«Κάθε φορά που πήγαινα να γράψω ένα τραγούδι, ήταν σαν το Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου Κύριε, Γενάρης δεν είναι τα Φώτα; Και τα νερά παγωμένα. Και λες θα πέσω να πιάσω το σταυρό. Μαζί με τους άλλους. Ο καθένας πιστεύει για λογαριασμό του το Θεό του και τη βουτιά…» Λίνα Νικολακοπούλου

Ads

 

«… Έτσι ήτανε κάθε φορά. Δεν γράφεται με λόγια. Για μένα δεν ήταν ποτέ απλό. Το οτιδήποτε. Σαν τα μάτια της μύγας τα μάτια μου΄ και το καλύτερο μες στο γάλα.
 
Ένα παπούτσι πεταμένο σ’ ένα οικόπεδο, ένα μαξιλάρι στο πεζοδρόμιο μαζί με άλλα σκουπίδια, ένα κομμάτι εφημερίδας κολλημένο σ’ ένα σαπούνι πράσινο, η κακογραμμένη ατζέντα των νεαρών, ο φραπέ στις καφετέριες, σπίρτα, τσιγάρα, σώματα, τα δάχτυλα, τα νύχια, τα πετσετάκια στα ψυγεία. Δεν τελειώνουν αυτά που μέσα μου είχαν τελειώσει για ζωή μου.
 
Στιχουργός, φωτογράφος, ο κανένας, με πείσμα, πίστη, όνειρα, θέλω. Το όνομα το άλλαξα μόνη μου. Αντί να γίνω γιατρός. Δεν έγινε και τίποτα.
 
Δεν θέλω να ‘γινε και τίποτα. Αύριο, αλλού, αλλιώς, άλλη. Αυτά ναι είναι δικά μου. Ζούνε, πεθάνανε. Ότι. Όσο βγαίνει η ψυχή μου σ’ ένα κομμάτι χαρτί, αυτός είν’ ο δρόμος. Όλα τα’ άλλα ο θάνατος. Στα 33 μου χρόνια, σ’ αυτό το βιβλίο, ολογράφως όλους τους ευχαριστώ».
 
Λίνα Γεωργίου Νικολακοπούλου 7.9.90 (η εισαγωγή από το βιβλίο «Ολογράφως», εκδ. Φ. Νάκας)
 
«…Από μικρή ήθελα να απολαμβάνω αυτό που ζω, ήθελα να είμαι κοντά σε ό,τι έλεγε η καρδιά και το μυαλό μου. Είναι καταπληκτικό όμως πώς αυτό το παιδί που θυμάμαι εγώ, που ήταν όλη μέρα έξω στο δρόμο, στις γιορτές, στα μαζικά γεγονότα, μέσα στους ανθρώπους, τις καλημέρες, τις χαρές και τα ρέστα στα 13 του έγινε το αντίθετο! Σαν αυτή η ανάγκη να γυρίζω έξω να γύρισε σε ψάξιμο μέσα μου. Και τότε ξεκίνησα να διαβάζω παρά πολύ. Ξεκίνησα με τον Καζαντζάκη -από την «Ασκητική» και το «Ταξιδεύοντας»- και μετά με μια καταπληκτική ευκολία πέρασα στους υπερρεαλιστές.

[…] Δεν είχα ανασφάλειες γιατί κανένας δεν έμπαινε σε τέτοιο κόπο ώστε να μου τις δημιουργήσει. Νομίζω απλά ότι αυτή την αρχοντική στάση την είχα από πάντα. Ο ορίζοντάς μου ήταν πάντα ανοιχτός, τα πράγματα τα έβλεπα από εμένα και μπροστά και αυτή η κλίμακα πρέπει να έχει τη ρίζα της στα παιδικά μου χρόνια. Τότε που ήθελα να τα βλέπω όλα ανοιχτά μπροστά μου.

… δεν ήθελα να προκαλέσω ποτέ μάχες, απλά όταν συνέβαιναν δεν υποχωρούσα. Η πρώτη, πάντως, μάχη που θυμάμαι ήταν όταν έκανα την άρρωστη και δεν πήγα να δώσω εξετάσεις για να μπω στην τράπεζα. Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική πράξη μου ενάντια σε μια άλλη απόφαση. Πάντα, όμως, είχα έντονη μέσα μου τη διεκδίκηση του δίκαιου. Μπορούσα να δώσω και να φάω ξύλο γι αυτό.

[…] Δεν το κατάλαβα πώς άρχισα να γράφω. Ήταν ένα δώρο αυτό για μένα, ένα δώρο που αναγνωρίστηκε σαν δικαίωμα από τους γονείς μου. Μονάχα η μητέρα μου είχε αγωνία για το πώς θα αντέξω τη σκληράδα των πραγμάτων, αυτού του αγώνα. Βέβαια, όσο ήμουν στον κόσμο μου, ήταν όλα εντάξει. Αν και εκεί μέσα ήταν οδυνηρά τα πράγματα γιατί αυτά που έγραφα με πόναγαν.

