Η μοναδική Αρλέτα, έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2017. Με αφορμή την απώλεια της, θυμίζουμε τη συνέντευξη που η αγαπημένη τραγουδοποιός παραχώρησε στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs.gr, τον Μάρτιο του 2013. Η Αρλέτα μιλά για τη ζωή της, τη μουσική και τα τραγούδια, με φόντο την Ελλάδα: «μια χώρα ποιητών, που είναι σαν την Ιθάκη. Δεν έχει να δώσει…».

Ads

[…] «στην Ελλάδα, τα δημιουργήματα των ανθρώπων δεν πολυαρέσουν. Ή δολοφονούμε τους κυβερνήτες, ή δολοφονούμε τους καλλιτέχνες. Κι αυτό το λέω μετά λόγου γνώσεως […] το ελληνικό κράτος, είναι πάρα πολύ εχθρικό με τους καλλιτέχνες. Όλοι νομίζουν ότι οι καλλιτέχνες είναι ζάπλουτοι». 

Έφυγε από τη ζωή η Αρλέτα

«Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή στο τρίγωνο του θανάτου»

Ads

Γεννήθηκα στην Αγίου Κωσταντίνου, στο Μεταξουργείο, έμεινα εκεί μέχρι 12 χρονών, και μετά μετακόμισα στα Εξάρχεια, όπου έμεινα όλη μου τη ζωή. Τα Εξάρχεια θεωρώ ότι είναι η πατρίδα μου. Πρόσφατα, μετανάστευσα στην Κυψέλη.

Πήγα σε δημόσιο σχολείο του Μεταξουργείου, και ήμουν ευτυχής εκεί (γιατί έπαιζα και πολύ ξύλο…) αλλά επειδή είχα αγριέψει πάρα πολύ, το είδε η μαμά μου και με μάζεψε. Έτσι βρέθηκα στο Αρσάκειο, μέχρι που αποφοίτησα.

Δεν μου άρεσε το Αρσάκειο του Ψυχικού σαν σχολείο, ίσως επειδή ήταν τελείως διαφορετικό από το μέρος που έμενα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μάθαινε γράμματα. Και είχα την τύχη τα δύο τελευταία χρόνια, να έχω και μία εξαιρετική εκπαιδευτικό, η οποία ήταν μοναδική περίπτωση. Λεγόταν Αντιγόνη Θρεψιάδη, και αν υπήρχαν δέκα σαν κι αυτήν σ’ όλη την Ελλάδα, θα ήταν αλλιώς η Ελλάδα.

Από εκεί και πέρα, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να μπω στη σχολή Καλών Τεχνών, διότι – μεταξύ μας – δεν υπήρχε κι άλλη σχολή τέχνης σε όλη τη χώρα – γιατί είχα πάει κι ένα φεγγάρι στο Ωδείο και έφυγα κραυγάζοντας: «εδώ σκοτώνουν τη μουσική!», όταν μια μέρα είδα μια κυρία να κατεβαίνει τη σκάλα του Ωδείου, καρπαζώνοντας το παιδί της (το οποίο έκλαιγε με μαύρο δάκρυ) γιατί δεν είχε πάρει άριστα στο σολφέζ.

Μετά από αυτό, δεν ξαναπήγα ποτέ μου. Έκανα ιδιωτικά μαθήματα, κι έμαθα να διαβάζω μουσική τρεις φορές, αλλά ξέχναγα κι άλλες τρεις. Ενώ έχω εξαιρετική μνήμη, τη μουσική δεν μπόρεσα να τη μάθω ποτέ μου. Ίσως επειδή δεν είχα τον κατάλληλο δάσκαλο. Γιατί όταν έβρισκα καλό δάσκαλο, μάθαινα ότι μου ‘λεγε.  

Πριν τελειώσω το Γυμνάσιο έδωσα, λοιπόν, εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η μητέρα μου επέμενε να δώσω Αρχιτεκτονική ή Νομική, αλλά της είπα ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, και να μην πληρώνει τσάμπα το φροντιστήριο που παρακολουθούσα ένα φεγγάρι για την Αρχιτεκτονική, και πήγα φροντιστήριο για την Σχολή Καλών Τεχνών, στην οποία μπήκα ένα χρόνο μετά, αφού τελείωσα το Αρσάκειο.
 

Κρ.Π.: Και δεν ήταν καθόλου εύκολο να περάσεις στην Καλών Τεχνών. Πόσο, μάλλον, από τον πρώτο χρόνο.

Αρλέτα: Ήταν η πιο δύσκολη σχολή που υπήρχε. Οι Μηχανολόγοι που ήταν η επόμενη πιο δύσκολη σχολή έμπαιναν από εκείνους που εξετάζονταν, ένας προς εννέα, ενώ στην Καλών Τεχνών αντίστοιχα, ήταν ένας προς είκοσι.

Ξεκινώντας, πήγα και παρακολούθησα το εργαστήριο του Μόραλη, ο οποίος ήταν και ο καθηγητής που ήθελαν όλοι, γι’ αυτό αισθάνθηκα πολύ ωραία που με δέχτηκε.

Κρ.Π.: Πώς προέκυψε η επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική;

Αρλέτα: Όταν ακόμα ήμουν πρωτοετής στην Καλών Τεχνών, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με τον Γιώργο Παπαστεφάνου σε μια εκδρομή, με άκουσε να τραγουδάω το «Άξιον Εστί», ενθουσιάστηκε, και με ρώτησε αν θέλω να κάνω δίσκο. Εγώ, τότε, επειδή είχα μπει στη σχολή, αισθανόμουν στο κέντρο του κόσμου και δεν φοβόμουν τίποτα. Του απαντώ, λοιπόν, γιατί όχι;

Και χωρίς να ρωτήσω κανέναν, ξεκίνησα και έκανα τον πρώτο μου δίσκο, LP, που ήταν κάτι πολύ ασυνήθιστο, διότι για να κάνεις μεγάλο δίσκο, έπρεπε πρώτα να κάνεις τουλάχιστον 4-5 μικρά δισκάκια, σε 1-2 χρόνια. Εγώ βρέθηκα κατευθείαν στα βαθιά, δυστυχώς… Και το ακόμα πιο… δυστυχώς, είναι ότι αυτός ο δίσκος είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Γιατί δεν είχα τραγουδήσει ποτέ μου μπροστά σε κοινό, κι ήμουν πάρα πολύ κλειστό παιδί, οπότε βρέθηκα σε πάρα πολύ δύσκολη θέση.

