«Η μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη, είναι η μάχη του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία», γράφει ο Μίλαν Κούντερα. Σε συνθήκες γενικευμένης κοινωνικής και ηθικής κρίσης, που πλήττει ιδιαίτερα τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας και έχει μετατρέψει τους μετανάστες σε αποδιοπομπαίους τράγους, η ρήση του Τσεχοσλοβάκου συγγραφέα είναι ιδιαίτερα επίκαιρη.

Ads

Το ίδιο επίκαιρο φαίνεται να είναι ένα παλιότερο(1999) ντοκιμαντέρ του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» που, προς μεγάλη μου χαρά και υπερηφάνεια, εξακολουθεί να χρησιμεύει σε όσους αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη στον αγώνα ενάντια στη κτηνώδη εξουσία του ρατσισμού: με αφορμή ένα ρατσιστικό συμβάν στην Ελλάδα της δεκαετίας του 90, όταν ο δήμαρχος ενός χωριού απαγορεύει στους Αλβανούς μετανάστες να κυκλοφορούν μετά τη δύση του ηλίου, το φιλμ θυμίζει ότι οι Έλληνες έχουν υπάρξει έθνος μεταναστών. (θα ξαναγίνουν σύντομα, αλλά αυτό είναι νεότερη εξέλιξη).

Και μάλιστα είχαν υπάρξει θύματα στερεοτύπων, προκαταλήψεων, ακόμη και πογκρόμ, καθώς για δεκαετίες στις ΗΠΑ τους μετανάστες από την Ελλάδα δεν τους φώναζαν ποτέ Έλληνες: τους αποκαλούσαν Βρωμοέλληνες. Την ταινία, που προβλήθηκε πρόσφατα και σε εκδηλώσεις στη Πάτρα, χρησιμοποίησε στη τάξη της μια καθηγήτρια, που μου έστειλε μια επιστολή καθώς και κείμενα δύο μαθητών της τα οποία, αγνά όπως η ψυχή των νέων, δεν χρειάζονται παραπάνω σχόλια.

Αθήνα, 20/10/2010

Αγαπητέ κύριε Κούλογλου,

Επιθυμώ να σας καταθέσω μια μαρτυρία που ίσως φανεί χρήσιμη σε κάποιους επισκέπτες της ιστοσελίδας σας, καθώς γνωρίζω ότι είναι αρκετοί οι εκπαιδευτικοί που ανατρέχουν σε αυτήν. Δεν είναι εύκολο να διαδώσω αλλιώς αυτήν την εμπειρία, που νομίζω ότι μπορεί πραγματικά να αξιοποιηθεί από πολλούς συναδέλφους μου, όλων των βαθμίδων.

Ads

Την περσινή σχολική χρονιά, δίδασκα Νεοελληνική Γλώσσα σε ένα τμήμα της Γ΄ τάξης του Βαρβακείου Πειραματικού Γυμνασίου. Επειδή μόλις ξεκινήσαμε την ενότητα που σχετίζεται με τον ρατσισμό, εισέπραξα από τα σχόλια πολλών παιδιών μια ιδιαίτερα έντονη περιφρόνηση και απέχθεια προς τους μετανάστες που ζουν στη χώρα μας (εντονότερη από άλλες χρονιές) αναζήτησα τρόπους για να κλονίσω τις βεβαιότητές τους.

Πρόβαλα αρχικά ένα ντοκιμαντέρ της βρετανικής τηλεόρασης σχετικά με το καθεστώς του απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική και τις φυλετικές διακρίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τη δεκαετία του ’60. Παρότι υπήρχαν κάποιες συγκλονιστικές σκηνές, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, καθώς δεν υπήρχε η αναγκαία βιωματική εμπλοκή, δεν υπήρχε η αναγκαία ταύτιση με τα θύματα αυτού του ρατσισμού.

