Ανέβηκε στο βουνό στα 18 της. Πολέμησε στον ΕΛΑΣ για να διώξει τον εχθρό από την πατρίδα. Έξι μήνες έζησε ως παντρεμένη με τον Γεωργούλα Μπέικο. Εκείνος φυλακή εκείνη ξανά στο βουνό με τον Δημοκρατικό Στρατό, αμυνόμενη. Και μετά στον δρόμο της προσφυγιάς. Βρέθηκε μόνη στην Τασκένδη και μετά στη Μόσχα. “Εδώ Μόσχα”, εκφωνήτρια στον Ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας, ήταν η φωνή της που συνέδεε την καρδιά της Σοβιετικής Ένωσης με τους Έλληνες αριστερούς. Ήταν όμως και η μαθητεία της στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας, η φιλία της με τον Αντρέι Ταρκόφσκι, η μοναξιά της, το σμίξιμό της μετά από χρόνια με τον άντρα της.

Ads

Συνέντευξη στην Πολυ Κρημνιωτη για την Αυγή της 5/12/2010

Είκοσι επτά χρόνια χωρίς ιθαγένεια. Επιστρέφει στην Ελλάδα με την τέφρα του Γεωργούλα σαν την Ηλέκτρα. Και γίνεται η “μεταφράστρια” που συνδέει τα μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα της ΕΣΣΔ που παρουσιάζονται στη χώρα μας. Μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Η Μαρία Μπέικου θυμήθηκε τη διαδρομή της και με τη βοήθεια της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη, κατέγραψε τη βιογραφία της. “Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ… (εκδ. Καστανιώτης). Ο λόγος της ευθύς ξεδιπλώνει στην κουβέντα μας το τρομερό παρελθόν. Χωρίς πάθος, χωρίς μελοδραματισμό. Η μόνη φορά που τα δάκρυα κυλούν από τα μάτια της είναι όταν μιλά για την πατρίδα. “Είναι ένα διαμάντι, ας την παρουμε στα χέρια μας κι ας την αλλάξουμε”.

* Είναι δύσκολο να θυμάσαι;

Είναι δύσκολο γιατί όταν θυμάσαι, με πολλά πράγματα δε συμφωνείς πια και σκέφτεσαι ότι δεν έπρεπε τότε να τα κάνεις. Όμως αυτό ερχόταν σε αντιπαράθεση πάντα με αυτά που πίστευες αλλά και με την καθοδήγηση του κόμματος. Εμείς εδώ στη Νότιο Ελλάδα ειδικά στη Ρούμελη παρά τις δυσκολίες που είχαμε συζητούσαμε τα προβλήματα και εξετάζαμε πάρα πολλές φορές τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η κάθε μάχη ή η κάθε ενέργεια. Όλα έπρεπε να είναι μελετημένα. Αν δεν είχαμε τον Διαμαντή δεν θα υπήρχαμε

* Υπάρχουν άλλα τέτοια πρόσωπα που σας καθόρισαν;

Τον Τάσο τον Λευτεριά, το πραγματικό του όνομα ήταν Βαγγέλης Παπαδάκης, τον κρατώ στη μνήμη μου, καθώς και τη γυναίκα του τη Ναυσικά με την οποία γίναμε πολύ φίλες. Εκείνη ήταν και από πριν φίλη του Γεωργούλα, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στον ΕΛΑΣ. Ήταν από πολύ ευκατάστατη οικογένεια από το Μικρό Χωριό, και η μόνη που παντρεύτηκε στον ΕΛΑΣ με σύντροφο, παρ’ ότι μεταξύ μας το απαγορεύαμε. Είχε τελειώσει τις Καλόγριες στην Αθήνα και σκέφτηκε να κάνει παιδικούς και βρεφικούς σταθμούς στα χωριά. Ήταν η εποχή που η γυναίκα αναγνωρίστηκε ως άνθρωπος που θα μπορούσε να λάβει μέρος σε διάφορες δράσεις της κοινότητας. Απέκτησε οντότητα. Και η Ναυσικά με ένα μουλαράκι γυρνούσε τα χωριά και δημιουργούσε παιδικούς και βρεφικούς σταθμούς και οργάνωνε συσσίτια. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα χωριά της Ελλάδας. Κι αυτό στη διάρκεια της κατοχής, αυτό έχει σημασία.

