Με αφορμή το βιβλίο «Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρομείο», η ‘Ελλη Παπά γράφει για τον κομμουνισμό, τον έρωτα και τον Νίκο Μπελογιάννη «τον ζωντανό, τον αληθινό, κι όχι τον πλαστό των επίσημων ‘μνημοσύνων’». Από τον Στέλιο Κούλογλου.

Ads

Μια παρηγοριά για να κάνεις τον δημοσιογράφο στις σημερινές συνθήκες γενικευμένης αναξιοπιστίας και κρίσης, είναι ότι σου δίνει την ευκαιρία να γνωρίσεις σημαντικούς ανθρώπους. Η Ελλη Παπά ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος, μια κορυφαία προσωπικότητα που η χώρα μας και η αριστερά γεννούν όλο και πιο σπάνια. Είχα την τύχη να την γνωρίσω την δεκαετία του 90 με αφορμή μια σειρά ντοκιμαντέρ για την αντίσταση, τον εμφύλιο και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα και τα κατοπινά χρόνια συνδεθήκαμε με μια σχέση φιλική και πολύ δημιουργική.

Συνήθιζε κατά καιρούς να μου στέλνει δικές της, εξαιρετικά οξυδερκείς αναλύσεις για την παγκόσμια κατάσταση καθώς και άρθρα που είχε ψαρέψει στο ίντερνετ και θεωρούσε ότι ίσως με ενδιάφεραν. Παρ ότι είχε βάλει πλώρη για τα 90 σέρφαρε κανονικά σαν να ήταν 18αρα. Τέτοιο ανήσυχο, ανοιχτό μυαλό ήταν- και αυτό προσδιορίζει και το μέγεθος της απώλειας. Της απώλειας της τωρινής που έφυγε απο την ζωή αλλά και της απωλειών που είχε αυτή η χώρα όταν έστειλε μετά τον πόλεμο να σαπίσουν στις φυλακές ή στο εκτελεστικό απόσπασμα ανθρώπους σαν την Ελλη και τον σύντροφο της τον Νίκο Μπελογιάννη. Γιατί από τις διηγήσεις τις δικές της και των άλλων αλλά τα κείμενα του που -όπως θα ειτε παρακάτω- μου έστειλε, έχω καταλάβει ότι και ο αληθινός Μπελογιάννης ανάλογου διαμετρήματος άνθρωπος ήταν.

Σκέφτομαι συχνά , με αφορμή τις πολιτικές εξελίξεις , την γενικευμένη κριση και πολύ πρόσφατα την τρομοκρατία, πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία της χώρας αν είχαμε αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο και πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία της αριστεράς αν άνθρωποι σαν τον Μπελογιάννη δεν είχαν θυσιασθεί στ βωμό ποικίλων σκοπιμοτήτων. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, χώρια ότι ανήκει στην σφαίρα του «αν».

Ads

Το 2002 τελειώσα το βιβλίο μου “Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρομείο” και το έστειλα στην Ελλη να το διαβάσει. Το θέμα του βιβλίου ήταν ο έρωτας στον υπαρκτό σοβιετικό σοσιαλισμό, ή αν ο τελευταίος -όπως και όλα τα ολοκληρωτικά συστήματα- σκότωνε τον έρωτα. Μου έστειλε για απάντηση μια μακριά πολυσέλιδη επιστολή-κείμενο, επίσημο και στο χαρτί όχι e-mail αυτή την φορά, που ξεκινούσε με την παρακάτω εισαγωγή:

Αγαπητέ μου φiλε

Το βιβλίο σου δεν ξέρω πώς θα γίνει δεκτό από τους αμετανόητους θιασώτες του ύπαρκτού. Για μένα ήταν μια βαθειά κατάδυση στα βρωμερά απόνερά του που δυστυχώς τα γνώρισα, καλύτερα τα έζησα, στην ακμή τους και σε όλο τους το μεγαλείο -σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, μα αυτό δεν αλλάζει πολλά.

Οι πληγές του μένουν. Αφιέρωσα πολλά από τα χρόνια μου στην προσπάθεια να τα «ξεπλύνω» από πάνω μου κι από όσα μυαλά θα κατανοούσαν την ανάγκη να έρθουν στο φως για να απαλλαγεί απ’αυτά ό τι μπορεί (ακόμη) να λέγεται σοσιαλισμός, κομμουνισμός ‘και άλλα τέτοια σημαντικά’, όπως θα έλεγε ο αγαπημένος μου Μαγιακόφσκι. Λίγα κατάφερα και πολλά υπέμεινα. Ας είναι, φυλάγομαι από το θρήνο για όσα μπορούσαν να γίνουν και χάθηκαν.