Κρ.Π.: Σ’ αυτόν τον πρώτο δίσκο, ποιοι ήταν οι δημιουργοί;  

Αρλέτα: Μου έδωσαν τραγούδια ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Κοντογιώργος(που ήταν φοιτητής της ιατρικής, τότε),  ο Παπαστεφάνου που έγραφε στίχους, ο Νότης Μαυρουδής που ήταν μουσικός – κιθαρίστας και έπαιζε χρόνια σε μπουάτ, και ένα τραγούδι που έγινε πολύ γνωστό, το Πέτρινο Χαμόγελο, ήταν ενός γλύπτη απ’ τη σχολή, του Νίκου Χουλιαρά.
 
Επειδή τότε ο Πατσιφάς έφτιαχνε τη Λύρα, δεν είχε λεφτά να πάρει έτοιμους τραγουδιστές, και αποφάσισε να βρει καινούργιους, όπως επίσης και συνθέτες…
Ο κυριότερος, τότε, ήταν ο Σπανός, ο μόνος που είχε εμπειρία, γιατί ήδη είχε κάνει μια καριέρα, αρκετά καλή, στο Παρίσι.

Μαζεύτηκαν τα τραγούδια, τα μάζεψε ο Πατσιφάς, δηλαδή, γιατί ο ίδιος ήταν και ο παραγωγός αυτού του δίσκου, και βρέθηκα με έναν μεγάλο δίσκο, και γω δεν ξέρω πώς,  όπου έπαιζα μόνη μου κιθάρα, πάλι δεν ξέρω πως, γιατί εγώ έπαιζα όλα τα τραγούδια με 3 ακόρντα. Δεν ξέρω πως τα κατάφερνα, αλλά τα έπαιζα.  Και τώρα, το ίδιο κάνω περίπου. Κάποια από αυτά μου τα έμαθε ο Νότης Μαυρουδής, γιατί ο Πατσιφάς ήθελε να παίξω και να τραγουδήσω μόνη μου. Επέμενε σε αυτό.

Τότε για να παιχτούν τα τραγούδια απ’ το ραδιόφωνο, πέρναγες εξετάσεις. Εγώ πήγα και έδωσα εξετάσεις, με το «…λίκνο του άστρου» και όλοι γελάγανε μαζί μου, λιγάκι, γιατί ήμουν αστεία με τον Ελύτη παραμάσχαλα.

Είχα πάντα αγάπη για την γλώσσα και την ποίηση. Η αλήθεια είναι αυτή. Κι εμένα αυτά τα τραγούδια μου άρεσαν, γιατί έμαθα να τραγουδώ απ’ τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν γιατρός αλλά ήταν κι εξαιρετικός τραγουδιστής. Οπότε μεγάλωσα τραγουδώντας δημοτικά και οπερέτες και μάλιστα χωρίς κανένα συνοδευτικό όργανο.

Στα 15 μου έπιασα μια κιθάρα και άρχισα να γρατζουνάω και μετά έκανα και κάποια μαθήματα.

Κρ.Π.: Ο στίχος από το Άξιον Εστί, «πού να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ» εννοεί, τον βορά, το νότο, την ανατολή και τη δύση; Δηλαδή το τετράφυλλο δάκρυ, όλον τον κόσμο; 

Αρλέτα: Είναι και όλος ο κόσμος, είναι και όλη η τύχη… Το τετράφυλλο…

Αν έχουμε κάτι σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά μου φαίνεται ότι ελάχιστοι το έχουν καταλάβει, είναι η ποίηση. Αυτή μας έβγαλε από την αφάνεια και μας έβαλε στο χάρτη.

Κρ.Π.: Έχουμε δύο Νόμπελ και ένα Λένιν ως βραβεία σε Έλληνες ποιητές, αν και είμαστε τόσο μικρός λαός σε πληθυσμό.
 
Αρλέτα: Κανονικά έπρεπε να έχουμε 4-5 Νόμπελ, αλλά οι άλλοι δύο ποιητές, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά σημαντικοί, ο ένας ήταν κομμουνιστής και ο άλλος ήταν ομοφυλόφιλος.

Κρ.Π.: Ο Καβάφης… και ο Ρίτσος;  

Αρλέτα: Ακριβώς. Όταν ήμασταν στο σχολείο κάναν λογοκρισία στην «Ιθάκη» του Καβάφη, κάτι το οποίο μας επισήμανε γελώντας, αυτή η καθηγήτρια που σας έλεγα, η οποία ποτέ δεν χρησιμοποιούσε το βιβλίο του σχολείου. Μας ζητούσε να φέρνουμε τα αρχικά βιβλία, με τις ποιητικές συλλογές του ποιητή ή με τη λογοτεχνία που ήθελε να διδαχτούμε.

Αυτή η καθηγήτρια έδινε μεγάλη σημασία στην νεοελληνική λογοτεχνία. Έκανε όλα τα ανθρωπιστικά – ας το πούμε – μαθήματα, δηλαδή, αρχαία ελληνικά, λατινικά και νεοελληνικά, και έκλεβε ώρες από τα αρχαία ελληνικά και κυρίως από τα λατινικά, για να μας κάνει νεοελληνική λογοτεχνία.