* Φαντάζομαι αφήσατε πολλά έξω από τη βιογραφία σας. Τι θέλετε να ξεχνάτε από εκείνη την περίοδο;

Από την κατοχή τίποτα. Θα ήθελα να ξεχάσω αυτό που έγινε με τη Φρύνη. Στη διμοιρία των γυναικών που ανήκε στον λόχο διοίκησης της 13ης Μεραρχίας, είχαμε δώσει μεταξύ μας μια υπόσχεση, ότι δεν θα δημιουργηθεί κανένας δεσμός και κανένα αίσθημα μέχρι να ελευθερωθούμε. Κάποια στιγμή ήρθαν δύο κοπέλες από το Μεσολόγγι, η μία η Λιακατά ήταν πλούσια και η άλλη ήταν η Φρύνη Πόλου. Ήταν Φρύνη πραγματική, λες και βγήκε από τη θάλασσα, τόσο όμορφη κοπέλα. Καλώς ή κακώς πάρθηκε μια απόφαση από τη μεραρχία ότι η Φρύνη καλό είναι να φύγει από τη διμοιρία και να πάει να δουλέψει στις οργανώσεις. Εγώ σαν πολιτικός επίτροπος έπρεπε να εκτελέσω τη διαταγή για να φύγει η Φρύνη. Της κόστισε πάρα πολύ, δεν μου έδινε το όπλο της, την αφόπλισα. Αυτό θυμάμαι και πιάνει σύγκρυο.

* “Η απόφαση να πάω στον ΕΛΑΣ ήταν επίθεση, στον Δημοκρατικό Στρατό ήταν άμυνα” γράφετε. Τι εννοείτε;

Στον ΕΛΑΣ η επιθυμία μου ήταν να παλέψω για να φύγει ο εχθρός από τη χώρα μου, κι αυτό ήθελα να το κάνω με κάθε τρόπο. Βιώνοντας την κατάσταση της κατοχής στην Αθήνα με τα πρησμένα παιδάκια, τους θανάτους την πείνα και τη δυστυχία, ήθελα να παλέψω τον εχθρό με το όπλο στο χέρι. Εδώ ήταν επίθεση. Ύστερα απ’ αυτά που ακολούθησαν μετά την απελευθέρωση αντί εμείς που ήμασταν νικητές να δούμε την πατρίδα μας όπως την ονειρευτήκαμε και παλέψαμε αντίθετα βρεθήκαμε κυνηγημένοι κι εγώ προσωπικά με τον άντρα μου στη φυλακή και τον αδελφό μου εξορία, κινδύνευα από στιγμή σε στιγμή να με συλλάβουν. Γι’ αυτό ύστερα και από την επιμονή του Γεωργούλα και του αδελφού μου, και με φυματίωση και στους δύο πνεύμονες, υποχρεώθηκα να βγω στο βουνό. Για να αμυνθώ. Για μένα είναι πολύ καθαρά τα πράγματα την πρώτη φορά ήταν επίθεση τη δεύτερη άμυνα.

* Το κόμμα τότε πιστεύατε ότι είναι η μοναδική αλήθεια. Σήμερα μετανιώνετε γι’ αυτή σας την πεποίθηση; Πιστεύετε ότι σας οδήγησε σε λάθος επιλογές;

Επειδή ήμασταν συλλογικότητα δεν ήμασταν μονάδες, πιστεύαμε όλοι ότι το κόμμα ξέρει την αλήθεια και ξέρει τι κάνει. Γι’ αυτό πειθαρχούσαμε σε όλα. Συλλογικά και βέβαια μας οδήγησε σε λάθη και λανθασμένες επιλογές, ατομικά είναι δύσκολο να το πεις”.

* Στη βιογραφία σας μας δείχνετε τον εμφύλιο από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού. Έναν πόλεμο χωρίς ακρότητες και αγριότητες, έναν πόλεμο θυμάτων. Οι αριστεροί δε σκότωναν, δεν έκαναν αγριότητες, δεν έκαναν λάθη πάνω στο βουνό;

“Και να γίνονταν δεν τα παίρναμε είδηση. Από την άλλη όταν μας έλεγαν ότι κάποιος έκανε εκείνο και έπρεπε να σκοτωθεί εμείς δεν είχαμε φωνή, ήμασταν στρατιώτες. Όπως υπακούεις σε όλες τις διαταγές υπακούεις και σ’ αυτή. Έγιναν λάθη στο βουνό, λάθη απέραντα.

* Τον Άρη επίσης, τον αναφέρετε μόνο για τις θέσεις του απέναντι στις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα στους συντρόφους. Πώς ήταν αλήθεια ο Άρης, πώς τον θυμάστε;

Εμείς τον Αρη τον βλέπαμε σαν ήρωα. Γιατί ξέραμε ότι από εκείνον ξεκίνησε η επίθεση κατά των Γερμανών και δημιουργήθηκε ο ΕΛΑΣ. Για μένα ο ΕΛΑΣ ήταν ένας από τους καλύτερους στρατούς αντίστασης. Εμείς απελευθερωθήκαμε μόνοι μας. Ο Άρης ήταν η κεφαλή.

