Γύρισε την τελευταία ταινία του, το 2006, στα 91 του χρόνια. Δεν ήταν μια ξεκούραστη ταινία, δεν ήταν μια ταινία δωματίου, το αντίθετο: ήταν μια αντιπολεμική ταινία που διαδραματιζόταν σε στρατόπεδο στη Λιβύη. Ήταν ένα παλιό του σχέδιο, ήθελε να συνδέσει εκείνον τον περίφημο «Μεγάλο πόλεμο» (Σόρντι, Γκάσμαν, Μάνγκανο) που μιλούσε για το σφαγείο του Α’ Παγκόσμιου πολέμου με μια ταινία που θα μιλούσε για το σφαγείο του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Η ταινία, τα Ρόδα της ερήμου (Πλάτσιντο, Παζότι) δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, όπως δεν έρχονται πια παρά σπάνια ιταλικές ή γαλλικές ταινίες. Στην Ιταλία, όμως, όλη η κριτική παραδέχτηκε ότι, παρά την ηλικία του, ο Μάριο Μονιτσέλι έκανε πάλι το θαύμα του: «το μόνο που στην ταινία δείχνει την ηλικία του είναι το γεγονός ότι ο Μονιτσέλι πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά των πραγμάτων, χωρίς να χασομερεί» έγραφε ο Πάολο Μερεγκέτι, κινηματογραφικός κριτικός της Corriere della Sera.

Ads

Του Ανταίου Χρυσοστομίδη για την Αυγή της 5/12/2010

Την εβδομάδα που μας πέρασε ο Μάριο Μονιτσέλι αποφάσισε ότι ήθελε να φύγει από τη ζωή όπως έζησε: όρθιος, δραστήριος, με όλες τις διανοητικές του δυνάμεις ανέπαφες. Και σκηνοθέτησε τον θάνατό του, σε ηλικία 95 ετών, πέφτοντας από το μπαλκόνι ενός νοσοκομείου. Άλλωστε όλοι οι καλοί του φίλοι είχαν φύγει: ο Τοτό, ο Γκάσμαν, ο Σόρντι, ο Μαστρογιάνι, ο Τονιάτσι, οι συνοδοιπόροι στον χώρο της ιταλικής κωμωδίας Πιέτρο Τζέρμι και Ντίνο Ρίζι. Ακόμα και ο Ντίνο ντε Λαουρέντις, ο παραγωγός του «Μεγάλου πολέμου», έφυγε, επίσης σε μεγάλη ηλικία, πριν από λίγο καιρό. Από ολόκληρο το ιταλικό σινεμά που αγαπήσαμε, που αγάπησε κι ο ίδιος, είχε μείνει τελευταίος αυτός.

Ο Μονιτσέλι γύρισε 42 ταινίες μεγάλου μήκους και 14 μικρού (ντοκιμαντέρ ή συμμετοχές σε συλλογικές ταινίες). Κανένας άλλος σκηνοθέτης (εκτός ίσως από κάποιους Αμερικανούς που όμως εκτελούσαν διαταγές των στούντιο και δεν διάλεγαν τα θέματά τους) δεν γύρισε τόσο πολλές και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Από το 1934 μέχρι το 2006 μπόρεσε να περιγράψει, συνήθως με κωμικό αλλά συχνά και με δραματικό τρόπο, εβδομήντα χρόνια ιταλικής ιστορίας!