Κρ.Π.: Παράτυπα…

Αρλέτα: Το πρόγραμμα του υπουργείου, το είχε γραμμένο, και πάρα πολύ καλά έκανε. Για το σχολικό βιβλίο έκανε την εξής ανάλυση: Μας έλεγε ότι ο ένας είχε τη μάνα του στο Παλάτι, ο άλλος ήταν ο κολλητός του τάδε υπουργού ή του πρωθυπουργού, γι’ αυτό, έλεγε, συμπεριλαμβάνονταν στο σχολικό βιβλίο…

Κρ.Π.: Ήταν περίεργο, που δεν την είχαν αποπέμψει, γιατί άλλους τους έστελναν – στην καλύτερη περίπτωση – σε ακριτικά νησιά…
 
Αρλέτα: Τότε, διευθυντής της φιλεκπαιδευτικής, ήταν ο Πουλίτσας, που είχε κάνει και υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Ο οποίος, ήταν Μανιάτης, και αρχαϊστής. Η καθηγήτριά μας ήταν δημοτικίστρια, και μάλιστα φανατική. Ενώ είχε φάει τρεις καταγγελίες ως κομμουνίστρια, και ως δεν ξέρω τι άλλο, αυτός την υπεράσπιζε διότι ήξερε την αξία της. Διότι ήταν άνθρωπος, συντηρητικός μεν, αλλά φωτισμένος. Κι αυτό ήταν πάρα πολύ βασικό.

Αυτή η καθηγήτρια, η Αντιγόνη Μπέλλου – Θρεψιάδη, βοήθησε να γίνει το μουσείο της Θήβας, και επίσης ήταν γραμματέας της Πηνελόπης Δέλτα, όταν έγραφε τα Μυστικά του Βάλτου, και τα ιστορικά της μυθιστορήματα. Η ίδια έκανε και όλη την έρευνα, γιατί η Πηνελόπη Δέλτα ήταν καρφωμένη σε πολυθρόνα, και δεν μπορούσε να γυρίζει.

Κρ.Π.: Ποια ήταν τα τραγούδια σ’ αυτόν τον δίσκο;

Αρλέτα: Μια φορά θυμάμαι, Το πέτρινο χαμόγελο, Άδειες νύχτες, Ερημιά… Αυτά θυμάμαι.

Έκανα 3 δίσκους με διαφορά ενός έτους, τον έναν από τον άλλον. Είχα την τύχη, ή την ατυχία μάλλον, να ξεκινήσω να τραγουδώ το 1966 με 1967, λίγο πριν από τη Χούντα. Και δεν μπορώ να πω ότι ήταν ότι καλύτερο…

Ζωντανά, άρχισα να τραγουδάω το 1968, γιατί δεν υπήρχαν μικροφωνικές, κι εμένα χωρίς μικροφωνική δεν με άκουγε ούτε ο διπλανός μου. Τραγουδούσα πάρα πολύ σιγά και εξακολουθώ να κάνω το ίδιο…

Κρ.Π.: Τι συνέβη επί χούντας;  

Αρλέτα: Ήταν ένα σοκ πολύ άσχημο. Εγώ τότε είχα πάρει μια μπουάτ. Μέσα στην άγνοιά μου, δεν ζήτησα να μου δώσουν άδεια, και δεν κατάφερα στη συνέχεια να πάρω άδεια. Έτσι, αναγκάστηκα να την κλείσω.

Επίσης, αναγκάστηκα να σταματήσω να τραγουδώ για περίπου δύο χρόνια, διότι μου είπαν ξεκάθαρα, ότι οπουδήποτε και να πας θα κλείσει ο χώρος. Κι εγώ, προτίμησα, αντί να πηγαίνω από χώρο σε χώρο και να παίρνω κι άλλους στο λαιμό μου, να σταματήσω να τραγουδάω. Ήταν πάρα πολύ ωραία, έκανα καταπληκτικές διακοπές, γνώρισα πολύ ωραίους ανθρώπους.

Μετά από λίγο πήγα στην Αγγλία, γιατί ήθελα να σπουδάσω ενδυματολογία. Τελείωσα εν τω μεταξύ και τη σχολή μου, αλλά δεν μπορούσα να μείνω γιατί δεν είχα χρήματα. Προσπάθησα να πάρω μία υποτροφία, αλλά δεν τα κατάφερα, κι έτσι γύρισα στην Αθήνα.
 
Κρ.Π.: Υποτροφία στην Αγγλία, όχι στην Ελλάδα επί Χούντας…

Αρλέτα: Επί χούντας στη σχολή, δεν δόθηκε ούτε μία υποτροφία. Ούτε του ΙΚΥ. Ένας την πήρε, αλλά δεν του την αποδώσανε, γιατί ήταν αριστερός, όπως είπαν. Η Σχολή Καλών Τεχνών, άλλωστε, ήταν αριστερή μονοκούκι… Όλοι. Ήταν αριστεροί, όλοι τους. Κάποιοι ήταν πιο καθορισμένα, στο ΚΚΕ, και κάποια παιδιά εξαφανίστηκαν και βρεθήκανε στις εξορίες. Εν πάση περιπτώσει…

Κρ.Π.: Κι όμως, υπάρχουν κάποιοι αυτή τη στιγμή, που τολμάνε να λένε ακόμα κι ότι δεν υπήρχαν βασανιστήρια στη χούντα.  

Αρλέτα: Είναι πολλά πράγματα τα οποία δεν είναι γνωστά, γιατί εκείνοι που βγήκαν και διαφημίστηκαν ως μεγάλοι αντιστασιακοί, είναι δύο τρεις. Οι υπόλοιποι το βουλώσανε. Και μάλλον, απ’ ότι φάνηκε, δεν κάνανε καλά, γιατί στην Ελλάδα δεν πρέπει να το βουλώνεις. Πρέπει να έχεις κάνει 1, και να λες ότι έχεις κάνει 10. Αν έχεις κάνει 1 και λες ότι δεν έχεις κάνει τίποτα, στο τέλος θεωρείσαι απολεσθείς. Δεν ξέρω αν γίνομαι σαφής.

Κρ.Π.: Γι’ αυτό είπα να εξηγούμε, ειδικά σήμερα, γιατί μοιάζει να μην είναι τίποτα αυτονόητο πια.

