Σαν σήμερα, γεννήθηκε ο Μάνος Χατζηδάκις, κατά πολλούς ο σημαντικότερος Έλληνας συνθέτης. Ένας φιλελεύθερος αστός, όπως αυτοπροσδιοριζόταν, δηλώνοντας ωστόσο ότι «καμία πολιτική σκοπιμότητα δεν θα με κάνει να πω το μαύρο-άσπρο και το άσπρο-μαύρο, συνεπώς δεν είμαι το κατάλληλο στοιχείο για συμπαράσταση σε οργανωμένες καταστάσεις».

Ads

«Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα», έγραψε ο ίδιος ο Μάνος Χατζηδάκις για τον εαυτό του.

Γεννημένος στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου του 1925 και σε ηλικία 7 ετών, μετά το χωρισμό των γονιών του, έρχεται να ζήσει στην Αθήνα με τη μητέρα του, ενώ ήδη λαμβάνει μαθήματα μουσικής από τα τέσσερά του χρόνια. Στην Αθήνα συνεχίζει τις σπουδές του και γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους όπως οι Ν. Γκάτσος, Γ. Σεφέρης, Ο. Ελύτης, Α. Σικελιανός και Γ. Τσαρούχης.

Το 1944 ο Μάνος Χατζιδάκις πραγματοποιεί την πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτης στο θέατρο, συμμετέχοντας στο έργο του Αλέξη Σολωμού «O Τελευταίος Ασπροκόρακας», στο θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Την επόμενη χρονιά συνθέτει την πρώτη του μουσική επένδυση για ταινία, για το κινηματογραφικό έργο «Αδούλωτοι Σκλάβοι».

Ads

Τα επόμενα χρόνια, ο Χατζηδάκις εργάζεται σε θέατρο και κινηματογράφο και μέσα στη δεκαετία του 1950 παρουσιάζει τα πρώτα του μπαλέτα. Το 1960 κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά», στην ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή», με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του φίλη Μελίνα Μερκούρη. Tο τραγούδι αυτό συμπεριλαμβάνεται και στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ού αιώνα αλλά ο ίδιος ο Χατζιδάκις, θεωρεί πως η ελαφρά μουσική του για τον κινηματογράφο του προσδίδει μια «ανεπιθύμητη λαϊκότητα» την οποία ο ίδιος απεχθάνεται και καταλήγει να αποκηρύξει μεγάλο μέρος της.

Τα επόμενα δυο χρόνια διατελεί διευθυντής της «Πειραματικής Ορχήστρας Αθηνών» την οποία ίδρυσε ο ίδιος.

Το 1966 ο Ζυλ Ντασσέν, η Μελίνα Μερκούρη και ο Μάνος Χατζηδάκις βρίσκονται στην Αμερική για να ανεβάσουν τη θεατρική εκδοχή του «Ποτέ την Κυριακή» στο Μπρόντγουεϊ – και εκεί τους βρίσκουν τα νέα για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. «Ούτε φοβάμαι τον τόπο μου ούτε την κυβέρνησή του κι ούτε έχω πάρει τη θέση του εξόριστου. Γνωρίζω καλά πως και ο Καραμανλής να ‘τανε στην Ελλάδα κυβερνήτης, εγώ θα ‘μουν εδώ που βρίσκομαι. Θέλω να καταλάβεις: Δεν μπορεί να υπάρχει συνέχειά μου στην Αθήνα (…) Καιρός πια να “παντρέψω” την ελληνική μου ουσία με το παγκόσμιο σήμερα, όπως ακριβώς υπάρχει στις μέρες μας και όχι να επαναλαμβάνω τα “γραφικά” στοιχεία της “μεγαλοφυΐας” μου (…) Δεν ζω την Αμερική τυχοδιωκτικά ή τουριστικά. Την ζω σαν Έλληνας με παράδοση όσο χιούμορ κι αν έχει στο μεταξύ αποκτήσει η φράση αυτή» γράφει ο ίδιος για τους λόγους που βρίσκεται στο εξωτερικό.

