Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος του tvxs.gr, η Ίντιρα Γκάντι πραγματοποιεί μια δυναμική είσοδο στην πολιτική σκηνή της Ινδίας, συνεχίζοντας την πολιτική παράδοση του πατέρα της, Τζαουαχαρλάλ Νεχρού. Η επικράτησή της Γκάντι βασίζεται στην ηγετική φυσιογνωμία της, στην ευρεία και φανατική λαϊκή της βάση, ειδικά ανάμεσα στις γυναίκες, αλλά και στα εκλογικά «μαγειρέματα» για τα οποία θα κληθεί να πληρώσει.
 

Ads

Η συντηρητική παράταξη της αντιπολίτευσης καταγγέλλει τις διεφθαρμένες πρακτικές του Κόμματος του Κογκρέσου στις εκλογές του 1971 και σε συνδυασμό με την αμφιλεγόμενη παρέμβαση της Γκάντι στον πόλεμο του Πακιστάν, προκαλεί έντονη πολιτική αναστάτωση στη χώρα. Τον Ιούνιο του 1975, το Ανώτατο Δικαστήριο του Αλαχαμπάντ θα καταδικάσει το κόμμα της κυβέρνησης για εκλογική απάτη, καθαιρώντας έτσι τη Γκάντι από τη βουλευτική της έδρα, και επομένως την πρωθυπουργία, και απαγορεύοντάς της να κατέβει σε εκλογές για τα επόμενα 6 χρόνια.

Στις εξελίξεις αυτές, η Ίντιρα Γκάντι αντιδρά με τον πλέον αμφισβητήσιμο τρόπο, δικαιώνοντας όσους την κατηγορούν για υπερβολική εξάρτηση στην καρέκλα της εξουσίας. Κηρύσσει την Ινδία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κάνοντας χρήση του σχετικού δικαιώματος που της παρέχει το σύνταγμα, και αναλαμβάνει έκτακτες εξουσίες, καταργώντας ουσιαστικά τη δημοκρατία και τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες.

Οι 21 μήνες για τους οποίους διαρκεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποτελούν τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της ανεξάρτητης Ινδίας. Η Γκάντι κατηγορείται για μια σειρά από απολυταρχικές παρεμβάσεις: Εγκαθιστά αστυνομικό κράτος και εξαπολύει κύμα διώξεων κατά πολιτικών αντιπάλων και αντιφρονούντων πολιτών, φυλακίζοντας και βασανίζοντας πολλούς από αυτούς. Χρησιμοποιεί τα δημόσια και ιδιωτικά ΜΜΕ για προπαγάνδα, τη στιγμή που διακόπτει την παροχή ηλεκτρισμού στις εφημερίδες που στρέφονται εναντίον της. Βάζει λουκέτο σε πολλά τοπικά κοινοβούλια και κηρύσσει παράνομα πάνω από 20 πολιτικά κόμματα. Προχωρά σε μια σειρά αντιλαϊκών μέτρων, όπως η υποχρεωτική στείρωση μέρους του πληθυσμού και η κατεδάφιση ολόκληρων παραγκουπόλεων. Τέλος, πραγματοποιεί σημαντικές και προφανώς παράνομες τροποποιήσεις στους νόμους και το σύνταγμα, για να προστατευτεί από μελλοντικές διώξεις εις βάρος της.

Ads

Μετά από τρεις διαδοχικές περιόδους έκτακτης ανάγκης, η Ίντιρα Γκάντι κάνει κακή εκτίμηση της δημοτικότητάς της, εμπιστευόμενη τον προπαγανδιστικό τύπο, και το 1977 προκηρύσσει εκλογές, στις οποίες θα ηττηθεί κατά κράτος από τον συνασπισμό Τζανάτα, που συσπειρώνει όλους τους αντιπάλους της και θέτει το δίλημμα «δημοκρατία ή δικτατορία».

Ωστόσο, το μόνο πράγμα που ενώνει τη νέα κυβέρνηση είναι το μίσος προς την Γκάντι (ή «τη γυναίκα» όπως την αποκαλούν περιφρονητικά μερικοί) και έτσι, με την πρώτη ευκαιρία, τη συλλαμβάνουν και τη φυλακίζουν χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Επιδεικνύοντας το τεράστιο πολιτικό της ταλέντο, η Ίντιρα εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως θύμα, ξανακερδίζει τη συμπάθεια και τη συμπόνια των Ινδών. Μάλιστα, αμέσως μετά τη σύντομη παρουσία της στη φυλακή, αρχίζει να δίνει ομιλίες κατά τις οποίες ζητάει εμμέσως συγγνώμη για τα «λάθη» της διακυβέρνησής της.

Κάπως έτσι, η Γκάντι πρωταγωνιστεί ξανά στην πολιτική σκηνή της Ινδίας και όταν η Τζανάτα θα διασπαστεί το 1979, ο ινδικός λαός της εμπιστεύεται και πάλι την πρωθυπουργία. Η δεύτερη θητεία της δε χαρακτηρίζεται από τον ίδιο απολυταρχισμό, αν και ένα από τα πρώτα μελήματά της είναι να παραγράψει όσες κατηγορίες εκκρεμούν εις βάρος της. Παράλληλα, καλείται να διαχειριστεί τις αυτονομιστικές τάσεις που επιδεικνύουν αρκετές ινδικές επαρχίες και κρατά μια τουλάχιστον σκληρή στάση που θα αποβεί μοιραία.

Η μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από τη, γειτονική με το Πακιστάν, επαρχία Punjab (Πενταποταμία), όπου εδρεύει η θρησκευτική μειωνότητα των σιχ, οι οποίοι διεκδικούν με όλα τα μέσα την ανεξαρτησία τους από το ινδουιστικό κράτος. Μάλιστα, το 1982, σιχ εξτρεμιστές καταλαμβάνουν το Χρυσό Τέμενος, τον ιερότερο ναό του σιχισμού.

Η υπομονή της Ίντιρα Γκάντι σιγά σιγά εξαντλείται και τον Ιούνιο του 1984 θέτει σε εφαρμογή την αιματοβαμμένη Επιχείρηση Γαλάζιο Αστέρι, δηλαδή την επίθεση του ινδικού στρατού στον ιερό χώρο των σιχ και μάλιστα, κατά τη διάρκεια μιας ιερής γιορτής. Τους 450 περίπου νεκρούς του Χρυσού Τεμένους θα ακολουθήσουν χιλιάδες σιχ, θύματα των διωγμών, των συλλήψεων και των βασανιστηρίων που εξοπολύει η ινδική κυβέρνηση με εντολή της Γκάντι.

Το τελευταίο θύμα αυτού του πολέμου όμως, δε θα είναι άλλο από την ίδια την Ίντιρα Γκάντι που στις 31 Οκτωβρίου του 1984 βρίσκεται νεκρή στον κήπο του σπιτιού της, όταν δύο σιχ σωματοφύλακές της, την δολοφονούν βάναυσα με αμέτρητες σφαίρες.