Έτσι αναζήτησα μια εκπομπή που θυμόμουν ότι είχε προβληθεί στο «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα», τους «Βρωμοέλληνες». Την ώρα της προβολής έπεσε άκρα του τάφου σιωπή. Αυτή η εκπομπή «μίλησε» στα παιδιά, καθώς οι μετανάστες πρώτης γενιάς που διηγούνταν όσα υπέφεραν στην Αμερική ήταν Έλληνες, άρα συμπατριώτες. Τα στερεότυπα κλισέ της υποτίμησης δεν μπορούσαν να τα εφαρμόσουν στην περίπτωση των ελλήνων μεταναστών. Δεν μπορούσαν να τους χλευάσουν χωρίς να χλευάσουν τον εαυτό τους. Με λίγα λόγια, καθώς ταυτίστηκαν με τους συνεντευξιαζόμενους λόγω της εθνικότητάς τους, άλλαξαν οπτική γωνία και βρέθηκαν να κοιτούν την κατάσταση από την πλευρά των μεταναστών. Η διαδικασία της ενσυναίσθησης βοηθήθηκε εξαιρετικά από τη συγκεκριμένη εκπομπή, όπως μπορείτε να δείτε και σε δείγμα εργασιών που επισυνάπτω.

Πριν να κλείσω, θα ήθελα να παρακαλέσω τους επισκέπτες της ηλεκτρονικής εφημερίδας σας να με συνδράμουν σε κάτι. Φέτος, στην ίδια λογική που αποδείχτηκε πέρσι ότι μπορεί να ευαισθητοποιήσει τα παιδιά, σκέφτηκα να γυρίσουν οι μαθητές ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους με θέμα τη μετανάστευση. Βασικό πρωτογενές υλικό θα είναι συνεντεύξεις Ελλήνων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Επειδή όμως δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε πρόσωπα από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον των παιδιών που να έχουν μεταναστεύσει κάποτε αλλά να ζουν τώρα στην Ελλάδα και, βέβαια, επειδή είναι αδύνατο να πάρουμε συνέντευξη από όσους έχουν παραμείνει στις χώρες όπου έχουν μεταναστεύσει, θα ήμασταν ευγνώμονες οι μαθητές μου και εγώ, αν κάποιοι από τους αναγνώστες μπορούν να μας συστήσουν έναν/μια «πρώην» μετανάστη/στρια που να δέχεται να μας παραχωρήσει συνέντευξη. Όποιος μπορεί να συνεισφέρει σε αυτήν την αναζήτηση, παρακαλώ να επικοινωνήσει μαζί μου στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση: [email protected].

Ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία, κύριε Κούλογλου, και αναμένω με χαρά την καινούργια δουλειά σας στην τηλεόραση.

Με ειλικρινή εκτίμηση
Κατερίνα Τρίμη-Κύρου

Το παρόν τους είναι το παρελθόν μας
του Έκτορα Στυλιανού

Είναι κοινή παραδοχή ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ή, αλλιώς, κάνει κύκλους. Πράγματι, αυτά που, π.χ., πέρασε ένας λαός στα χέρια κάποιου άλλου μπορεί να τα κάνει κι αυτός με τη σειρά του σ’ έναν άλλο λαό. Αυτή είναι και η περίπτωσή μας.

Όταν ξέσπασε το μεγάλο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα, οι περισσότεροι Έλληνες αντιμετωπίστηκαν σαν σκουπίδια από τις χώρες στις οποίες κατέφυγαν. Έπεσαν θύματα ρατσισμού και υποτίμησης ήδη από τη στιγμή που επιβιβάστηκαν στο καράβι με το οποίο πήγαν στη νέα χώρα. Ακόμα κι εκεί ήταν σαν ζώα, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Φυσικά, τα βάσανά τους δεν τέλειωσαν εκεί. Οι συνθήκες εργασίας ήταν άνισες σε σχέση με τους ντόπιους. Ο μισθός έφτανε μόνο για τα απολύτως στοιχειώδη, την επιβίωση. Παντού αντιμετωπίζονταν σαν παρείσακτοι, κλέφτες εργασίας από τους ντόπιους (αποκαλούνταν και «βρωμοέλληνες»).