Εντυπωσιακός και ο αριθμός των επιτυχιών του. Ας θυμηθούμε μερικές. Ο Τοτό ψάχνει σπίτι, συν-σκηνοθεσία με τον Στένο, φίλο με τον οποίο ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα. Από τις καλύτερες φαρσοκωμωδίες του Τοτό (1949). Κλέφτες κι αστυνόμοι, με τον Τοτό και τον Άλντο Φαμπρίτσι, και σε σενάριο του σπουδαίου συγγραφέα Βιταλιάνο Μπρανκάτι (1951). Ο κλέψας του κλέψαντος, από τις καλύτερες κωμωδίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου (και αρυτίδωτη ακόμα και σήμερα) με τη μισή εθνική κωμικών Ιταλίας: Τοτό, Μαστρογιάνι, Γκάσμαν, Σαλβατόρε, Καρντινάλε (1958). Ο μεγάλος πόλεμος, ταινία όπου το δράμα αφήνει κάθε τόσο περιθώρια και στο γέλιο, με τους Γκάσμαν, Σόρντι και Σιλβάνα Μάνγκανο (1959). Οι σύντροφοι, από τις πιο πολιτικές ταινίες του σκηνοθέτη (ο ίδιος δήλωνε πάντα σοσιαλιστής), με τους Μαστρογιάνι, Σαλβατόρι και Αννί Ζιραρντό (1963). Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε, ταινία-θρύλος για την εποχή της με έναν αμίμητο Γκάσμαν που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στη σάτιρά της κατά της εκκλησίας, των αγίων τόπων κ.ο.κ. (1966). Το κορίτσι με το πιστόλι, η ταινία που σήμανε τη στροφή της Μόνικα Βίτι στην κωμωδία. Εδώ σατιρίζονται όλοι οι κωδικοί περί τιμής και παρθενίας του ιταλικού Νότου (1968). Θέλουμε τους συνταγματάρχες, ταινία εμπνευσμένη από το πραξικόπημα στην Ελλάδα, με τον Τονιάτσι (1973). Έλα στο σπίτι να γνωρίσεις τη γυναίκα μου (όπως μεταφράστηκε στην Ελλάδα το εξαιρετικά ευαίσθητο και χαμηλόφωνο Romanzo popolare) όπου ένας πενηντάρης Ούγκο Τονιάτσι παντρεύεται την εικοσάρα Ορνέλα Μούτι (1974). Οι εντιμότατοι φίλοι μου, άλλη θρυλική ταινία, από τις καλύτερες κωμωδίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Το σενάριο ήταν του Τζέρμι ο οποίος δεν πρόλαβε να το γυρίσει, κι έτσι το σκηνοθέτησε ο Μονιτσέλι. Είναι κανένας που δεν θυμάται τους ηθοποιούς; Τονιάτσι, Νουαρέ, Μοσκίν, ντελ Πρέτε, Μπλιέ (1975). Το επεισόδιο με τον Αλμπέρτο Σόρντι που δεν ξέρει τι να κάνει έναν τραυματία νυχτιάτικα στη Ρώμη, από την ταινία Τα νέα τέρατα (1977). Ο ανθρωπάκος, όπως παίχτηκε στην Ελλάδα το Ένας μικρός μικρός αστός, δυνατό δράμα με θέμα την τρομοκρατία και την προσωπική απόδοση δικαιοσύνης, με έναν καταπληκτικό Αλμπέρτο Σόρντι (1977).

Ads

Κι άλλες επιτυχίες, που όμως δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα: Ο μαρκήσιος ντελ Γκρίλο πάλι με τον Σόρντι (1981), Ας ελπίσουμε να είναι κορίτσι (1986) με τις Λιβ Ούλμαν, Κατρίν Ντενέβ και Στεφανία Σαντρέλι, μια καθαρά «γυναικεία» ταινία. Συγγενείς ερπετά, εκπληκτική πικρή κωμωδία που δείχνει τη χαλάρωση των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων και την αντικατάστασή τους από την τυπικότητα και το συμφέρον (1992). Και τα Ρόδα της ερήμου ταινία στην οποία οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν σ’ έναν πόλεμο παρότι δεν είναι πια ανίδεα ανθρωπάκια, όπως ήταν στον «Μεγάλο πόλεμο». Στην μπερλουσκονική Ιταλία της ευμάρειας, της κοινωνικής αναισθησίας και της θρησκείας του χρήματος, ο γέρο-Μονιτσέλι διάλεξε να κλείσει την καριέρα του μιλώντας για κάποιες παλιές, σχεδόν ξεχασμένες, πανανθρώπινες αξίες.

Ο ίδιος ο Μονιτσέλι έλεγε ότι η «κομέντια αλ’ ιταλιάνα» δεν ήταν κάτι που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50, με τον ίδιο, τον Τζέρμι και τον Ρίζι. Έβλεπε τις ρίζες της στον μεσαίωνα, στον Βοκάκιο και στον Μακιαβέλι, στην κομέντια ντελ άρτε. «Η ιταλική κωμωδία γελάει και κάνει τους άλλους να γελούν με θέματα κάθε άλλο παρά κωμικά, θέματα συχνά δραματικά», έλεγε σε μια συνέντευξή του πριν από λίγα χρόνια. «Σε μια πραγματική κομέντια αλ ιταλιάνα δεν υπάρχει ποτέ ευτυχές τέλος, ο πρωταγωνιστής πάντα αποτυχαίνει. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης υπάρχει πάντα κάτι δυσάρεστο, κάτι το συγκινητικό, κάποιος θα πεθάνει, όλα όμως τα γεγονότα δίνονται με χιούμορ. Αυτός ο τρόπος αφήγησης έρχεται από τον Βοκάκιο: ορισμένα από τα διηγήματα του Δεκαήμερου είναι τρομερά και αναπτύσσονται σε ένα μακάβριο περιβάλλον, σε μια περίοδο όπου απλωνόταν η πανούκλα».

