Οι οικονομικές μεταβολές στην περιφέρεια κατά τη μεταπολεμική περίοδο οδήγησαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών προς τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα. Το φαινόμενο αυτό αναλύει στο νέο του βιβλίο ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Σεραφείμ Πολύζος. Στο βιβλίο επίσης εξετάζεται η πρόσφατη τάση φυγής από τα αστικά κέντρα από την δεκαετία του ‘80 και μετά.

Ads

Όπως δείχνουν στοιχεία της μελέτης του κ. Πολύζου, οι οικονομικές μεταβολές που παρατηρήθηκαν την περίοδο μετά τον πόλεμο οι οποίες χαρακτηρίζονται από συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα, αύξηση του δευτερογενούς και στην συνέχεια του τριτογενούς τομέα, συνοδεύτηκαν από μετακίνηση πληθυσμού από τις αγροτικές προς τις αστικές περιοχές, αύξηση της αστικοποίησης και ενίσχυση των αστικών κέντρων της χώρας.

Η οικονομική πόλωση ευνόησε κυρίως τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, που αύξησαν τον πληθυσμό τους σε σχέση με την περιφέρεια. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1961-2001, ο πλυθησμός τους αυξήθηκε κατά 82% και 93% αντίστοιχα. Η Αθήνα συγκέντρωνε το 35% του πληθυσμού της χώρας σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ενώ υπολογίζεται ότι ο πραγματικός αριθμός μπορεί να ξεπερνά το 40% του συνολικού πληθυσμού και το 42% του αστικού πληθυσμού. Πρόκειται για φαινόμενο που δεν παρατηρείται σε άλλη χώρα στην Ευρώπη.

Ο κ. Πολύζος επισημαίνει ότι στην κατάσταση αυτή οδήγησε και η συγκέντρωση οικονομικών δραστηριοτήτων, υπηρεσιών, διοίκησης και σημαντικών υποδομών εθνικής και διεθνούς εμβέλειας της χώρας στην πρωτεύουσα. Η πλειονότητα των αποφάσεων που αφορούν την περιφέρεια λαμβάνεται στην Αθήνα ή κάποιες δραστηριότητες είναι συγκεντρωμένες ή εκτελούνται μόνο στην Αθήνα.

Ads

Η αστικοποίηση, κατά τον κ. Πολύζο, έχει ως αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και της αναπτυξιακής διαδικασίας των άλλων περιοχών. Επίσης, επειδή τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα με τις ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες βρίσκονται συγκεντρωμένα επί του βασικού άξονα Αθήνα, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα δίνοντας έτσι την χωρική μορφή της ανάπτυξης σε σχήμα S, ο υπόλοιπος χώρος αφήνεται σε σχετική οικονομική στέρηση.

Οι λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές έχασαν το παραγωγικό τους δυναμικό, οι δυνατότητες αξιοποίησης των φυσικών τους πόρων περιορίστηκαν και πολλές από αυτές οδηγήθηκαν σε οικονομική και κοινωνική αποδιάρθρωση.

Ως ένα άλλο αίτιο της αστικοποίησης, ο Σεραφείμ Πολύζος αναφέρει τη μετανάστευση προς τις βιομηχανικές χώρες της Δ. Ευρώπης, η οποία στέρησε από τη χώρα τις ηλικίες εκείνες που μπορούσαν να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Υπολογίζεται ότι την περίοδο 1967-1971 περίπου 800.000 άτομα μετανάστευσαν κυρίως την Γερμανία, ενώ την περίοδο 1971-1977 μετανάστευσαν 1.050.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί στο 12% του πληθυσμού της χώρας. Με τη μετανάστευση υπήρξε εισροή συναλλάγματος με αποτέλεσμα την αύξηση των πόρων.

Συνολικά, από το 1920 έως το 2000 το ποσοστό του αστικού πληθυσμού αυξήθηκε από 23% σε 73% ενώ το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε από 62% σε 27%.

Πάντως, μετά το 1980 ο πληθυσμός της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης εμφανίζει κάμψη, γεγονός που φέρεται να οφείλεται στην ασκούμενη περιφερειακή πολιτική και την ενίσχυση παραγωγικών δραστηριοτήτων της επαρχίας, όσο και στην υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος των δύο μεγάλων πόλεων και την απροθυμία των κατοίκων της περιφέρειας να μετακινηθούν από αυτές. Χαρακτηριστική είναι η τάση φυγής από τα αστικά κέντρα κατά την περίοδο εορτών.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο του Σεραφείμ Πολύζου, που έχει τίτλο «Περιφερειακή ανάπτυξη».