Αρλέτα: Να σας πω κάτι. Ουδέποτε μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα. Δεν μου άρεσε, και εξακολουθεί να μη μου αρέσει. Δηλαδή, κάτι το κάνεις, επειδή εσύ το αισθάνεσαι. Δεν το κάνεις για να έχεις ένα διάφορο. Εγώ τουλάχιστον έτσι σκέφτομαι, και δεν έχω πρόθεση να πάψω να σκέφτομαι έτσι, επειδή όλοι οι άλλοι σκέφτονται αλλιώς. Είμαι πολύ πεισματάρα ως Ρουμελιώτισσα, ξέρετε. Είμαι αγύριστο κεφάλι, έτσι μου λένε, και δεν έχω λόγο να διαφωνήσω μαζί τους. Το έχω πληρώσει πολύ ακριβά, και χαίρομαι και ιδιαίτερα γι’ αυτό.

Κρ.Π.: Και στη συνέχεια, τι έγινε;

Αρλέτα: Δεν το είχα πάρει σοβαρά το τραγούδι, φυσικά. Γιατί εμένα, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να τελειώσω τη σχολή μου. Κι αυτό και έκανα. Και κει που είπα, τελειώσαμε με το τραγούδι, πάμε παρακάτω, παίρνω ένα τηλεφώνημα, ότι θέλει να με δει ο Ζορζ Μουστακί

Τότε ο Μουστακί ήταν πολύ… στα πάνω του. Τους κλείνω το τηλέφωνο, γιατί νόμιζα ότι με κοροϊδεύανε, αλλά μετά και το 4ο τηλεφώνημα επείσθην, και πήγα στις Σπέτσες, στο σπίτι της Ναταλίας Μελά, που ήταν φίλος της ο Μουστακί και φιλοξενείτο εκεί, και με κάλεσε να τραγουδήσω στο Bobino, στο Παρίσι. 

Βρέθηκα εκεί χωρίς να το καταλάβω για πρώτη φορά σε σκηνή θεάτρου. Μέχρι τότε είχα τραγουδήσει σε πολύ μικρούς χώρους, όπου ήμασταν αγκαλιά ο κόσμος κι εγώ, και γινόντουσαν διάφοροι καυγάδες, όπου εκεί πέρα, έπαθα τέτοιο τράκ(γιατί εγώ έχω γενικώς τρακ, ακόμα και τώρα έχω) που βγήκα στη σκηνή σχεδόν με κλωτσιά. Είχα κοκαλώσει τελείως και ένας μου έδωσε μια γερή σκουντιά και έτσι βγήκα. Ήμουν και πιο αδύνατη απ’ ότι είμαι τώρα, οπότε μπορούσε κάποιος να με σκουντήξει.

Κρ.Π.: Έχετε ιδιαίτερο χιούμορ…

Αρλέτα: Όχι δεν είναι. Είναι η αλήθεια. Τώρα αν με σκουντήξει κάποιος θα πέσω κάτω, γιατί δεν έχω ισορροπία. Ακόμα χειρότερα. Πάντα ήμουν ανισόρροπη, τώρα είμαι ακόμα περισσότερο.

Και βρέθηκα, τότε, ένα μήνα, να τραγουδώ λοιπόν στο Παρίσι. Ήταν πραγματικά, μια πολύ σημαντική εμπειρία, και υπεύθυνος για το ότι συνέχισα να τραγουδώ, ήταν ο Μουστακί απ’ τη μία, και μετά ο Πατσιφάς απ’ την άλλη, με τον οποίο είχαμε τσακωθεί για πολύ σοβαρό λόγο και δεν μιλούσαμε για δύο χρόνια, ενώ με κυνηγούσε για να κάνουμε την Τρίτη Ανθολογία του Σπανού, και αφού με κυνήγησε, μου υποσχέθηκε ότι θα κάνω ένα δίσκο όπως τον ήθελα και έτσι έκανα την Τρίτη Ανθολογία.

Και ευτυχώς που την έκανα, γιατί πραγματικά είναι από τους καλύτερους δίσκους που έχω κάνει και ίσως είναι η καλύτερη δουλειά που έχει κάνει και ο Γιάννης Σπανός.

Επίσης, τα τραγούδια τα αγάπησε ο κόσμος πάρα πολύ, που είναι ακόμα σημαντικότερο. Τα τραγούδια ήταν η Ομίχλη, το Σ’ είπανε Θεό, Ο θρήνος της μάνας, σε στίχους ποιητών που τους αποκαλούν ήσσονες.

Δεν ξέρω ακριβώς, γιατί τους λένε έτσι, αλλά έτσι τους λένε. Έχει να κάνει με το πόσο γνωστοί είναι. Κάποιοι από αυτούς, θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικοί. Ή τουλάχιστον κάποιες από τις δουλειές που έχουν κάνει.

Εγώ είμαι πολύ Καβαφική… Υπάρχει ένα ποίημα του Καβάφη, όπου ένας νεαρός παραπονιέται, ότι τόσο καιρό προσπαθεί και δεν έχει γράψει παρά μόνο ένα μικρό ποιηματάκι, και του λέει ότι ακόμα κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Άρχισα να διαβάζω Καβάφη σε ηλικία 16 ετών, και τον διαβάζω ακόμα κάθε τρεις και λίγο, και θεωρώ ότι είναι πραγματικά συγκλονιστικός. Αλλά θέλει πάρα πολύ προσοχή, γιατί αν κάνεις λάθος έστω και μία αναπνοή, τον έχασες. Είναι ποιητής, που έχει τέτοια ακρίβεια… Απίστευτη ακρίβεια.

Και θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικός για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί, την ιστορία την έχει βάλει στην τσέπη του, όχι αυθαίρετα, αλλά με πάρα πολύ βάθος, και επίσης έχει σκάψει πάρα πολύ τον ανθρώπινο πόνο και τον έρωτα(τον έχει σκάψει πραγματικά), και έχει βγάλει αυτά που βγαίνουν από πολύ βαθιά…

Κρ.Π.: Σαν από τον Όμηρο το νήμα να ένωσε ο Καβάφης;

Αρλέτα: Εγώ πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ποίησης. Και εξακολουθεί να είναι. Κι αυτό το ξεχνάμε. Ότι είμαστε από τις λίγες χώρες στον κόσμο, που εξακολουθεί και βγάζει ποιητές. Είναι πολύ σημαντικό. Αλλά, το πρόβλημα είναι, ότι ουδείς ασχολήθηκε ποτέ με τους καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Μόνο να τους κυνηγάνε ξέρουν, παρά οτιδήποτε άλλο. Γιατί γι’ αυτούς καλλιτέχνης, είναι μόνον αυτός που τραγουδάει κάπου και τους διασκεδάζει(ούτε καν τους ψυχαγωγεί…)

Κρ.Π.: Και κάποιος που δίνει λεφτά…

Αρλέτα: Μιλάω για τον κόσμο, που δεν τους δίνει λεφτά, τους παίρνει λεφτά. Αυτόν θέλουνε.