Οι Έλληνες επιθυμούσαν όσο τίποτ’ άλλο να γυρίσουν στον τόπο τους, όμως το πενιχρό τους εισόδημα δεν τους άφηνε να αποταμιεύσουν για την επιστροφή. Έτσι, πολλοί έμεναν και μια ολόκληρη ζωή δέσμιοι εκεί.

Πολλοί από εμάς τα γνωρίζουμε αυτά από διηγήσεις συγγενών (παππούδων, θείων, κ.λ.π.). Όμως κάνουμε ακριβώς τα ίδια με εκείνους τους ντόπιους που ταλαιπώρησαν τους συμπατριώτες μας. Τώρα που άνθρωποι από άλλες χώρες έρχονται εδώ προς αναζήτηση καλύτερης ζωής, τους συμπεριφερόμαστε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Τους εκμεταλλευόμαστε, τους θεωρούμε κατώτερους και δεν παραλείπουμε να το εκδηλώνουμε (το «βρωμοαλβανέ, που μας παίρνεις τις δουλειές, φύγε και πήγαινε από ’κεί που ’ρθες» αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα). Κάθε φορά που γίνεται κάτι κακό, όπως ένα έγκλημα (κλοπή, ληστεία, φόνος, κ.λ.π.) σπεύδουμε να ρίξουμε την ευθύνη στους ξένους. Αν όντως το έχει κάνει κάποιος ξένος, γίνεται τεράστιο θέμα. Αν όμως το έχει κάνει Έλληνας, δεν έχει καμιά σημασία, το θέμα ξεχνιέται αμέσως και κανείς δεν ζητάει μια «συγγνώμη», επειδή κατηγόρησε αμέσως τον ξένο.

Σ’ αυτό βέβαια συμβάλλουν ιδιαίτερα και τα ΜΜΕ που υπερπροβάλλουν τα εγκλήματα των ξένων, ενώ «προσπερνάνε» αυτά των Ελλήνων. Κι όμως, στατιστικά στοιχεία δείχνουν πως οι Έλληνες κάνουν σαφώς πιο πολλά εγκλήματα από όσα οι ξένοι. Υπάρχει, εννοείται, η εύκολη ατάκα :«Εγώ δεν είμαι ρατσιστής. Αυτοί φταίνε.»

Γι’ αυτό καλό είναι από εδώ και πέρα, όταν ακούμε τα βάσανα των παλιών και πώς δεινοπάθησαν, να έχουμε πάρει μια απόφαση. Ή αναγνωρίζουμε ότι οι ξένοι είχαν δίκιο που μας φέρονταν όπως μας φέρονταν, οπότε κι εμείς κάνουμε το ίδιο ή αποδεικνύουμε πόσο άδικο είχαν, αλλάζοντας (επιτέλους) έμπρακτα τη δική μας συμπεριφορά.

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΟΥΣ

της Φοίβης Τραγουλιά-Πανανή

Στην Ελλάδα του 2010 έχουν βρει καταφύγιο ένα εκατομμύριο μετανάστες από όλο τον κόσμο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν εδώ για ένα καλύτερο μέλλον, πιστεύοντας ότι θα έβρισκαν δουλειά και θα έφτιαχναν τη ζωή τους. Δυστυχώς, δεν τα βρήκαν όλα όπως τα περίμεναν. Οι Έλληνες δεν αποδείχτηκαν και τόσο φιλόξενοι ούτε τους υποδέχτηκαν με ιδιαίτερη χαρά, κάνοντας σε εκείνους ό,τι είχαν υποστεί οι ίδιοι πριν από μερικά χρόνια, όταν ήταν αυτοί οι μετανάστες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρξε μεγάλο μεταναστευτικό κίνημα από την Ελλάδα προς τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και τις Η.Π.Α. Η οικονομική κατάσταση πολλών ανθρώπων κυρίως στα χωριά ήταν τόσο κακή που μεγάλο μέρος τους απελπίστηκε και αποφάσισε να ψάξει για μια καλύτερη τύχη. Χιλιάδες Έλληνες επιβιβάζονταν στα πλοία για την Αμερική γεμάτοι όνειρα και προσδοκίες για ένα ευτυχισμένο μέλλον.