Και τώρα στο βιβλίο σου. Από την αρχή με τράβηξε αυτό που ήταν για σένα το πρώτο ‘κινούν’ για να το γράψεις κι όσο προχωρούσα έκανα -μοιραία- τη σύγκριση. Από τη μια η Πολιτεία του Πλάτωνα που στον εικοστό αι.μ.χ.πήρε το όνομα του ‘υπαρκτού’, η πολιτεία που διώχνει τον έρωτα μαζί με όλα τα αισθήματα που έκαναν ανθρώπινη την κοινωνία των ανθρώπων, μαζί με την τέχνη και τους ποιητές (αλλά που κρατάει τους πιο ατάλαντους που δέχονται να γράφουν τους μύθους που οι ‘φιλόσοφοι βασιλείς’ τους υπαγορεύουν – γνωστή η φάρα τους) και με όλα τα παρεπόμενά της. Από την άλλη εκείνοι που αρνήθηκαν τον απανθρωπισμό τους, εκείνοι που εγώ τους κατατάσσω στο ‘είδος Μαγιακόφσκι’.

Έτσι έφτασα να διαβάζω τα όσα έλεγαν (τόσο ρεαλιστικά δοσμένα που να σου κόβεται η ανάσα) οι ήρωες κι οι ηρωίδες του βιβλίου σου- και στην ακοή μου να έρχονται τα λόγια που εγώ άκουσα από τον Νίκο. Κι όταν έκλεισα το βιβλίο σου σκέφτηκα πως έπρεπε να γνωρίσεις τον Νίκο όπως εγώ τον έζησα – τον ζωντανό, τον αληθινό, κι όχι τον πλαστό των επίσημων ‘μνημοσύνων’. Πως έπρεπε να γνωρίσεις ότι υπήρξανε κομμουνιστές (και δεν είμασταν οι μόνοι) που έδιναν τη ζωή τους για ένα κομμουνισμό που ήταν από την ίδια του τη φύση ερωτικός και χαιρόταν όταν έβλεπε να ανθίζει ο έρωτας στις καρδιές των ανθρώπων.

Θα μου πεις αν έχω δίκιο όταν διαβάσεις τα ‘Γράμματα στο γιο μου’ (σε λίγο θα εκδοθούνε, συνοδεύοντας μια σειρά βιλιαράκια μινιατούρες που έκανα στη φυλακή για το γιο μου).(1) Το κακό είναι πως δεν είναι ακριβώς ανέκδοτα, έχουνε κι όλας τη μικρή τους ιστορία: Τα είχα γράψει στη φυλακή -σε τρεις δόσεις, όσες και όσο άντεχα κάθε φορά- από το 1955 ως το 1962.Τα έστειλα στη Διδώ για να τα δώσει στο γιο μου όταν θα γινόταν δεκάξη χρονών. Βγήκα από τη φυλακή τις μέρες της Πρωτοχρονιάς του 1964, έτσι που έλεγα πια πως θα τα έδινα εγω στο γιο μου στα δεκάξη του χρόνια. Λάθος. Τα δεκάξη του με βρήκαν εξόριστη της δικτατορίας στα Γιούρα, κι έτσι σωστά είχα προβλέψει πως η Διδώ θα του τα έδινε.

Αλλά τότε ακριβώς εκείνη είχε αρχίσει να γράφει την ‘Εντολή’ και του τα ζήτησε για να τα περιλάβει στο βιβλίο της. Της τα έδωσε. Κανείς δεν σκέφτηκε αν εγώ θα συμφωνούσα. Τέλος πάντων, δεν πειράζει, έγινε κι αυτό. Μόνο που, μέσα στον όγκο του βιβλίου, περάσανε σαν, πώς να το πώ, να το πω σαν ‘γραφικότητα’; Κάπως έτσι. Ακόμη και σήμερα αναγνώστες και προπαντός αναγνώστριες της ‘Εντολής’ μου λένε ‘Διαβάσαμε και τα γράμματά σου, καημενούλα, τί έχεις περάσει!’. Τέτοια. Ο μόνος που με πήρε τηλέφωνο για να μου πει ποια σημασία έδινε σ’αυτά τα γράμματα ήταν ο Μανώλης Αναγνωστάκης. Μα ο Αναγνωστάκης είναι Ποιητής. Τα όσα μου είπε ήταν βάλσαμο για μένα και πάντα τα θυμάμαι με ευγνωμοσύνη.