* Μετά τη δολοφονία του τι λέγατε μεταξύ σας;

Δε λέγαμε τίποτα. Πονέσαμε πάρα πολύ, αλλά αυτόν τον πόνο τον περάσαμε σιωπηλά μέσα μας. Δεν μπορούσαμε να εκφράσουμε τον πόνο που νιώσαμε.

* Είχατε έναν άντρα στη φυλακή κι εσείς αντάρτισσα στη 2η Μεραρχία του Δ. Σ. Τι είσαστε τελικά στο βουνό, η Μαρία Φέρλα η καπετάνισσα ή η Μαρία Μπέικου η γυναίκα του Γεωργούλα;

Η Μαρία η καπετάνισσα.

* Σκοτώσατε ποτέ;

Δεν μπορείς να πεις ότι σκότωσες. Όταν έχεις κάποιον απέναντί σου που σε σημαδεύει, σημαδεύεις κι εσύ. Εδώ να ξεχωρίσουμε λίγο τον ΕΛΑΣ από τη Δ.Σ. Στο Δ.Σ τα πράγματα ήταν πολύ πονεμένα γιατί απέναντί σου δεν ήξερες ποιόν έχεις. Και αναφέρομαι στο βιβλίο του Ρένου Αποστολίδη Πυραμίδα 67 που μου το έστειλε ο γιος του σημειώνοντας το σημείο που συμπίπτει μ’ αυτά που έλεγα σε μια συνέντευξή μου. Ότι δηλαδή εμείς τότε δεν ξέραμε αν υπάρχει Τσιτσάνης, αν υπάρχουν καινούργια τραγούδια. Οι σκοπιές των δύο στρατών, ήταν τόσο κοντά και όταν τραγουδούσαν οι στρατιώτες του εθνικού στρατού εμείς τα πρωτακούγαμε αυτά τα τραγούδια, τα μαθαίναμε και κλαίγαμε. Ιδίως το Κάποια Μάνα αναστενάζει” του Τσιτσάνη. Πολλές φορές τα τραγουδούσαμε μαζί. Υπήρχαν περιπτώσεις που ανταμώναμε οι εμπροσθοφυλακές και έτσι ταλαιπωρημένοι όπως ήμασταν με τις ολοήμερες μάχες γινόταν μεταξύ μας μια συνεννόηση εκεχειρίας

* Τελικά ήταν ένα λάθος ο εμφύλιος;

Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Δεν είναι θέμα σωστού ή λάθους, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Για μένα ο ΕΛΑΣ ήταν επίθεση ενάντια στον εχθρό που εισέβαλε σπίτι μου. Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν άμυνα, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Οι φυλακές, γεμάτες, οι εξορίες, γεμάτες, ο άντρας μου στο κελί των μελλοθανάτων έξι μήνες. Τι να κάναμε;.

* Θα ήθελα να ρωτήσω για τη μοναξιά. Στο βουνό, στην Τασκένδη, στη Μόσχα.

Στο βουνό δεν είχα χρόνο να νιώθω μοναξιά. Μπορώ να πω και στην Τασκένδη, εκτός από τις Κυριακές που οι κοπέλες σκορπίζανε στις άλλες πολιτείες για να δουν τους δικούς τους, κι εγώ έμενα μόνη μου. Είχα την ευκαιρία να κλάψω την Κυριακή, μόνο την Κυριακή. Κοντά στην πολιτεία περνούσε ένας παραπόταμος, υπήρχε μια κλαίουσα ιτιά όπου καθόμουν από κάτω κι έκλαιγα. Εκείνη την περίοδο ήταν ο Λουλές, ο Βενετσανόπουλος, ο Φλωράκης στελέχη εκεί. Ερχόταν ο Λουλές και με παρηγορούσε, μ’ έπαιρνε σε μια αίθουσα που είχαμε να πιούμε τσάι και να ακούσουμε μουσική, να βάλουμε δηλαδή το γραμμόφωνο που μας είχαν δώσει οι Σοβιετικοί μαζί με διάφορα μουσικά όργανα. Να σας πω την αλήθεια, αυτά τα σοβιετικά πατριωτικά τραγούδια που ακούγαμε τότε με τον Λουλέ, τον Βενετσανόπουλο, τον Φλωράκη στο γραμμόφωνο δεν θέλω πια να τα ακούω. Η Μόσχα ήταν διαφορετική βέβαια.