Και για μένα τέχνη δεν ήταν μόνο το τραγούδι, αλλά το τραγούδι το θεωρώ πολύ δύσκολο μέρος της τέχνης. Πολλοί δεν το θεωρούν έτσι.

Έχουμε μία τάση, γενικώς, να αισθανόμαστε ανώτεροι, ότι και να είμαστε… Έχω πολλά παραδείγματα απ’ αυτό, το έχω ψάξει πολύ. Έχουμε μία τάση να θέλουμε να κοιτάμε τον άλλον αφ’ υψηλού. Εγώ δεν το είχα ποτέ μου αυτό, και είναι κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου, όποιος και να είναι ο άλλος. 

Οι πιο αξιόλογοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει, και έχω γνωρίσει μερικούς πολύ αξιόλογους ανθρώπους, ήταν οι απλούστεροι και οι πιο ταπεινοί απ’ όλους. Όλες οι επηρμένες κεφαλές που έχω γνωρίσει σε κοιτάνε σα να είσαι μυρμήγκι, ενώ οι ίδιοι δεν είναι τίποτε άλλο από αμοιβάδες(γιατί μολύνουν κιόλας).

Κρ.Π.: Δυστυχώς…

Αρλέτα: Ναι, αλλά όλοι τους δεχόμαστε…

Δυστυχώς, αυτό που λέγεται Παιδεία, είναι αυτό που μαθαίνει τον άνθρωπο να κρίνει. Δεν είναι οι γνώσεις που συσσωρεύει. Ειδικά σήμερα, με την ευκολία που έχουμε στην πληροφόρηση, το να έχεις μια γνώση είναι πολύ απλό. Το θέμα είναι τι την κάνεις αυτή τη γνώση, και σε ποιο πεδίο την ψάχνεις.

Ας πούμε κι εγώ, έχω αρχίσει, κι έχω μπει στο ιντερνέτ. Δεν είμαι άσχετη. Αλλά για να ψάξεις στο ιντερνέτ πρέπει να ξέρεις τι ψάχνεις. Αν δεν ξέρεις τι ψάχνεις, τι κάνεις εκεί; Ο κομπιούτορας είναι ένα χαζό μηχάνημα, τίποτε άλλο. Μπορεί αύριο να μην είναι… Αν και πιστεύω, ότι πάλι θα είναι, γιατί άνθρωποι θα το έχουν φτιάξει.

Κρ.Π.: Όλα τα μέσα είναι πώς τα χρησιμοποιείς…

Αρλέτα: Οι άνθρωποι, για μένα, σήμερα, βρίσκονται στο έσχατο σημείο χαζομάρας. Όντως. Είναι πολύ μεγάλη συζήτηση, ας το αφήσουμε.

Κρ.Π.: Πώς το εννοείτε;

Αρλέτα: Όταν ο άνθρωπος έχει τα μέσα που έχει, και εξακολουθεί να τα χρησιμοποιεί μόνο για να σκοτώσει και να καταστρέψει, ε, με συγχωρείτε, τα λάχανα είναι πολύ πιο έξυπνα από αυτόν.

Κρ.Π.: Να συνεχίσετε, με την πορεία που είχατε στη μουσική;

Αρλέτα: Ξεκίνησα, λοιπόν, με τρεις δίσκους, «Αρλέτα 1», «Αρλέτα 2», «Αρλέτα 3», μόνο με κιθάρα και με τους ίδιους περίπου συντελεστές, νέοι άνθρωποι, πάντα.

Από τον δεύτερο δίσκο, άρχισα να γράφω και δικά μου τραγούδια. Ζήλευα. Ζήλευα πάρα πολύ. Και το πρώτο που έκανα ήταν Τα Μικρά Παιδιά. Δεν είχα ξαναγράψει, ούτε στιχάκι ποτέ. Γιατί εγώ δεν έγραφα στίχους, ούτε ως έφηβη.

Μετά ήταν του Χατζηδάκι, το 12 συν 1, μετά αν θυμάμαι καλά, ήταν οι Έξι Μέρες, σε ποίηση της Παυλίνας Παμπούδη και μουσική δική μου, στη συνέχεια ήταν η διακοπή της χούντας, και ο πρώτος δίσκος που έκανα μετά τη χούντα, ήταν η Τρίτη Ανθολογία του Σπανού. Μετά έκανα το Παιδί της Γης, σε ποίηση Χατζηδάκι και μουσική του Μαυρουδή, κατόπιν το Ένα καπέλο τραγούδια που είναι όλος δικός μου, στίχοι και μουσική.

Μετά, νομίζω ότι ήταν ο δίσκος που έκανα με τον Λάκη Παπαδόπουλο, το Περίπου.

Στη συνέχεια, όταν έφυγε από τη Λύρα ο Πατσιφάς, δεν ήθελα να είμαι πια, αν και μου προτάθηκε να αναλάβω τη μισή παραγωγή της εταιρείας αλλά αρνήθηκα να το κάνω, γιατί είπα στον κύριο που μου το πρότεινε, ότι εγώ είμαι ενεργός καλλιτέχνης, και δεν μπορώ να κάνω τον χωροφύλακα στους συναδέλφους μου.

