Ένας μικρός φόρος τιμής στις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού που φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας, από την «Αυγή».

Ads

Η γυναικεία Ψυχή Βαθιά

Το σημερινό Εντός Φύλου αποτελεί έναν μικρό φόρο τιμής στις γυναίκες που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν, γιατί αγωνίστηκαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας.

Στη διαμόρφωσή του μας βοήθησε η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, την οποία ευχαριστούμε πολύ. Τα κείμενα για τις εξόριστες είναι μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο «Στρατόπεδα Γυναικών», εκδόσεις Αλφειός. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τα «θαμμένα τετράδια», όπως ονομάστηκαν, κρυμμένα στις κουφάλες των δέντρων στο Τρίκερι και είναι τα βιώματα των γυναικών στους τόπους εξορίας: Χίο, Τρίκερι, Μακρόνησο και πάλι Τρίκερι. Είναι ένα υλικό που περιέσωσε η Ρόζα Ιμβριώτη και εξέδωσε η Βικτώρια Θεοδώρου.

Ads

Διαβάζοντας τα βιβλία αυτά, έρχονται στο νου μας οι στίχοι του Φώτη Αγγουλέ: «Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή, μηδ’ όσο στην κακοκαιριά λυγάτο κυπαρίσσι. Έχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ, αγαπήσει»

Επιμέλεια: Λίτσα Δουδούμη, Τασούλα Βερβενιώτη

Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας

Μέσα στη νύχτα ή στα άγρια δάση, οι κάτοικοι των περιοχών όπου μαινόταν η ένοπλη εμφύλια σύγκρουση (1946-1949), οι στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού αλλά και οι ίδιοι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού μπορούσαν με βεβαιότητα να πιστοποιήσουν αν η μονάδα ήταν δική τους από δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το ένα ήταν ότι στο Δημοκρατικό Στρατό δεν έλεγαν «Αλτ! Τις ει;» αλλά «Στάσου! Ποιος είσαι;» και το άλλο ήταν η παρουσία των γυναικών.

Της Τασούλας Βερβενιώτη, ιστορικού

Ο Κώστας Καραγιώργης, Αντιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, έγραψε ότι «τόση και τέτοια γυναικεία συμμετοχή σε μάχιμα τμήματα στρατού εν καιρώ πολέμου είναι ολότελα πρωτοφανής στην παγκόσμια πολεμική ιστορία» και είχε δίκιο. Η συμμετοχή τους μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη συμμετοχή των γυναικών, τη δεκαετία του 1980, στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Περού, το επονομαζόμενο Φωτεινό Μονοπάτι.

Η ένταξη στον ΔΣΕ

Στον Δημοκρατικό Στρατό αρχικά οι γυναίκες κατέφευγαν στο βουνό μαζί με άλλους «καταδιωκόμενους», συνήθως με άντρες συγγενείς τους, λόγω των διώξεων που υφίσταντο. Αρχικά οργανώθηκαν σε γυναικείες διμοιρίες, κατά το πρότυπο του ΕΛΑΣ.

Στις αρχές του 1948, όμως, που το πρόβλημα των εφεδρειών έμπαινε επιτακτικά για τον Δημοκρατικό Στρατό και άρχισαν επιστρατεύσεις με βάση τον Νόμο αρ. 7 (Στρατιωτική Διάταξη), τότε οι γυναίκες εντάχθηκαν σε μεικτά τμήματα. Η μικτή σύνθεση των τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, εκτός από τις μαζικές επιστρατεύσεις και την έλλειψη εμπέδων, συνδέεται και με τις αποφάσεις της ηγεσίας του (Γενάρης 1948) να πάρει τον χαρακτήρα «λαϊκού επαναστατικού στρατού» και να απαλλαγεί από τις αστικές επιδράσεις οι οποίες «στο μεγαλύτερό τους μέρος έρχονται απ’ τον ΕΛΑΣ. Πρέπει ν’ απαλλαγούμε από τη βλαβερή αυτή κληρονομιά», λέει η Ημερήσια Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου, στις 28-10-48.

