Στις 14 Ιανουαρίου του 1896 έρχεται στον κόσμο ο αμερικανός συγγραφέας John Dos Passos, ο άνθρωπος που μέσα από την τριλογία του USA καταγράφει με μοναδικό τρόπο το τέλμα της αμερικανικής κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα και τη διάψευση του αμερικανικού ονείρου.

Ads

Νόθος γιος γνωστού δικηγόρου, ο John Dos Passos μεγαλώνει στο Σικάγο και σπουδάζει στο Τσόουτ και στο Χάρβαρντ. Αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ισπανία, άλλωστε, όπως ο ίδιος γράφει σε χειρόγραφα νεανικά γράμματα, «το πιο χαζό πράγμα στον κόσμο είναι η πλήξη» και επιθυμία του ήταν να ταξιδεύει να πληροφορεί και πληροφορείται .

Στην Ισπανία είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική, ωστόσο τα τύμπανα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ηχούν και ο ίδιος εντάσσεται στο Σώμα Τραυματιοφορέων της Γαλλίας. «Στα ασθενοφόρα έχεις μια πιο αντικειμενική οπτική απέναντι στον πόλεμο».

Εξάλλου, ο πεζικάριος πρέπει να είναι συνεπαρμένος από το πνεύμα της μάχης, που είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το να κάθεσαι και να σέρνεις μακριά από την κόλαση τους τσακισμένους», θα πει αργότερα σε συνέντευξή του και από αυτή του την εμπειρία προέκυψε και το πρώτο του βιβλίο, το 1920, το One Man’s Initiation, αλλά και το Three Soldiers (1921).

Ads

Ο ίδιος αγαπούσε την «καλή ιστορία» και επιδίωκε στα έργα του να έχει έντονο το ιστορικό στοιχείο, καθώς, όπως έχει γράψει, «ο μυθιστοριογράφος είναι ένας σκύλος που προχωρεί πιο μπροστά από τον ιστορικό της κοινωνίας και μυρίζεται τις τρούφες πριν απ’ αυτόν».

Στα βιβλία του είναι έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, ωστόσο, ο John Dos Passos κατάφερε να διατηρήσει την αποσταστασιοποίηση σχεδόν σε όλο του το έργο. Οι εμπειρίες του τροφοδοτούσαν την πένα του και η αγάπη του για την ιστορία την αποστασιοποίηση του.

Με τα δύο πρώτα του βιβλία ο John Dos Passos παρουσιάζει στο κοινό το «αντιπολεμικό» του πρόσωπο. Τα One Man’s Initiation και Three Soldiers ακολούθησαν μία συλλογή δοκιμίων με τίτλο Rosinante to the Road Again και μία συλλογή ποιημάτων με τίτλο «A Pushcart at the Curb», ωστόσο το έργο που τον καταξίωσε στο αναγνωστικό κοινό ήταν το Manhattan Transfer, το 1925.

Εκείνη την περίοδο, ο John Dos Passos έγραψε και κάποια θεατρικά έργα όπως τα The Moon is a Gong (1926), Airways, Inc. (1928), και Fortune Hights (1933), ενώ αρθρογραφούσε και σε αριστερές εφημερίδες, όπως την New Masses, η οποία αποτελούσε όργανο του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Τη δεκαετία ’30, ο Passos βλέπει το κορυφαίο, κατά πολλούς, λογοτεχνικό του επίτευγμα, να εκδίδεται. Το U.S.A. αποτελεί μία κριτική στην αμερικανική κοινωνία. Το αμερικανικό όνειρο, οι ελπίδες, οι κοινωνικές αναταραχές μέχρι το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η «χαμένη αθωότητα», η νέα μεσοπολεμική αμερικανική κοινωνία, η διαφθορά των ατόμων, η ραγδαία οικονομική αλλαγή, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η διάλυση του αμερικανικού ονείρου με το κραχ του 1929, παρουσιάζονται αριστοτεχνικά μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων, «42ος Παράλληλος», «1919» και «Χοντρά λεφτά», τα οποία συντελούν και την τριλογία U.S.A.

Στο εν λόγω έργο ο Passos αναπτύσσει μία πειραματική τεχνική, με αφηγήσεις που διασταυρώνονται και αποτελούν τις γέφυρες από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο. Επίσης, χρησιμοποιεί «ντοκουμενταριστικά» στοιχεία, όπως συνθήματα, στίχους τραγουδιών της εποχής, τίτλους εφημερίδων αλλά και αποσπάσματα από πολιτικές ομιλίες. Μετά την ολοκλήρωση της τριλογίας, το 1936, ο Jean-Paul Sartre αποφάνθηκε ότι ήταν «ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας». Τη δεκαετία του ’20 δραστηριοποιείται πολιτικά.