Με αυτά και με άλλα, βρέθηκα στη Sony, όπου έκανα πολύ καλούς δίσκους: Ο πρώτος ήταν το Τσάι γιασεμιού, ο δεύτερος ήταν το Μετά Τιμής. Έκανα καινούργιες δουλειές, και ενδιάμεσα έκανα και νέες εκτελέσεις. Μετά, έκανα το Ζητάτε να σας πω, με παλιά τραγούδια τα οποία τραγουδούσα σαν παιδί και εξακολουθώ να τα τραγουδάω και τα αγαπώ πάρα πολύ.

Κι εγώ τραγουδάω τα τραγούδια που αγαπώ και μου αντέχουν στον χρόνο. Δηλαδή, ένα τραγούδι που μπορώ να το τραγουδάω 40 χρόνια ή 50 και να μη με κουράζει, αυτό μου αρέσει. Όπως και ένα καινούργιο τραγούδι, ή ένα παλιό που μπορεί να το ανακαλύψω τώρα. Δεν έχει καμία σημασία. Θα βγω και θα το πω και θα μ’ αρέσει πολύ…

Ακολούθησε το Άσε τα κρυφά κρυμμένα, με μισά τραγούδια δικά μου και μισά άλλων, και το Έμπορος ονείρων, και μετά έκανα 13 χρόνια να τραγουδήσω…

Κρ.Π.: Γιατί;

Αρλέτα: Διότι ουδείς ήθελε να κάνει δίσκο μαζί μου.

Κρ.Π.: Σε ποια δεκαετία συνέβη αυτό;

Αρλέτα: Νομίζω το ’90. Μετά το 1995 που βγήκε ο Έμπορος ονείρων, και το βιβλίο μου: Από πού πάνε για την άνοιξη;. Μετά από αυτό, έκανα 13 χρόνια να… σκάσω μύτη, με το Και πάλι χαίρεται.

Κρ.Π.: Το 2009;

Αρλέτα: Ναι, πρέπει να ήταν πριν τρία χρόνια περίπου. Έγινε μετά από μια περιπέτεια πολύ σοβαρή και όταν βγήκε αυτό το cd ανακάλυψαν στα αρχεία της Λύρα μια ηχογράφηση που είχε γίνει demo για να σταλεί έξω, με δώδεκα τραγούδια στα αγγλικά.

Αυτά ήταν τα τελευταία που έκανα, και δεν ξέρω αν θα ξανακάνω τίποτα. Γιατί οι δισκογραφικές εταιρείες για μένα δεν υφίστανται. Έχει ξεφτιλιστεί τελείως η κατάσταση.

Και κάνω αυτά που αγαπάω, κι αυτά που μ’ αρέσουν, κι αυτό έχω σκοπό να κάνω…

Κρ.Π.: Αυτό το διάστημα των 13 χρόνων, που δεν εμφανιστήκατε πουθενά, δηλαδή, από το 1995 μέχρι το 2009;

Aρλέτα: Δεν ήταν επειδή το ήθελα, ήταν κατ’ ανάγκην. Σε μια δεκαετία έχω πάθει περίπου έξι πολύ σοβαρές ασθένειες. Ήμουν άρρωστη, δηλαδή, σχεδόν συνέχεια. Κι αυτό σίγουρα δε μου επέτρεπε να κάνω τίποτα. Ήμουν ή άρρωστη, ή σε ανάρρωση, όπως και τώρα είμαι σε ανάρρωση. Και σε λίγο θα ξαναείμαι.

Kρ.Π.: Έχετε πάρει ντοκτορά στο θέμα της ίασης…

Αρλέτα: Νομίζω έχω πάρει πολλά ολυμπιακά μετάλλια… Ένα πράγμα που είμαι προπονημένη, είναι στις αρρώστιες.

Κρ.Π.: Και ο πατέρας σας ήταν γιατρός…

Αρλέτα: Ναι ήταν γιατρός, και πολύ καλός γιατρός. Και δυστυχώς γι αυτόν και για μας, ιδεολόγος.

Κρ.Π.: Πώς αντιμετωπίζετε μια ασθένεια;

Αρλέτα: Όταν έρθει, ή φεύγεις, ή μένεις. Απ’ τη στιγμή που μένεις, θα πρέπει να προσπαθήσεις να ζήσεις όσο γίνεται καλύτερα. Δεν ξέρω να σας πω ακριβώς, γιατί δεν έχω προλάβει και πολλά πράγματα. Μόλις έφευγε το ένα, ερχόταν το άλλο. Χρειάζεται πάρα πολύ υπομονή, κάτι που έχω, αλλά έχω φτάσει και στο όριό μου, νομίζω. Δεν ξέρω αν θ’ αντέξω τίποτε άλλο. Είμαι, πάντως, άνθρωπος μεγάλης αντοχής.

Κρ.Π.: Ήρωας.

Αρλέτα: Δεν είμαι ήρωας, απλώς έχω κακό γονίδιο. Αλλά και πολύ γερό οργανισμό. Έτσι μου λένε. Αλλιώς δεν θα άντεχα.

Το θέμα είναι ότι πλέον χρωστάω τη ζωή μου σε κάποιους ανθρώπους, και δεν μπορώ να την πάρω πίσω μόνη μου. Δεν είναι δικιά μου πια.

Κρ.Π.: Πώς το εννοείτε αυτό;

Αρλέτα: Εννοώ ότι αν δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι, εγώ δεν ήμουν εδώ, τώρα. Άρα τους την χρωστάω, δεν είναι δικιά μου. Κι επίσης, χρωστάω και της Μιχαλούς. Αυτό είναι σίγουρο.

Κρ.Π.: Εννοείται συναισθηματικά ή πρακτικά;

Αρλέτα: Και συναισθηματικά, και πρακτικά, και ουσιαστικά και όπως θέλετε. Και ξέρετε, μπορεί να έχω πάρα πολλά ελαττώματα, αλλά δεν νομίζω ότι είμαι αχάριστος άνθρωπος. Άχρηστη μπορεί να είμαι, αχάριστη όχι.