Με τις επιστρατεύσεις ο αριθμός των μαχητριών του ΔΣΕ αυξήθηκε σημαντικά. Το καλοκαίρι του 1948 υπολογίζεται στο 9% (όσο περίπου και στον ΕΛΑΣ) αλλά στο τέλος του χρόνου είχε φτάσει στο 15%. Στις αρχές του 1949 το ποσοστό των γυναικών κυμαινόταν από 22% έως 29% και το καλοκαίρι στα τμήματα του Γράμμου ήταν 26 – 29%. Στη Μονάδα Εφοδιασμού Γράμμου, όμως, οι γυναίκες αποτελούσαν το 40%.

Η επιλογή του τμήματος -και άρα της πολεμικής τους δραστηριότητας- δεν εξαρτάτο από τις γυναίκες. Στην Ταξιαρχία Ιππικού, στις αρχές του 1949, το ποσοστό ήταν μόλις 15% και οι γυναίκες χρησιμοποιούνταν ως ιπποφύλακες. Η απόφαση του Γενικού Αρχηγείου «να μεγαλώσει το ποσοστό όσο και στις άλλες ταξιαρχίες» έδωσε στις μαχήτριες τη δυνατότητα να γίνουν «αμαζόνες» και αποδείχτηκε ότι σε «τίποτα δεν διαφέρουν απ’ τους άνδρες».

Μία από τις «γυναικείες» δουλειές στην πρώτη γραμμή ήταν και η «συναδέλφωση». Το βράδυ, όταν η μάχη κόπαζε, ενώ οι δύο στρατοί βρίσκονταν πολύ κοντά, έβγαιναν οι τηλεβόες και μιλούσαν στους φαντάρους του αντίπαλου στρατού. Το ρόλο αυτό τον είχαν αναθέσει κυρίως στις γυναίκες.

Και ο αριθμός των γυναικών αξιωματικών αυξήθηκε με τρομακτική ταχύτητα. Τα δύο πρώτα χρόνια (1946-1948) αποφοίτησαν από τις Σχολές 96 γυναίκες αξιωματικοί, συνολικά όμως καταγράφονται 476. Οι περισσότερες είχαν το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Όσο ανέβαινε η στρατιωτική ιεραρχία τόσο μειωνόταν ο αριθμός των γυναικών.

Οι επιστρατευμένες ήταν νεαρές κοπέλες από χωριά που βρίσκονταν στην ακτίνα δράσης του Δημοκρατικού Στρατού ή από πόλεις που καταλάμβανε για μερικές μέρες. Προέρχονταν από εαμοκρατούμενες περιοχές και ήταν θετικά διακείμενες προς τους αντάρτες.

Οι περισσότερες, όμως, δεν ήθελαν να φορέσουν παντελόνι και, όταν το φόρεσαν, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το κρύο, κράτησαν από μέσα και το φόρεμά τους. Όλες αυτές οι γυναίκες έπρεπε, σύμφωνα με την έκφραση της εποχής, να «αφομοιωθούν».

Η διαδικασία «αφομοίωσης»

Η «ειδική πολιτική δουλειά» στις γυναίκες είχε ανατεθεί στις «υπεύθυνες των γυναικών». Η διοίκηση των μονάδων του Δημοκρατικού Στρατού ήταν δυαδική. Αποτελούνταν από τον στρατιωτικό διοικητή και τον Πολιτικό Επίτροπο. Οι «υπεύθυνες» δρούσαν ως βοηθοί του Πολιτικού Επιτρόπου. Με αυτόν τον τρόπο η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού μετέθεσε το πρόβλημα της προσαρμογής των γυναικών στις δυσκολίες του πολέμου στις ίδιες τις γυναίκες.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η «υπεύθυνη» δεν λειτουργούσε ως ηγετικό στέλεχος, αλλά ως έμπιστη φιλενάδα, μεγαλύτερη αδελφή, ακόμα και μάνα των μαχητριών. Η ανάγκη των νεαρών κοριτσιών για επικοινωνία με μια μεγαλύτερη γυναίκα ήταν φαίνεται τόσο μεγάλη που η διαφορά ηλικίας ανάμεσα σε μια «μάνα» και μια «κόρη» μαχήτρια μπορούσε να ήταν από τρία έως πέντε χρόνια.

Την «αφομοίωση» των επιστρατευμένων γυναικών στον Δημοκρατικό Στρατό διευκόλυνε και το κλίμα συντροφικότητας και ενθουσιασμού που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στους μαχητές και τις μαχήτριες. Ήταν νέοι και τραγουδούσαν και διασκέδαζαν, παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες που υφίσταντο, και ονειρεύονταν μια άλλη, καλύτερη κοινωνία.