Μαζί με άλλους καλλιτέχνες Upton Sinclair, Dorothy Parker, Edna St. Vincent Millay, Ben Shahn, Floyd Dell συμμετέχει ενεργά στην εκστρατεία υπέρ των Ιταλών αναρχικών Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti, οι οποίοι έχουν καταδικαστεί σε θάνατο. Ο Passos εκείνη την περίοδο συγγράφει και το Facing the Chair: Sacco and Vanzetti (1927), ένα βιβλίο για την ιστορία των δυο αναρχικών.

Στη συνέχεια ο Passos ταξιδεύει στο Harland County για να συναντήσει και να καταγράψει τις ζωές των απεργών ανθρακωρύχων. Στο Kentucky, θα συλληφθεί για «εγκληματικό συνδικαλισμό», ενώ το 1932, στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, στήριξε ανοιχτά τον William Z. Foster, υποψήφιο του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Συμμετέχει ενεργά και στην εκστρατεία κατά του φασισμού στην Ευρώπη. Ταξιδεύει και πάλι στην Ισπανία, όπου, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, μαζί με άλλους καλλιτέχνες όπως τους Dashiell Hammett, Clifford Odets, Lillian Hellman και Ernest Hemingway εκφράζουν την υποστήριξή τους στους Ρεπουμπλικανούς. Το δεύτερο ταξίδι του στην Ισπανία έμελλε να σημαδέψει και να αλλάξει τις πολιτικές θέσεις του.

Απογοητευμένος από τις εξελίξεις και τις εμπειρίες του στην Ισπανία θα δηλώσει πως «μετά το ταξίδι μου στην Ισπανία θα πρέπει να επανεκτιμήσω τις θέσεις μου. Οι πολιτικές ελευθερίες θα πρέπει να προστατεύονται με κάθε τρόπο. Στην Ισπανία είμαι βέβαιος ότι η εισαγωγή μεθόδων του GPU από τους κομμουνιστές έκανε τόσο κακό, όσο τα τανκς τους, οι πιλότοι και οι έμπειροι στρατιώτες τους έκαναν καλό. Το πρόβλημα με όλες τις ισχυρές μυστικές υπηρεσίες που βρίσκονται υπό την εξουσία φανατισμένων, ή υπό οποιονδήποτε άλλο, είναι ότι δεν σταματούν μέχρι να καταστρέψουν όλο το πολιτικό σώμα. Φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο πρέπει να συμβαίνει και στη Ρωσία».

Οι νέες του πολιτικές θέσεις παρουσιάζονται στο έργο του The Adventures of a Young Man (1939) and Number One (1943). Ο Passos έχει πλέον μετακινηθεί προς τις δεξιές αντιλήψεις τις εποχής και γίνεται υποστηρικτής των Barry Goldwater και Richard Nixon.

Η τριλογία του με τίτλο District of Columbia, το 1952, αποτελεί ένα «έργο υποστήριξης» του συστήματος του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ η συντηρητική στροφή του ολοκληρώνεται μέσα από τα έργα του The Theme is Freedom (1956), The Great Days (1958), Midcentury (1961), Mr. Wilson’s War (1963), και Occasions and Protests (1964).

Το 1966 γράφει το The Best Times, στο οποίο αναφέρεται στην παιδική και νεανική του ηλικία. Τα τελευταία του χρόνια θα ζήσει μία ήρεμη ζωή στη φάρμα του πατέρα του στη Βιρτζίνια και θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 28 Σεπτεμβρίου του 1970.

«Κατέληξα να αποκαλώ τα μυθιστορήματά μου “χρονικά της εποχής μας”, κάτι που τους ταιριάζει, θαρρώ. Ναι, έχουν έντονα πολιτικά στοιχεία διότι, αν μην τι άλλο -καίτοι όχι αποκλειστικώς-, η πολιτική στην εποχή μας έχει στριμώξει τον κόσμο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί το να καταπιαστείς με την πολιτική σε ζημιώνει ως συγγραφέα. Παρ’ όλο που ο Σταντάλ θεωρούσε την πολιτική σ’ ένα μυθιστόρημα “σαν μια πιστολιά μέσα στην όπερα”, έγραψε επίσης χρονικά της εποχής του. Ή, ας δούμε τον Θουκυδίδη. Δεν νομίζω ότι ζημιώθηκε το έργο του από το γεγονός ότι ήταν πολιτικός συγγραφέας. Ενας συγγραφέας πρέπει στο πεδίο του να είναι στρατευμένος και συνάμα αποστασιοποιημένος. Πρέπει να έχει πάθος και αγωνία και θυμό -αλλά πρέπει να κρατήσει τα συναισθήματά του σε απόσταση ασφαλείας από το έργο του», δήλωσε σε συνέντευξή του το 1968.