[…] η διαδικασία για να αποδώσει καρπούς, για να αξιωθείς να πάρεις την υγρασία από τα μάτια του άλλου, να τον αγγίξεις, προϋποθέτει τη σταύρωσή σου. Όπως όταν έγραφα το “Μαμά γερνάω”. Καθόμουν εδώ στο καθιστικό και μέσα κοιμόταν ο Σταμάτης. Μόλις είχαμε γυρίσει μεθυσμένοι. Είχα γράψει το πρώτο κουπλέ και έψαχνα το δεύτερο. Έφερνα, λοιπόν, στο μυαλό μου όλες εκείνες τις στιγμές που με είχαν πονέσει. Όμως το ακριβό ραντάρ μέσα μου, σαν τη ζυγαριά των κοσμηματοπωλών, ήξερε και περίμενε το αληθινό διαμάντι του πόνου. Κι εγώ έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, μέχρι που αυτό που έβγαλα από το βάθος δεν το άντεξα. Και είπα «αυτό είναι, λοιπόν. Αυτό πρέπει να πω. Αυτό που δεν αντέχω». Αν νομίζει κανείς ότι μπορεί να αναδυθεί κάτι χωρίς έκρηξη ή χωρίς θάνατο κάποιου άλλου πράγματος, κάνει λάθος. Πρέπει κάτι να δώσεις χωρίς τσιγκουνιά, για να βγει στο φως… Κάτι πρέπει να κάψεις…

[…] Πάντα έμπαινα στη δίνη τoυ έρωτα, αλλά είχα και το νου μου. Πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι αυτό είναι ένα κεφάλαιο σπουδαίο. Αλλά ΕΝΑ. Βλέπω την κούραση των ανθρώπων όταν διαδέχεται ο ένας έρωτας τον άλλο, χωρίς αυτοί οι έρωτες να είναι όλοι αληθινοί. Όταν βλέπεις το σενάριο να επαναλαμβάνεται πρέπει να αναρωτηθείς μήπως είσαι σε λάθος κινηματογραφική αίθουσα με λάθος συμπρωταγωνιστές σε λάθος διανομή. Και τότε να αναζητήσεις μέσα σου τι συμβαίνει. Δεν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από αυτήν την κατάσταση. Και όταν κάτι τελειώνει, πρέπει να έχουμε τn δύναμn ν’ αγαπήσουμε αυτό που ζήσαμε μαζί, αυτό που καταλάβαμε για τους εαυτούς μας. Να πάμε κάπου αλλού χωρίς σκοτωμούς… Γιατί, ναι, σίγουρα πάμε κάπου. Ξεκινάμε ένα ταξίδι σαν να δίνουμε όρεξη στον εαυτό μας να παρακολουθήσει ξανά ένα άλλο σχολείο, να αισθανθούμε τnv ανάγκη να πληροφορηθούμε και άλλα πράγματα. Και να συναντηθούμε με τον αληθινό χρόνο. Με τη στιγμή εκείνη που ανακαλύπτουμε το κομμάτι το οποίο θα συμπληρώσει το παζλ που μπορεί να φτιάχνω όλn την υπόλοιπη περίοδο ζωής.

[…] Η καθημερινότητα ποτέ δεν έπαψε να είναι για μένα αφορμή για έμπνευση. Με συγκινεί το γεγονός ότι δεν σταμάτnσα ποτέ να την αντέχω και να θέλω να τnς δώσω τιμή. Με συγκλονίζει το χαμόγελο που βγαίνει σε έναν άνθρωπο μετά την επίγνωση της δυσκολίας σ’ αυτή τη ζωή, φέροντας εκείνο το κρυμμένο τραύμα που έλεγα στη «Σωτnρία τnς Ψυχής» και οι άλλοι έλεγαν ότι δεν καταλάβαιναν. Συγκλονίζομαι με τους απλούς ανθρώπους και τα μεγάλα έργα τους. Όπως και με τους μεγάλους ανθρώπους όταν τους βλέπεις να είναι εργάτες σ’ αυτό που κάνουν. Όταν είναι έτοιμοι να σε ακούσουν με σοβαρότητα, να σε διδάξουν, είναι παρόντες χωρίς ρόλους.