Βέβαια, από το να μείνουν στο Δημοκρατικό Στρατό μέχρι να μάθουν να πολεμούν, να γίνουν καλοί στρατιώτες και να τιμηθούν με παράσημα «ανδρείας» υπάρχει μια απόσταση. Αυτή την κάλυψαν με τις κοινωνικά «παραδοσιακές» γυναικείες αρετές, οι οποίες φαίνεται ότι ταυτίζονται με τις αρετές ενός καλού στρατιώτη.

Ως γυναίκες είχαν επιμονή και υπομονή. Γι’ αυτό έμαθαν γρήγορα να χειρίζονται το ντουφέκι, το πάντζερ ή το οπλοπολυβόλο. Ήταν καρτερικές και υπέμεναν αγόγγυστα τις κακουχίες, την πείνα και τη δίψα, γιατί είχαν συνηθίσει να ζουν σε σκληρές συνθήκες, κοντά στη φύση και στις δυσκολίες της.

Ήταν πιο υπάκουες και πειθαρχικές από τους άντρες. Τηρούσαν με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις εντολές που είχαν πάρει, γιατί μεγαλώνοντας σε πατριαρχικές οικογένειες είχαν μάθει να υπακούν στην ανδρική εξουσία.

Ως γυναίκες, ήταν συναισθηματικές και αφοσιωμένες. Μισούσαν τους εχθρούς τους με το ίδιο ακριβώς πάθος που αγαπούσαν και φρόντιζαν τους δικούς τους.

Δεν άλλαζαν εύκολα στρατόπεδο. Ακόμα είχαν μάθει να σκέφτονται και να νοιάζονται πρώτα τους «άλλους», τους συναγωνιστές τους, και μετά τον εαυτό τους. Πάρα πολλές, αν και πληγωμένες, αρνήθηκαν να ανέβουν στο φορείο για να μην το στερήσουν από κάποιο «παλικάρι».

Με λίγα λόγια οι μαχήτριες ήταν γενναίες, γιατί πάνω από όλα αυτό που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του «γυναικείου ρόλου» είναι η θυσία. Και ως γυναίκες, είχαν μάθει να θυσιάζονται πριν μάθουν να πολεμούν.

Ωστόσο, τομή για την αλλαγή της θέσης των μαχητριών στον ΔΣΕ μπορούν να οριστούν οι 70 μέρες της μάχης του Γράμμου. «Εκεί θαυματούργησε και η γυναίκα». Εκεί πάλεψαν και νίκησαν τον φόβο, την κούραση, την αρρώστια, τον ύπνο και τον πόνο. Η Χρυσούλα Κερανίδου πήρε μετάλλιο ανδρείας γιατί προχώρησε στις εχθρικές θέσεις και συνέλαβε πέντε αιχμαλώτους. Ήταν 16 χρονών και είχε καταταγεί στον ΔΣΕ, έναν μήνα πριν το ανδραγάθημά της.

Τη δεκαετία του 1940 η ύπαρξη ένοπλων γυναικών ανέτρεπε τις κοινωνικές ισορροπίες. Τις μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού τις αποκάλεσαν «ύαινες» ή/και «πόρνες», γιατί το γεγονός ξέφευγε από το κυρίαρχο σύστημα αξιών. Ξεπερνούσε τις δυνατότητες που είχε η ελληνική κοινωνία να το προσλάβει και να το αποδεχτεί. Γι’ αυτό η δράση τους αποσιωπήθηκε και η σημασία της υποτιμήθηκε.

ΧΙΟΣ: Στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης

«Απαγορεύονται όλα. Καμία κίνηση πια στο στρατόπεδο. Κανένας παλμός ζωής. Μήτε τραγούδια μήτε χοροί μήτε γέλια. Απαγορεύονται ακόμη και οι παρέες, οι ζωηρές κουβέντες, το διάβασμα. «Εδώ δεν είναι ταβέρνα, είναι στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης» φώναζε ο Δήμου. Και η πίεση όλο και μεγάλωνε. Λιγόστεψαν ακόμα περισσότερο το νερό, το συσσίτιο, τις ώρες εξόδου. Έσφιγγαν τον αποκλεισμό μας απ’ τον έξω κόσμο, μας έκοβαν την αλληλογραφία, έκαναν τη ζωή μας πιο μαρτυρική. Στις διαμαρτυρίες μας απαντούσαν: «Κάνετε δήλωση να πάτε σπίτια σας, να ησυχάσετε κι εσείς κι εμείς. Δήλωση. Σε κάθε βήμα σκοντάφταμε σ’ αυτή τη λέξη.