Η στάση του πληγώνει την επιστήθια φίλη του Μελίνα Μερκούρη και για λίγα χρόνια δεν έχουν καμία επικοινωνία. Δυο χρόνια αργότερα, όμως, οι επιστολές του έχουν διαφορετικό ύφος: «Η απόφασή μου είναι να μην ξαναπατήσω στην Ελλάδα όσο θα υπάρχουν αυτοί οι αλήτες που κυβερνάνε σήμερα. Κάθε μέρα κι αποκαλύπτεται μια πιο εφιαλτική πραγματικότητα, που οι “κύριοι” αυτοί ανεξέλεγκτα επιβάλλουν». «Οι δίκες, οι ποινές που επιβάλλουν, τα γεγονότα της Κύπρου, η βαθιά ανηθικότητά τους, μ’ έχουν κάμει βαθιά απελπισμένο για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας….Θα ησυχάσω μόνο σαν τους δω κρεμασμένους στο Σύνταγμα, τους σημερινούς παράγοντες και κυβερνήτες. Όχι μόνον τους Παπαδόπουλο και Σία, αλλά και όλα τα ανώνυμα ζωύφια που χρόνια τώρα και μ’ όλες τις καταστάσεις, κυβερνάν πραγματικά την χώρα. Γι’ αυτό και δεν υποστηρίζω θνησιγενείς αλλαγές. Γι’ αυτό και υπήρξα εναντίον κάθε “προοδευτικής” κινήσεως. Το κράτος δεν λειτουργούσε με προοδευτικές κυβερνήσεις. Γιατί είναι φτιαγμένο από χωροφύλακες. Με τον Παπαδόπουλο βρήκε την ταυτότητά του. Να μια ευκαιρία να ξεριζωθεί. Η Μόνη».

Ο Μάνος Χατζηδάκις έχει χαρακτηριστεί ως «δεξιών» πολιτικών πεποιθήσεων, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η προσωπική φιλία του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ωστόσο, ο μεγάλος καλλιτέχνης αποκαλεί τον εαυτό του «φιλελεύθερο αστό» και η στάση του προς πρόσωπα και καταστάσεις τον τοποθετεί πάνω από οποιοδήποτε στενόμυαλο χαρακτηρισμό. «Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα» γράφει ο ίδιος.

«Από το ’75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των Ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα».

Επόμενο βήμα του Μάνου Χατζηδάκι, μετά το Τρίτο Πρόγραμμα που έγινε σημείο αναφοράς στο ελληνικό ραδιόφωνο, η «Ορχήστρα των Χρωμάτων» την οποία διευθύνει μέχρι το τέλος της ζωής του, δίνοντας 20 συναυλίες ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Όλα αυτά τα χρόνια το όνομά του δεν απουσιάζει από την ελληνική δισκογραφία, ενώ από τη μέρα του θανάτου του έως σήμερα, έχουν κυκλοφορήσει τουλάχιστον 19 δίσκοι με το όνομά του.

Αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Μάνου Χατζηδάκι, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Το Τέταρτο» με αφορμή τα επεισόδια που έγιναν το Μάιο του 1986, λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά από αστυνομικό.