[…] Παλιότερα γινόμουν απόμακρη και περίμενα από τον άλλο να με πλησιάσει ζητώντας μου εξηγήσεις, λόγους. Τώρα πια ξέρω ότι δεν χρειάζονται δραματικά πράγματα. Απλά όταν νιώθεις πως θέλεις να ψάξεις κάτι διαφορετικό, πρέπει να το κάνεις κι ας μη σε ακολουθήσουν οι άλλοι. Δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπούν. Είμαι με επίγνωση του τι σημαίνει φιλία και ξέρω ότι η μεγαλύτερη δημιουργία που κάναμε με τους συνεργάτες μου είναι η φιλία μας. Όπως ξέρω ότι υπάρχουν σχέσεις που τελειώνουν για να τελειώσουν και άλλες που τελειώνουν για να επαναπροσδιοριστούν.

[…] Δουλεύω τον εαυτό μου για να ενωθώ με τους άλλους και να προχωρήσω. Λοιπόν, αυτή είναι η πιο πολύτιμη στιγμή της από ‘δω και πέρα ζωής μου και δεν σταματάω μπροστά σε τίποτα. Η φράση με την οποία εννοώ τον εαυτό μου και τη ζωή μου από ‘δω και πέρα είναι μία: “Mε τον εχθρό παλεύω”. Δεν του κλείνω την πόρτα γιατί, ενώ τον βλέπω να με απειλεί, βρίσκω το κουράγιο και τη δύναμη να παραδεχτώ ότι έχει πίσω τόσα κρυφά και σκοτεινά πράγματα που κατ’ αυτόν έχει δίκιο. Και το εχθρός είναι μέσα σε εισαγωγικά. Δεν έχει σημασία αν είναι ιδέα, αν είναι άνθρωπος, αν είναι άλλο κράτος, αν είναι ο μισός μου εαυτός που μου εναντιώνεται. Σημασία έχει να μην αφήνω όλα αυτά πια να με πανικοβάλλουν. Τώρα αισθάνομαι πιο ώριμη και πιο ήσυχη’ είμαι πιο ανοιχτή με τους ανθρώπους.»
 
 
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από μία συνέντευξη – ποταμό της Λίνας Νικολακοπούλου σε μένα και τον Λουκά Καρνή για το περιοδικό DNA τον Δεκέμβριο του 1997. Την συναντήσαμε ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στο τότε σπίτι της στην Πατριάρχου Ιωακείμ για να καταλήξουμε να συζητάμε μέχρι τα ξημερώματα σε ένα καφέ της πλατείας Κολωνακίου απέναντι από τη Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Και πάλι όμως, δεν ένιωθα ότι είχα ακούσει όλα αυτά που ήθελα… Έτσι, ξαναδώσαμε για την επόμενη μέρα ραντεβού και μίλησα μαζί της άλλες τόσες ώρες.
Κάποια στιγμή, μέσα στις ατέλειωτες ερωτήσεις (78 σελίδες ήταν η απομαγνητοφώνηση όλης της συνέντευξης) και τις απαντήσεις της, είπε: «Ξέρεις, υπάρχουν τραγούδια που τα ακούμε με μεγάλη ευκολία, πολλές φορές τα χορεύουμε με μια ελαφρότητα «τραλαλα», και μετά από πολλά χρόνια, έρχεται ξαφνικά μια στιγμή που… μπορεί να καταλάβουμε τι είναι αυτό που πραγματικά… λένε».
Κρυσταλία Πατούλη
 
Αυτή είναι η Λίνα Νικολακοπούλου. Δοτική, όταν θελήσει με τους άλλους. Απόλυτα δοτική και άλλο τόσο γενναιόδωρη στους στίχους της:
 
 
Ατομική μου ενέργεια
 
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Δήμητρα Γαλάνη

Πάρε με νύχτα, πάρε με
στων αστεριών το άρμα
να σεργιανίσω μια ψυχή
που τυραννάω καιρό

Ads

Στον κόσμο αυτό παιδεύτηκα
γιατί ήρθα μ’ ένα κάρμα
το παραπέρα απ’ τη ζωή
να μάθω ν’ αγαπώ

Ατομική μου ενέργεια
κι ανάσα μου στα χείλη
την πρώτη ουσία, την αρχή,
σηκώστε με να δω

Όχι από περιέργεια,
μα δε χωράω στην ύλη
κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή
την έχει για θεό

Δίνε μου, κόσμε, δίνε μου
το πιο θλιμμένο όπα
να στο γυρίσω μια στροφή
με σώμα ευγενικό

Κι αν είναι από το είναι μου
κι απ΄ την καρδιά που το ‘πα
να γίνει η αγάπη προσευχή
και στάχτη το κακό

Ατομική μου ενέργεια
κι ανάσα μου στα χείλη
την πρώτη ουσία, την αρχή,
σηκώστε με να δω

Όχι από περιέργεια,
μα δε χωράω στην ύλη
κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή
την έχει για θεό