Δήλωση ζητούσε ο Στενός, γιατρός του στρατοπέδου, απ’ τις άρρωστες που βαριά κείτονταν στο στρώμα. Δήλωση ζητούσε ο Ζέρβας από μια μικρομάνα, που το παιδί της πέθαινε, για να επιτρέψει την μεταφορά του στο νοσοκομείο. Δήλωση ζητούσαν απ’ τις χαροκαμένες ανταρτομάνες. Δήλωση απ’ τις μικρομάνες, όταν άρπαξαν τα παιδιά τους να τα κλείσουν στο ορφανοτροφείο. Μα τα δικά μας αυτιά ήταν κλειστά. «Δεν αποκηρύχτω το παιδί μου εγώ» είπε μια μάνα με αγανάκτηση. Και μια πολύ γριούλα, ογδόντα χρονών και πάνω, απαντάει χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω ‘γω απ’ τα πολιτικά γιε μ’, μα δούλωση δεν κάνω».

ΤΡΙΚΕΡΙ: Ζωή στους βράχους

Όταν καταλάγιασε κάπως η ταραχή της μεταφοράς μας στο Τρίκερι και βάλαμε τα θεμέλια για μια καινούργια ζωή, ζητήσαμε αυθόρμητα ν’ ασχοληθούμε με τη μόρφωση, όπως μπορούσαμε.

Στο κάτω στρατόπεδο είχαμε διακόσιες τριάντα αναλφάβητες γυναίκες και τριακόσιες ογδόντα αγράμματες, που ήξεραν δηλαδή να γράφουν μονάχα τ’ όνομά τους. Άρχισαν από το αλφαβητάριο -που ήταν και μοναδικό σε κάθε λόχο- αντιγράφοντάς το, προσπαθώντας με πολύ κόπο να μάθουν γράμματα. Συνήθιζαν να γράφουν στην άμμο και στο χώμα, γιατί δεν υπήρχαν χαρτιά και μολύβια, με ενθουσιασμό και επιμονή. Οι μαθήτριες στις μεσαίες και τελευταίες τάξεις δημοτικού έφταναν τις τετρακόσιες εβδομήντα, που και αυτές τις είχαν αναλάβει οι δασκάλες στα κυριότερα μαθήματα. Ελληνικά, σύνθεση στη δημοτική γλώσσα, μαθηματικά, γεωγραφία, ιστορία και φυσική.

Οι καθηγήτριες απασχολιόνταν με τις ογδόντα μαθήτριες του γυμνασίου και τους δίδασκαν αρχαία και νέα ελληνικά, μαθηματικά, φυσικά, ιστορία κ.λπ. Είχαν ακόμα και δεκαπέντε κοπέλες που προετοιμάζονταν για ανώτερη σχολή. Έτσι δασκάλες και καθηγήτριες δούλευαν αδιάκοπα δεκαοχτώ με είκοσι ώρες τη βδομάδα και ήταν όλες μαζί πενήντα δύο. Η προσπάθειά μας για τη μόρφωση ήταν καθολική και δεν γνώριζε εμπόδια. Στα χωράφια, στους βράχους, μέσα στ’ αντίσκηνα και πέρα στα πηγάδια ακόμα, περιμένοντας το νερό, παντού όπου υπήρχε τόπος παράμερος έβλεπες την ομάδα με τις μαθήτριες και τη δασκάλα.

Εκεί που έκαναν πως έπλεκαν ή έραβαν κρατούσαν το βιβλίο κι άκουγαν τα μαθήματα με προσοχή και φόβο. Καθημερινά στους λόχους εξακόσιες τόσες γυναίκες απασχολιόνταν με τα μαθήματα.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ: Ισότιμη μεταχείριση στο «Νέο Παρθενώνα»

«Ποιόνε ν’ αποκηρύξω μωρέ; Το αίμα του αδερφού μου; Δεν αποκηρύσσω τίποτα! Σκευοφύλακα με λένε. Ναι. Δεκαεφτά χρονών. Τι θέλετε από μένα φασίστες; Χτυπάτε, χτυπάτε! Σκυλιά, φασίστες, χτυπάτε, χτυπάτε!»