Kρ.Π.: Θέλετε να πείτε και για το Νέο Κύμα;

Αρλέτα: Υπάρχει ένας μύθος εκεί. Το Νέο Κύμα, εγώ το συνάντησα προς το τέλος του. Το Νέο Κύμα, ήταν η Καίτη Χωματά, ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Γιάννης Σπανός, ο Μαυρουδής, ο Κοντογιώργος, αυτοί το ξεκίνησαν…

Εγώ ήρθα προς το τέλος. Γιατί το Νέο Κύμα, μετά τη χούντα δεν υπήρχε. Κι επίσης, κυνηγήθηκε πάρα πολύ ακόμα κι από κάποιους που ήταν μέσα σ’ αυτό.

Ξέχασα να αναφέρω και τον Διονύση Σαββόπουλο, γιατί κι αυτός ήταν Νέο Κύμα. Το θυμήθηκε πριν από λίγο καιρό.

Το Νέο Κύμα, είναι κάτι που κυνηγήθηκε και δυσφημίστηκε κατά κόρον, πιστεύω γιατί ήταν δημιουργία μιας ομάδας ανθρώπων, με επικεφαλή τον Αλέκο Πατσιφά που έκανε τη Λύρα. Δεν ήταν δηλαδή, ένα είδος που το έκανε ο κόσμος και μετά το πήραν μυρωδιά οι υπόλοιποι. Ήταν δημιούργημα ανθρώπων. Και στην Ελλάδα, τα δημιουργήματα των ανθρώπων δεν πολυαρέσουν. Ή δολοφονούμε τους κυβερνήτες, ή δολοφονούμε τους καλλιτέχνες. Κι αυτό το λέω μετά λόγου γνώσεως.

Αν καθίσουμε να λάβουμε υπόψιν μας το πόσο έχουν δυσφημιστεί οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα… Πράγματα τα οποία ξεχνάμε όταν αρχίζουν να τους εκθειάζουν. Δεν θέλω να αναφερθώ συγκεκριμένα. Αλλά θα ‘πρεπε να γίνει μία έρευνα πάνω σ’ αυτό.

Και επίσης, το γεγονός, ότι το ελληνικό κράτος, είναι πάρα πολύ εχθρικό με τους καλλιτέχνες. Όλοι νομίζουν ότι οι καλλιτέχνες είναι ζάπλουτοι.

Εγώ αν έχω να πάρω 100 ευρώ, πριν τα πάρω, τα 33 πάνε στο κράτος. Έχω 33% κρατήσεις στην πηγή. Και βέβαια, μετά, έχουμε επιπλέον φορολογία.

Επίσης, είμαι ουσιαστικά ανασφάλιστη, διότι εμάς μας γράψανε στο ΙΚΑ, όταν εγώ ήμουν 45 χρονών, ενώ τραγουδούσα από τα 20. Κι αν δεν είχα μια ασφάλιση απ’ τον πατέρα μου, όλα αυτά που έχω περάσει, δεν θα τα είχα περάσει, βέβαια. Θα είχα φύγει μια ώρα αρχύτερα…

Το ελληνικό κράτος, όμως, διαλέγει τρείς – τέσσερις οι οποίοι είναι οι γνωστότεροι, και νομίζει κανείς ότι όλοι είναι έτσι… Αλλά, για να υπάρξουν αυτοί οι τρεις – τέσσερις, οι top, πρέπει να υπάρχουν και οι υπόλοιποι. Δεν γίνεται αλλιώς. Για παράδειγμα, μια ποδοσφαιρική ομάδα έχει τ’ αστέρια της. Δεν παίζουν μόνα τους, όμως. Έχουν ανάγκη και τους άλλους για να κάνουν παιχνίδι… Σ’ αυτή τη χώρα, δεν λαμβάνουν υπόψη τους, ότι πρέπει να υπάρχει κι ένας χώρος καλλιτεχνικός και δημιουργικός για να υπάρξουν και οι μεγάλοι. Εδώ, μόνο οι μεγάλοι τους ενδιαφέρουν.

Το πως γίνανε, πως βγήκανε, πως σταθήκανε, ουδέναν ενδιαφέρει. Και ξέρετε, αυτό είναι πάρα πολύ άσχημο, γιατί η Ελλάδα είναι χώρος με πάρα πολλά ταλέντα και γενικά οι Έλληνες, ήταν ένας λαός καλλιεργημένος, μόνο και μόνο επειδή μίλαγε ελληνικά. Μόνο και να μιλάς αυτή τη γλώσσα, είσαι καλλιεργημένος. Είναι τόσο πλούσια και τόσο παλιά. Τά ‘χει όλα μέσα της.

Τώρα πάνε να την καταργήσουν κι αυτή για να ησυχάσουμε.

Και όλοι, με πάρα πολύ χαρά… και εδώ θα το πω αυτό και θέλω πολύ να γραφτεί: Μία κυρία πριν από κάποια χρόνια –κι έχω καλή μνήμη, παρόλα τα εγκεφαλικά που έχω περάσει, είμαι μια χαρά- είπε ότι πρέπει τα αγγλικά να γίνουν επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Κι αντί να την κρεμάσουν ανάποδα στο Σύνταγμα, την έκαναν υπουργό Παιδείας!

Κρ.Π.: Την κυρία Διαμαντοπούλου, εννοείτε…

Αρλέτα: Την κυρία Διαμαντοπούλου με το όνομα. Ουδείς και πουθενά, δεν είδα να αναφέρει ή να αναφέρεται σ’ αυτό. Ενώ το είπε, και είναι καταγραμμένο. Δεν το λέω εγώ. Αυτό αν το είχε πει άνθρωπος, θα έπρεπε να τον είχαν κρεμάσει στο Σύνταγμα, και να του είχαν βάλει και φωτιά από κάτω. Και αντί γι’ αυτό, έγινε υπουργός Παιδείας, παρακαλώ!

Δεν την ξέρω προσωπικά την κυρία. Αλλά αυτή τη φράση που είπε, δεν πρόκειται να την συγχωρήσω όσο ζω. Γιατί, αν γύρισα στην Ελλάδα, γύρισα για τη γλώσσα. Είμαι ερωτευμένη με τη γλώσσα.