Μια μωβ σκιά Μαΐου ξάπλωσε στον τόπο. Όσα συνέβησαν στα Εξάρχεια και στη Νομική Σχολή. Και στην οδό Σκουφά και Σόλωνος, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους ενόχλησαν τους Έλληνες πολίτες και αγανάκτησαν τον Τύπο ολόκληρο. Γιατί δεν τους εξολοθρεύουν και δεν τους σπάνε το κεφάλι. Γιατί δεν ρίχνουν δακρυγόνα. Και η Σύγκλητος και οι φοιτητές όλων των παρατάξεων, όλοι αγανακτισμένοι με τα τριάντα-εκατό παιδιά που δεν το βάζουν κάτω, δεν εννοούνε να παραδεχτούν πως η όποια ελευθερία ανήκει μόνο στους αστυνομικούς και τους ηλικιωμένους. Που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί καταδιώκονται αδιάκοπα, προπηλακίζονται ατελείωτα και συνεχώς υποχρεούνται να δέχονται εξευτελισμούς. Κι ο προπηλακισμός αρχίζει από τον δάσκαλο, τον επιστάτη του σχολείου, από τον οδηγό και τον εισπράκτορα του λεωφορείου, απ’ τον καθηγητή και τον δημόσιο λειτουργό ως τον δημόσιο υπάλληλο, από τους αξιωματικούς κι εκπαιδευτές στο κέντρο κατατάξεως ως τον τυχαίο μοτοσικλετιστή της τροχαίας που θα του ζητήσει άδειες, ταυτότητες και πιστοποιητικά. Ως τον γιατρό του νοσοκομείου που θα τον πάνε σηκωτό, ύστερα από τη γροθιά του οργάνου της τάξεως. Και το γνωρίζουμε πολύ καλά. Εξύβριση αρχής – έτσι ονομάζεται η απαίτηση εξηγήσεων. Χειροδικία κατά της αρχής – έτσι είθισται να αποκαλείται η ενστικτώδης κίνηση του αμυνόμενου νέου. Και η ιστορία δεν έχει τέλος. Η ανωνυμία και η εισαγγελική αρχή θα του προσφέρει ή μια τραυματική αγανάκτηση ισόβια ή τον επιζητούμενο από την πολιτεία ευνουχισμό του. Αυτή είναι μια καθημερινή πραγματικότητα και, δυστυχώς, γνησίως ελληνική τα πρόσφατα και τελευταία σαράντα χρόνια – όσα είχα δηλαδή την ευτυχία να ζήσω σαν επώνυμος πολίτης εις τούτον τον ένδοξον κατά τα άλλα τόπον μας. Μια μωβ σκιά Μαΐου σκέπασε την Αθήνα. Κι όμως δεν βρέθηκε ένας δημοσιογράφος, μια εφημερίδα ν’ αγανακτήσει και να διαμαρτυρηθεί, να καταγγείλει την αλήθεια για αυτό το τρίγωνο του αίσχους. Σκουφά, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους. Κι άρχισε μια σκόπιμη, ύποπτη κι έντεχνη σύγχυση τριών ασχέτων μεταξύ των περιπτώσεων. Οι νεαροί των Εξαρχείων να παρουσιάζονται ίδιοι με τους αλήτες των γηπέδων, τους επονομαζόμενους χούλιγκανς, και επιπλέον να καλλιεργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη, με στήλες ολόκληρες των θλιβερών εφημερίδων μας, ότι οι νέοι αυτοί, οι αναρχικοί, είναι οι βομβιστές και ίσως οι πιθανοί δράστες των δολοφονιών ή εμπρησμών. Και φυσικά, όταν με το καλό τελειώσει η δίωξη των εκατό, σαράντα ή είκοσι παιδιών και η όλη επιχείρηση στεφθεί με «επιτυχία», να πάρει τις διαστάσεις ενός πραγματικού θριάμβου… κατά του εγκλήματος. Την ίδια ώρα που δολοφονούνται εκδότες και οι δολοφόνοι δεν ανευρίσκονται. Δολοφονούνται πολίτες και οι δολοφόνοι δεν αποκαλύπτονται. Πεθαίνουν νέοι από ξυλοδαρμούς και οι δράστες κυκλοφορούν ανενόχλητοι και, τέλος, δεν… ανακαλύπτονται. Την ίδια ώρα η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’ αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δε συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος». (…) Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ό, τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ.

Ο Μάνος Χατζηδάκις έφυγε το 1994, αλλά είναι και πάλι τα δικά του λόγια που ταιριάζουν καλύτερα για να περιγράψουν την προσωπικότητα και το έργο του: «Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια. Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες…».