Σε λίγα λεπτά δύο αλφαμίτες μας την έφεραν οριζόντια μέσα στη σκηνή τη δεκαεφτάχρονη Βαγγελίτσα. Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα και γυάλιζαν. Τα δόντια της σφιγμένα. Το κορμί της μελανό. Οι αλφαμίτες φοβισμένοι την απόθεσαν στη γη. Πλησιάσαμε κοντά της. Της μιλήσαμε. Δεν μας γνώριζε. Το βλέμμα της ήταν απλανές. Το κορμί της τιναζόταν από δυνατούς σπασμούς.

Τρομάξαμε. Αρχίσαμε να της κάνουμε εντριβές στα χέρια. Η Βαγγελιώ φώναζε:

«Τι χτυπάς βρε Κατσιμίχα; Σου το είπα μωρέ! Το αίμα του αδερφού μου δεν τ’ αποκηρύσσω».

Προσπαθήσαμε να την καθησυχάσουμε:

«Βαγγελίτσα, είσαι εδώ στη σκηνή, μαζί μας. Εμείς είμαστε, κοίταξέ μας!»

Δεν καταλάβαινε τι της λέγαμε. Γιατί η Βαγγελιώ είχε χάσει πια το λογικό της.

…Μας οδήγησαν στις σκηνές. Κάθε σαράντα γυναίκες απομονώθηκαν σε χωριστή σκηνή. Καθίσαμε χάμου στην παγωμένη γη κοντά κοντά. Ήμασταν σε υπερένταση. Κρατούσαμε σε αυστηρή επιφυλακή όλες μας τις δυνάμεις. Νιώθαμε τα νεύρα μας τεντωμένα. Έξω οι αλφαμίτες μούγκριζαν: ‘Βουλγάρες, θα πεθάνετε’.

Σε λίγα λεπτά άρχισαν οι επιδρομές. Οι αλφαμίτες ορμούσαν με βούρδουλες και χοντρά ρόπαλα στις σκηνές. «Σήκω απάνω ‘συ! Λέγε, θα κάνεις δήλωση;» «Όχι!» Ο βούρδουλας σηκωνόταν ψηλά, σφύριζε στον αέρα κι έπεφτε αλύπητα πάνω στο θύμα. Δέκα βουρδουλιές, είκοσι, τριάντα, πενήντα. «Υπογράφεις τώρα; Λέγε!». «Όχι» απαντούσε με όση δύναμη έβρισκε το θύμα. Ο βασανιστής άφριζε απ’ τη λύσσα του. Άρχιζε τις κλωτσιές με τ’ άρβυλα και τις γροθιές στο στήθος. Χάμου στη γη ανάμεσά μας, μπροστά στα πόδια μας σπαρταρούσε ένα ματωμένο σώμα. Έξω ακούγονταν ποδοβολητά κανιβάλων, ουρλιαχτά και μουγκρίσματα. Οι γυναίκες φώναζαν και τσίριζαν από τους πόνους. Κλάματα, ουρλιαχτά, γοερές επικλήσεις, κραυγές πόνου, όλοι οι φοβεροί ήχοι της κόλασης μπλέκονταν μαζί σ’ ένα φρικτό συνταίριασμα που σάλευε τα λογικά.

“Δεν θα γλιτώσει καμιά. Εδώ θα μείνετε ώσπου να υπογράψετε. Νηστικές, άυπνες, χωρίς νερό χωρίς κουβέρτες. Θα σας τσακίσουμε τα πλευρά. Μη νομίζετε ότι θ’ αντέξετε ώς το τέλος”.

Σφιγγόμασταν κοντά κοντά και δεν μιλούσαμε. Συγκεντρώναμε τις δυνάμεις μας σε μια υπέρτατη προσπάθεια να μη χάσουμε το λογικό μας σε τούτες τις κρίσιμες ώρες. Μη βρεθούμε αδύναμες κάποια μικρή στιγμούλα και λυγίσουμε.

“Υπομονή!” ψιθυρίζουμε σαν μείναμε μόνες. “Θα περάσει κι αυτή η μπόρα, υπομονή!”.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή στις 21/01/2009