Η Ζήνωνος, πια, δεν είναι μία οδός. Σήμερα είναι όλη η Ελλάδα Ζήνωνος. Εκεί, σε ένα υπόγειο θέλουν να κατεβούμε όλοι. Και να χαθούμε. Νίκος Ζούδιαρης

Ads

 Μια φορά κι ένα τραγούδι, από την Κρυσταλία Πατούλη

«Ξέρω μόνο να διηγηθώ, πόσο πόνεσα όταν έγραφα τη “Ζήνωνος” όσο καιρό πήρε μέσα μου να… δουλεύει κάθε νότα της και λέξη. Αυτό το τραγούδι αναφέρεται στην εποχή που εγκατέλειπε ο αγροτικός κόσμος τα χωριά και ερχόταν να εγκατασταθεί στις πόλεις και στις βιομηχανικές περιοχές, συνήθως… με υποσχέσεις. Εκείνη την εποχή την έζησα και εγώ, ως παιδί από ένα χωριό το Αυγείο της Ηλείας που φέρει το όνομά του από τον Αυγέα τον βασιλιά.
 
Από τη δεκαετία του ’60 η μητέρα μου, δασκάλα ούσα, μάς έπαιρνε το καλοκαίρι αλλά και το Πάσχα από την Αθήνα και μας πήγαινε στο χωριό για διακοπές. Πριν ξεκινήσουμε, πάντα μάς ψώνιζε ειδικά για την Ανάσταση: Περνάγαμε από τον Δραγώνα, μας έπαιρναν ένα ζευγάρι παπούτσια, μας ντύνανε και λίγο παραπάνω με κανένα καινούργιο ρουχαλάκι…
 
Στις αρχές της δεκαετίας του 70, είχα μεγαλώσει λίγο, είχα γίνει 10-11 χρονών, και ενώ παίζαμε στις αλάνες και στην πλατεία του χωριού όλη τη Μεγάλη βδομάδα με τους κολλητούς  μου, ξαφνικά, το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία δεν με πλησίαζαν! Κρυβόντουσαν πίσω από τα πόδια του μπαμπά ή της μαμάς τους οι φίλοι μου, και εγώ τους κοίταζα χωρίς να μπορώ να καταλάβω, τότε, ότι φάνταζα εντελώς διαφορετικός απέναντί τους… με το κουστουμάκι μου και το λουστρίνι παπούτσι!  Από την επόμενη μέρα, πλέον, ουσιαστικά θα με… απέφευγαν.
 
Με αυτά και μ αυτά, μπήκαμε στην εφηβεία. Έτσι κι αλλιώς θα χανόμασταν με τους περισσότερους, αλλά εμένα μου είχε «μείνει» καρφωμένο στο μυαλό αυτό το περιστατικό γιατί από εκείνη τη νύχτα είχε εξαφανιστεί όλος ο αυθορμητισμός των φίλων μου έναντί μου.  Κράτησα λοιπόν, μέσα μου, μία απολογία απέναντι σε αυτά τα παιδιά που δεν την εξέφρασα ποτέ…
 
Επιπλέον, συνέβαινε κατά κόρον εκείνο τον καιρό, όσοι ζούσαν ήδη στην πρωτεύουσα να κατεβαίνουν στο χωριό και να παραμυθιάζουν τους πάντες με την… σπουδαία Αθήνα! Τους είχαν πείσει με παραμύθια για μια Αθήνα, ικανή να πραγματοποιήσει τα όνειρα όλων. Ποτέ, δεν ομολόγησε κανείς, από τους μεγάλους στα καφενεία μέχρι τους μικρούς μεταξύ μας, το λούκι που… τράβαγε για να επιβιώσει στις συνθήκες της πόλης. 
 
Πέρασαν έτσι τα χρόνια, και κάποια στιγμή άρχισε η αστυφιλία να μαστίζει και τους συνομήλικους του χωριού μου και όλο και πιο συχνά μάθαινα ότι το τάδε ή το δείνα παιδί έφυγε από το χωριό.
 