Και η Ελλάδα, είναι μια χώρα, σαν την Ιθάκη. Δεν έχει να δώσει… Όλοι γυρεύουν απ’ την Ελλάδα, να φάνε, να φάνε, να φάνε. Δεν έχει να δώσει η Ελλάδα πολλά πράγματα. Είναι μια χώρα παλιά. Φτωχή δεν είναι. Είναι παλιά, κι έχει πάρα πολλές ανάγκες.

Αυτό που δεν καταλαβαίνουν, είναι πως και μόνο το ότι υπάρχουμε, είναι ένα θαύμα. Αν καθίσει κάποιος να σκεφτεί ότι άλλοι λαοί αφομοιώθηκαν σε χρόνο ρεκόρ… κι αντίθετα, εμείς, 2 χιλιάδες χρόνια μετά, δεν αφομοιωθήκαμε! Και τώρα, πάμε να αφομοιωθούμε. Και όλοι, είναι πανευτυχείς που πάμε να αφομοιωθούμε με πρωτεργάτη την πρώην υπουργό Παιδείας.

Διότι, ακούω στην τηλεόραση να λένε ότι αγγλικούρες μπορείτε να φανταστείτε –γιατί ούτε αγγλικά ξέρουν. Οι δε δημοσιογράφοι της κρατικής τηλεόρασης, το τι πατάτες λένε, δεν λέγεται. Κι εγώ, τους πληρώνω, αυτούς. Κι όταν πληρώνω κάποιον έχω την απαίτηση να μιλάει ελληνικά. Όχι την επιθυμία. Την απαίτηση.

Να σας πω όμως κάτι. Ότι και να κάνουνε, δεν πρόκειται να την ξεριζώσουν αυτή τη γλώσσα. Έχετε προσπαθήσει να ξεριζώσετε άγρια βάτα; Δεν ξεριζώνονται με τίποτα.

Το θέμα είναι, πόσοι νέοι άνθρωποι θα αντισταθούν; Πιστεύω ότι θα υπάρξουν λίγοι, πολλοί λίγοι, γιατί οι έλληνες έτσι κι αλλιώς είναι πολύ λίγοι. Πάντα ήταν μικρός λαός.

Κι αυτό που λέμε «είμαι Έλληνας», είναι πολύ βαρύ πράγμα. Είμαι τελείως κάθετη. Είχα παρακολουθήσει στα ορεινά της Κρήτης, δύο γέρους να μιλάνε σε ένα καφενείο, και να έχουν μία φιλοσοφική συζήτηση, απίστευτη. Κι επίσης είχα δάσκαλο τον Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος είχε ζήσει όλη του τη ζωή στο Παρίσι, αλλά εξακολουθούσε να έχει μία τόσο βαριά κρητική προφορά, που πολύ το φχαριστιόμουνα. Δηλαδή, έλεγε γαλλικές λέξεις, και νόμιζες ότι ήσουνα στα ορεινά χωριά της Κρήτης.

Και άλλοι πηγαίνουν για ένα μήνα στο εξωτερικό, και γυρνάνε κι έχουν ξεχάσει τα ελληνικά τους. Μπερδεύουν τις λέξεις. Θεούλη μου και Παναγία μου. Τι γυφτιά!(αν και δεν μ’ αρέσει η λέξη, γιατί οι γύφτοι είναι πολλές φορές, καλύτεροι από μας).

Κρ.Π.: Είπατε ότι κατάγεστε από τη Ρούμελη;

Αρλέτα: Πατρίδα μου, πραγματική, όπως είπα, είναι τα Εξάρχεια. Η καταγωγή μου είναι και από τις δύο μεριές από τη Ρούμελη. Έχω και μία ρίζα από την προγιαγιά μου, από την Κρήτη. Η μητέρα μου ήταν μέσα από τη Λειβαδιά, ο πατέρας μου από τον Ορχομενό, μισή ώρα μακριά από τη Λειβαδιά. Και είμαι από τη μια μεριά από τζάκι(από τη μεριά της μαμάς μας), κι από την άλλη από φουφού(από τη μεριά του μπαμπά). Σύμφωνα με τα πρότυπα της εσπερίας, όχι τα δικά μου.

Η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, ήταν λίγο high society… Διότι η γιαγιά μου, από τη μεριά του μπαμπά μου, για μένα ήταν ακόμα πιο high society, ήταν θεραπεύτρια όπως και ο παππούς μου, κι από αυτή την οικογένεια, ο πατέρας μου, ήταν το μόνο παιδί που σπούδασε και κατάφερε να γίνει γιατρός.

Αλλά δεν πρόλαβα να γνωρίσω καλά όλους τους προγόνους μου. Γενικά, δεν είμαστε μακρόβια οικογένεια.

Κρ.Π.: Εύχομαι να το… σπάσετε αυτό.

Αρλέτα: Για την ώρα, έχω σπάσει τα μούτρα μου, τόσες φορές, κι έχω δει το χάρο με τα μάτια μου άλλες τόσες, και μού χει πει, σήκω φύγε. Δεν εξηγείται αλλιώς. Γιατί εγώ, δεν έπρεπε να ‘μαι εδώ, τώρα…

Κρ.Π.: Το όνομα Αρλέτα, πώς προέκυψε;

Αρλέτα: Με βάφτισαν Αργυρώ – Νικολέτα. Ο νονός μου πήρε το Αρ- από το Αργυρώ και το Λέτα από το Νικολέτα, και έτσι έγινε το Αρλέτα, ένα όνομα που υπάρχει στη γαλλία, ως Αρλετ, και το είχε και μία γαλλίδα ηθοποιός, που την έλεγαν Αρλετύ.

Κρ.Π.: Έχετε πολύ ήρεμη φωνή.

Αρλέτα: Είμαι αποτελεσματικότετη από τα βαρβιρουρικά και πολύ ολιγότερον τοξική. Έχω κοιμήσει πολλά μωρά και έχω ησυχάσει και πολλά μωρά. Ένα από αυτά ήμουν κι εγώ -η μητέρα μου το έχει πει, γιατί εγώ δεν το θυμόμουν: ότι όταν ήμουν μωρό νανουριζόμουνα μόνη μου.-