Κατάφερα, βέβαια, να πραγματοποιηθεί το όνειρό μου να φοιτήσω στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Σοβιετικής Ένωσης να έχω δάσκαλο έναν από τους μεγαλύτερους σοβιετικούς σκηνοθέτες τον Μιχαήλ Ρομ και να αναπτύξω μια απέραντη φιλία με την Ιρμα Ράους μετέπειτα Ιρα Ταρκόφσκαγια και φυσικά με τον Αντρέι. Η μοναξιά όμως ήταν άγρια. Παρ’ ότι οι φιλίες ήταν πολλές και καλές, έρχονταν στιγμές που δεν ήθελα άλλο να ζω. Πέρασα Πρωτοχρονιές ολομόναχη ακούγοντας το 1ο κοντσέρτο του Τσαϊκόφσκι, όχι γιατί δεν είχα φίλους αλλά γιατί μόνη μου εγώ, ζευγάρια εκείνοι, δεν μπορούσα να είμαι μαζί τους. Αν και τώρα ομολογώ ντρέπομαι γι’ αυτό. Όταν μετέπειτα πλήθυναν οι Έλληνες στη Μόσχα, ήρθαν η Άλκη και ο Γιώργος Σεβαστήκογλου, ο Μάνος Ζαχαρίας, ο Δημήτρης Σπάθης, ο Γιάννης Μότσος, ο Απόστολος Μουσούρης, άλλαξαν τα πράγματα. Μέχρι που αποφυλακίστηκε ο Γεωργούλας όλοι αυτοί πέρασαν από το σπίτι. Όταν απελευθερώθηκε ο Γεωργούλας και ήρθε στη Μόσχα όλα άλλαξαν.

* Έχετε ζήσει σε δυο πατρίδες, Ελλάδα και ΕΣΣΔ. Τι είναι τελικά η πατρίδα;

Το παν. Δεν ξέρω πώς να αναλύσω τη λέξη πατρίδα, δεν ξέρω πώς νιώθουν οι άλλοι που ζουν μακριά με την προοπτική να μην ξαναδούν την πατρίδα. Για μένα δεν υπήρχε πιο οδυνηρό πράγμα. Ακόμη κι όταν ανταμώσαμε με τον Γεωργούλα και δεν ήμουν πια μόνη το όνειρό μου ήταν η Ελλάδα. Πάντα κουβαλούσα μαζί μου, από τον Δημοκρατικό Στρατό ακόμα, διπλωμένο στο βιβλιάριο Αξιωματικού είχα πάντα μαζί μου το ποίημα του Παλαμά Οι Πατέρες: Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις, / όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.

* Ο Πωλ Ελυάρ έγραψε στο Ατομικό σας Βιβλιάριο Αξιωματικού: Στη Μαρία που πρόσφερε την ομορφιά της στους δρόμους του πολέμου. Σήμερα θα ξαναπροσφέρατε την ομορφιά σας στους δρόμους του πολέμου; Αν ήταν θα ξαναβγαίνατε στο βουνό;

Πρώτον δεν είμαι όπως ήμουν τότε, όταν αντάμωσα τον μεγάλο αυτό ποιητή, που δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Το μόνο που μου έκανε εντύπωση ήταν το τρίχρωμο στυλό με το οποίο μου έγραψε αυτή τη φράση και τα τρία του χρώματα διατηρούνται ακόμα στο βιβλιάριό μου αναλλοίωτα. Μου φαίνεται ότι ο πρώτος στίχος που λέει ο Παλαμάς τα λέει όλα. Τι είναι πατρίδα; Ας πάρουμε επιτέλους αυτή τη χώρα, που είναι ένα διαμάντι, στα χέρια μας και ας την αλλάξουμε.

* Μπορούμε;

“Αν θέλουμε μπορούμε. Πώς θελήσαμε στην αντίσταση; Πώς ενωθήκαμε σαν μια γροθιά τότε”.

* Σήμερα σε τι θα αντιστεκόσαστε;

“Στην κακοήθεια και σ’ αυτούς που κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους, σ’ αυτούς που κλέβουν και ζουν σε βάρος άλλων και σε τελευταία ανάλυση θα αγωνιζόμουν για το πεζοδρόμιο. Επιτέλους να μην κοιτάμε κάτω όταν περπατάμε αλλά να κοιτάμε μπροστά”.

Ads

* Tι θα ευχόσασταν σήμερα στα νέα παιδιά;

“Να μάθουν καλά την ιστορία της χώρας μας και να αντιστέκονται”.

Διαβάστε επίσης:
Μαρία Μπέικου, ζωή σαν μυθιστόρημα