Έτσι συνέβη κάποια νύχτα κάπου το 1987 να συναντήσω, ξαφνικά, ενώ περπατούσα στην πλατεία Κουμουνδούρου, ένα από τα πιο ευαίσθητα συνομήλικα παιδιά του χωριού που ήμασταν πολύ φίλοι ως πιτσιρίκια. Κατάλαβα, όμως, ότι βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση αφού έδειχνε εξαθλιωμένος και από όλη την εικόνα του φαινόταν και η ανάλογη ψυχική του κατάσταση. Πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά είπαμε μόνο ένα γρήγορο «γεια», καθώς εκείνος ξεγλίστρησε και έφυγε γρήγορα…  Βαθειά όμως μέσα στα μάτια του, πρόλαβα και διέκρινα εκείνη την παιδική αθωότητα του να ψυχορραγεί, σα να είχαν μείνει μόνο τα ίχνη της… γιατί στην πραγματικότητα, ο παιδικός μου φίλος είχε γίνει κάποιος άλλος.  Και ενώ γύρισε και έφυγε ανεβαίνοντας προς την Ομόνοια, έστρεψα κι εγώ πίσω τα μάτια μου και τον παρακολούθησα για μερικά δευτερόλεπτα βλέποντάς τον να μπαίνει σε ένα υπόγειο μπαρ της Ζήνωνος και να χάνεται….
 
Από εκείνο το βράδυ άρχισε να με τρώει μέσα μου, η κατάστασή του και θυμήθηκα πολλά διαφορετικά στιγμιότυπα για τον άνθρωπο αυτόν, όπως επίσης θυμήθηκα, αναγκαστικά, και αυτό που ανέφερα πριν, το μέγα ψεύδος που πουλούσαν στα χωριά τη δεκαετία του ’60 και του 70 όλοι οι… πρωτευουσιάνοι.  Ένιωσα μία ευθύνη για όλο αυτό, και ήθελα μέσα από το τραγούδι με κάποιο τρόπο, να ζητήσω ένα «συγγνώμη» εκ μέρους όλων, για τη ζωή του.
 
Ξεκίνησα να το γράφω κάπου το 1990 και το τελείωσα το 1992.
Ένα χρόνο, δηλαδή, κράτησε η δημιουργία του, γιατί τα τραγούδια που πονάνε πολύ δεν τελειώνουν εύκολα. Ίσως δεν τελειώνουν και ποτέ…  Αυτό που μου συμβαίνει, άλλωστε, γράφοντας ένα τραγούδι, είναι ότι το αφήνω να είναι μπροστά, να προηγείται. Έτσι, έπαιρνα την κιθάρα κάθε τόσο και τη σκάλιζα μαζί με τους στίχους και κάθε φορά που αισθανόμουν ότι ήμουν εύστοχος στο να εκφράσω αυτό που ήθελα, με έπιανε η ψυχή μου δεν άντεχα και το παράταγα και μετά από ένα μήνα, άντε πάλι από την αρχή… Η γνώση και ο πόνος είναι ζευγάρι σε αυτή τη διαδικασία.
 
Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η “Ζήνωνος”, και μπήκε στο στούντιο ένα χρόνο μετά, το 1992, μέσα στον πρώτο μου δίσκο «Στην αγορά του κόσμου» που κυκλοφόρησε το 1993 με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη σε μία συνταραχτική ερμηνεία αν και ήταν η πρώτη φορά που τραγουδούσε σε δισκογραφία.  Μέχρι να κυκλοφορήσει ο δίσκος υπήρξε, βέβαια, και περιπέτεια γιατί στην αρχή είχε απορριφθεί από την ίδια την εταιρεία που κατόπιν τον κυκλοφόρησε παίρνοντας όλο το ρίσκο η Δήμητρα Γαλάνη που ήταν και η παραγωγός, στην πραγματικότητα επιβάλλοντάς τον στη δισκογραφική.
 