Ο Μονιτσέλι δεν υπήρξε ποτέ του Αντονιόνι ή Φελίνι ή Γκοντάρ. Δεν άνοιξε καινούργιους δρόμους στην τέχνη του κινηματογράφου, δεν πειραματίστηκε, δεν λάτρεψε τις κινηματογραφικές αίθουσες που απευθύνονται σε λίγους ειδήμονες, δεν ντύθηκε ποτέ τον περισσότερο ή λιγότερο βαρύγδουπο μανδύα του «δημιουργού». Πάντα είχε στο νου του να πλησιάσει το πλατύ κοινό, να κάνει έναν έντιμο, σοβαρό, λαϊκό κινηματογράφο. Πάλεψε με όλα σχεδόν τα μεγάλα θέματα της εποχής μας: μίλησε για τη φτώχεια, για τη φιλία, για τη θέση της γυναίκας, για τα γηρατειά, για την οικογένεια, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα, την ανεργία, την τρομοκρατία, την καθυστέρηση, την κοινωνική υποκρισία και αδικία. Και τα χειρίστηκε με χιούμορ αλλά και με απέραντη πικρία. Η ανεμελιά δεν είναι χαρακτηριστικό των σοφών ανθρώπων, κι αυτός ο 95χρονος υπήρξε πάντα σοφός.

Ιντερμέτζο

«Εντούτοις είμαι πεισματάρης. Δεν τα βάζω εύκολα κάτω. Είμαι περίεργος για όλα όσα καινούργια γίνονται, θέλω να πάρω μια γεύση τους και εάν είναι δυνατόν να μάθω κάτι από αυτά. Η μαθητεία δεν τελειώνει ποτέ. Άραγε, σκέφτομαι καμιά φορά, πώς να είναι ο κόσμος μεθαύριο, οι άνθρωποι, με τι θα μοιάζει η λογοτεχνία; Οπωσδήποτε για ένα πράγμα είμαι βέβαιος. Ότι όσο κι αν βρίσκονται πάντα οι καλοθελητές που κινδυνολογούν για τηλεοράσεις και τεχνολογίες, ο λόγος και η αφήγηση θα νικούν πάντα. Είναι η πιο αρχαία τέχνη και η ανθρωπότητα δεν είναι διατεθειμένη να τη διαγράψει.

Έτσι κάπως πορεύομαι. Μα και όταν με πιάνει η αμφιβολία, η αμφιθυμία ή όλα όσα αρχίζουν από «αμφί», τότε κι εγώ καταφεύγω κάτω από το δένδρο μου, το ευεργετικό πλατάνι. Με ξεκουράζει να κάθομαι στον ίσκιο του και ν’ ακούω τη μουσική από τα φύλλα του, που γνωρίζω πια τι θέλουν να πουν. Επιστρέφω τότε στη χώρα της παιδικής ηλικίας, εκεί όπου όλα είναι καινούργια ακόμα και όλα κατορθωτά. Κι από εκεί ξαναπαίρνω δυνάμεις».

(Πολλοί καλοί συγγραφείς συγκεντρώνουν κάθε τόσο σ’ έναν τόμο σκόρπια κείμενά τους και τα εκδίδουν. Γιατί όμως αυτή η «Ξεχασμένη Φρουρά» του Μένη Κουμανταρέα, γιατί αυτά «τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα», έχουν τη μαγεία που έχουν; Να είναι η γλώσσα του που πάντα σε τυλίγει με τη γοητεία της; Να είναι ο τρόπος που δένει τις σκέψεις του και τις παρουσιάζει σε ένα μπουκέτο που αμέσως το θεωρείς λιγάκι και δικό σου; Να είναι αυτή η απόσταση που κρατά ο ίδιος από τα πράγματα, αυτή η απόσταση που πρέπει να έχει ένας λογοτέχνης ακόμα κι όταν προσεγγίζει τα πιο απλά, τα πιο καθημερινά, τα πιο ασήμαντα πράγματα; Ίσως τίποτα από όλα αυτά, ίσως όλα αυτά μαζί, κι άλλα τόσα. Φρεσκοτυπωμένος Κουμανταρέας που αξίζει την προσοχή σας (Εκδ. Καστανιώτης).