Αλλά οι δυσκολίες άρχιζαν όσο βρίσκονταν πάνω στο πλοίο. Καθώς δεν υπήρχε αρκετός χώρος, οι άνθρωποι στριμώχνονταν στα αμπάρια και στο κατάστρωμα μόνο για να απογοητευθούν ακόμα περισσότερο μόλις έφταναν στη χώρα που είχαν ονειρευτεί τόσες φορές, αν έφταναν. Πριν να αποβιβαστούν στις Η.Π.Α. έπρεπε να περάσουν εξονυχιστικές εξετάσεις στο νησί Έλις, ένα μέρος όπου ερευνούσαν τα πάντα για εσένα. Αφού υποβαλλόταν κανείς σε εξετάσεις όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων και ιατρικών, και μόνο αφού είχε εγκριθεί η παραμονή του, μπορούσε να πατήσει το πόδι του στην πολυπόθητη Αμερική.

Και τότε έρχονταν τα χειρότερα. Όσοι βρήκαν δουλειές ασχολήθηκαν με ό,τι δεν καταδέχονταν να κάνουν οι ντόπιοι και φυσικά στις πιο άθλιες συνθήκες εργασίας. Παρ’ όλη τη σκληρή και κοπιαστική δουλειά τα χρήματα δεν έφταναν και έτσι σε μια οικογένεια έπρεπε να εργάζονται όλα τα μέλη της, αν ήθελε να ζήσει. Σιγά σιγά εμφανίστηκαν κάποιες περιπτώσεις όπου οι Έλληνες διέπραξαν κλοπές και εννοείται ότι, αν και δεν ήταν ο κανόνας, βγήκε σε όλους ιδιαίτερα κακή φήμη. Οι ντόπιοι τους αντιπάθησαν τόσο! Μέχρι και παρακρατικές οργανώσεις τους έβαλαν στο στόχαστρο. Παρόμοιες καταστάσεις αντιμετώπισαν και στις άλλες χώρες στις οποίες κατέφυγαν.

Σήμερα, παρόλο που πέρασαν πολλά χρόνια, η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται. μόνο που αυτή τη φορά εμείς συμπεριφερόμαστε άσχημα στους μετανάστες. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε κανένα νησί Έλις. Όλο το υπόλοιπο σενάριο όμως είναι σχεδόν απαράλλαχτο. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στριμώχνονται σε πλοία που έχουν προορισμό την Ελλάδα. Μερικές φορές είναι τόσο άτυχοι που τυχαίνουν σε πλοίο που βυθίζεται σκόπιμα, πριν φτάσει στον προορισμό του. Όσοι φτάνουν εδώ καταλήγουν στις χειρότερες δουλειές και δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Και βέβαια ο ρατσισμός δεν λείπει ούτε σε αυτή την περίπτωση. Τέλος υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις επιθέσεων σε μετανάστες.

Έχοντας αυτά υπόψη, μάλλον μπορούμε να παραδεχθούμε ότι έχουμε αδικήσει τους μετανάστες, ειδικά εφόσον θεωρούμε απαράδεκτα τα όσα συνέβησαν τότε στους συμπατριώτες μας. Είναι τραγική ειρωνεία να βλέπουμε τη συμπεριφορά των άλλων ως επιλήψιμη, ενώ την ίδια στιγμή εμείς κάνουμε ακριβώς τα ίδια. Ίσως να μην μπορούμε να τους προσφέρουμε κάποια καλύτερη δουλειά από τη στιγμή που αυξάνεται η ανεργία, αλλά σίγουρα μπορούμε να μην τους φερόμαστε ρατσιστικά και να τους θεωρούμε ίσους.

Ό,τι συνέβη στους Έλληνες είναι παρελθόν και δε γίνεται να το αλλάξει τίποτα. Ό,τι γίνεται όμως στους αλλοδαπούς σήμερα μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, ώστε να βελτιωθούν οι ζωές τους. Στο κάτω κάτω πρέπει να αναρωτηθούμε: Θέλουμε το παρελθόν μας να είναι το παρόν τους;