Μακάρι, κάποιος επόμενος καλλιτέχνης, να συνεχίσει την ιστορία της Ζήνωνος, γράφοντας για την επιστροφή… από τις πόλεις πίσω στα χωριά, γιατί νομίζω ότι σε λίγο θα φύγουμε όλοι από τα αστικά κέντρα και θα ψάχνουμε τα πάτρια εδάφη, τα χωριά μας, για να εγκατασταθούμε και να επιβιώσουμε, για να ξαναβρούμε ίσως και τις χαμένες μας αξίες, να αναζητήσουμε εκείνη την χαμένη τεχνογνωσία, πώς φυτεύουμε μία ντομάτα, ή πώς κόβουμε ένα τσαμπί σταφύλι από το αμπέλι για να μη καταστραφεί το κλήμα. Πράγματα, δηλαδή, που ήταν αυτονόητα και μας είχαν θρέψει και μας είχαν ευνοήσει, και χάθηκαν όλα. Όπως χάθηκε και η έννοια του «παππού», που όλα τα ήξερε, που είχε πείρα από τη ζωή και είχε να μας δώσει ως ένας βασικός πρωταγωνιστής της καθημερινότητάς μας, αφού πρώτα αμφισβητήθηκε από όλους ως «τελειωμένος» εφόσον –εκτός των άλλων- δεν μπορεί πλέον, να δώσει ούτε ένα… χαρτζιλίκι στο εγγόνι του.  Στην Ελλάδα που ζούμε τώρα, δυστυχώς, έχει αφαιρεθεί ο λόγος από τον κάθε «παππού», ως σύμβολο γνώσης μέσα στον κοινωνικό ιστό που θα μπορούσε να βοηθήσει για να… ραφτεί ξανά το κοινωνικό δίχτυ που είναι τρύπιο. Έτσι,  όποιος «πέσει» μέσα του, πάει, χάθηκε. Δεν υπάρχει τίποτε να τον κρατήσει ενώ συγχρόνως οι υπόλοιποι παρακολουθούμε τον… θάνατο και την εξόντωσή του μόνο από την… τηλεόραση.
 
Κάπως έτσι φτάσαμε σε κοινωνικά αίσχη με τη μανία του κέρδους. Με τους μανιακούς του κέρδους. Ανθρώπους, προφανώς, με τεράστια ψυχολογικά προβλήματα που ανάλογα με το κενό του ο καθένας σέρνει θεούς και δαίμονες μέσα του ως ισοδύναμο ισόρροπο ενός ελλείμματος. Όταν ένας άνθρωπος για παράδειγμα, είχε μια επιχειρησούλα με σουβλάκια και συναντιόταν με έναν καλό καθηγητή Πανεπιστημίου (και λέω “καλό” γιατί υπάρχουν και… κακοί) έναν άνθρωπο δηλαδή που προσφέρει επί της ουσίας και σε βάθος χρόνου στην κοινωνία, θα τον ρωτούσε αμέσως «πόσα παίρνεις;» για να σκεφτεί στη συνέχεια «έλα μωρέ, τι είσαι εσύ τώρα; Εγώ βγάζω περισσότερα». Όλες οι αξίες μετριόντουσαν σε χρήμα.
 
Κρατάω, λοιπόν, αυτό το τραγούδι ως σπονδή, για εκείνους τους ανθρώπους που χάθηκαν, στους οποίους και αναφέρεται. Κάποτε άλλωστε, πρέπει να μιλήσουμε για τον χαμένο έλληνα. Τον “Άγνωστο Πολίτη” της Ζήνωνος.» Νίκος Ζούδιαρης
 

Ζήνωνος

Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης
Πρώτη εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Ads

Ζήνωνος Πάσχα στο χωριό συγκέντρωση μετοίκων
Τα νέα απ’ την Αθήνα στα όνειρα μου σφήνα
Πόζα και λουστρίνι, ο Νάκος φιγουρίνι
Πείνα μου μοιραία ζήλεια μου ρομφαία
Μπήκα σ’ ένα τρένο πίσω δεν κοιτούσα
Μέσα μου πετούσα ψήλωσα δυο πόντους

Ζήνωνος…
Μ’ έντυσε η ζωή στρατιώτη
Ζήνωνος…
Πόρνη η αγάπη η πρώτη
Κι από βράδυ σε πρωί μου τελειώνει η ντροπή
Ζήνωνος…

Εδώ οι χωριανοί μου δεν βοηθάνε άλλον
Σκούριασαν τα χέρια βρήκα άλλους τρόπους
Είπα να χαθώ το τέλος μου να βάλω
Λίγο ακόμα επάνω τρέλα μου σε φτάνω
Στις εφημερίδες μάνα αν με είδες
Μη μου στεναχωριέσαι
Μάνα δεν μου αξίζει

Ζήνωνος…

“Eγώ, θεωρώ τέχνη τη συγκίνηση. Και όχι τον εντυπωσιασμό. Αν θα ήθελα να εντυπωσιαστώ, σήμερα, θα κοίταζα τη φορολογική μου δήλωση” Νίκος Ζούδιαρης