Τώρα θα σου εξομολογηθώ και κάτι, υπό … αυστηράν εχεμύθειαν: η αδελφή μου, παρά την ευαισθησία της, δεν είχε καταλάβει τίποτα. Τ ο μόνο που μου είπε γι’αυτά τα γράμματα όταν βγήκα απ’ τα Γιούρα ήταν: ‘Μα, βρε παιδί μου, τι ερωτισμός ηταν αυτος…’!!! Έτσι ακριβώς.

Κι άλλη μια εξομολόγηση. Εγώ είχα διαφορετική από τον Νίκο αντίληψη για το ιδιωτικό και τη δημοσιότητα του ιδιωτικού. Θα το δεις και στα γράμματά του, πως και την έκδοση της αλληλογραφίας μας ήθελε (με μια μικρή εξαίρεση, κι αυτή με ‘ίσως’) και τις βιογραφίες μας να γράψουμε. Ωστόσο, στην τωρινή μου απόφαση, να εκδοθεί μόνη η αλληλογραφία μας έπαιξε μεγάλο ρόλο εκείνη η βούληση του Νίκου. Είναι λίγο σαν να του το χρωστάω. Κι ευτυχώς που τα μαθαίναμε απέξω τα γράμματά μας, στην αρχή αυθόρμητα, γιατί δεν μπορούσαμε να τα κρατάμε από το φόβο ότι κάποιος από τους δεσμοφύλακες μπορούσε να τα βρει αλλά θέλαμε να μας συντροφεύουν στις ατέλειωτες μέρες και νύχτες της μοναξιάς, κι ύστερα με υπόδειξη του Νίκου πως μπορούσε κάποτε να τα εκδόσουμε.

Αυτά. Μπορεί να σε κούρασα, αλλά ήθελα να τα πω κάποτε, κι αν ‘διάλεξα’ εσένα φταίει το βιβλίο σου. Ίσως ήθελα ν’αποκαταστήσω την τιμή εκείνων των κομμουνιστών που, παρ’όλα αυτά, ξέρανε να περνάνε πέρα και πάνω από ‘όλα αυτά’ και να υψώνουν κάτω από τη σκιά του θανάτου το θρίαμβο της ζωής που είναι ο έρωτας; Ίσως. να ήταν, πιο απλά, η εκτίμησή μου για σένα, που άνετα την κέρδισες.

Λοιπόν,καλή ανάγνωση!

15.2.03 Έλλη

Ακολουθούσε το κείμενο και η ερωτική αλληλογραφία Παπά-Μπελογιάννη στα κρατητηρια της ασφάλειας. Οταν αυτή η ανάρτηση πρωτοεμφανίστηκε προχθές με την μορφή αναγγελίας για την δημοσίευση της αλληλογραφίας άρχισαν σχόλια κριτικές περί “εκμετάλλευσης”, κακής χρονικής στιγμής, ότι δήθεαν αυτή την στιγμή προέχει η πολιτική Ελλη(λες και θα μιλάγαμε για τον αφηρημένο έρωτα) και διάφορα άλλα που καταρίπτονται βεβαίως πανηγυρικά από την εισαγωγή που ήδη διαβάσατε..

Επειδή όμως η γκρίνια και ενίοτε η βλακεία δεν έχουν όρια αλλά η υπομονή μου έχει, αποφάσισα να αναβάλλω την δημοσίευση των κειμένων για αργότερα.Στο κάτω κάτω η πρόσβαση σε κείμενα με σημαντική ιστορική αξία προυποθέτει και ένα ορισμένο επίπεδο, που προφανώς λείπει από ορισμένους. Λυπάμαι που το μέτρο θίγει πολύ περισσότερους αλλά θα επανορθώσω σύντομα.

(1) ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΕΣ – Βιβλία από τη Φυλακή” (Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) .Παρουσιάστηκε την 1η Δεκεμβρίου 2006 στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα, με ομιλητές την Έλλη Παππά, τη συγγραφέα Άλκη Ζέη και τον Στέλιο Κούλογλου.