: Learning from 1989, επιμ. Jeffrey N. Wasserstrom και Elizabeth J. Perry, Westview Press, Boulder 1992.