Σαν σήμερα, στις 18 Μαίου του 1911, έφυγε από τη ζωή ο Γκούσταβ Μάλερ, ένας από τους σημαντικότερους υστερο-ρομαντικούς συνθέτες που, κατά πολλούς, αποτέλεσε τη γέφυρα προς τον γερμανικό μουσικό μοντερνισμό. Ο εβραϊκής καταγωγής Αυστριακός συνθέτης, γεννημένος το 1860, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βιέννη.

Ads

Το έργο του Γκουύσταβ Μάλερ είναι ο καθρέφτης της ζωής του. Αυτό υποστηρίζουν πολλοί μελετητές του, χωρίς ωστόσο να μπορούν να είναι σίγουροι για αυτή την ερμηνεία. Στις νότες του Μάλερ, ο μουσικός David Matthews διαβάζει τη ζωή και τα συναισθήματα του μεγάλου συνθέτη της εποχής του ύστερου ρομαντισμού. Για τον David Matthews, όπως διαβάζουμε σε άρθρο του στο «bNet», η μουσική του Μάλερ, εκτός από αριστούργημα είναι και το ακριβές του ψυχογράφημα:

H μουσική του Μάλερ είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή του. Οι συμφωνίες του είναι η μουσική του αυτοβιογραφία. Η μουσική του, έχει τις ρίζες της σε μια παιδική ηλικία γεμάτη θλίψη: επτά από τα δεκατρία αδέλφια του πέθαναν σε νηπιακή ηλικία ενώ έχασε τον αγαπημένο του αδελφό, τον Ernst, σε ηλικία δεκατριών ετών. Ο Γκούσταβ ήταν το πρώτο παιδί που της οικογένειας Μάλερ. Οι γονείς του, μόλις ανακάλυψαν το ταλέντο του στη μουσική τον ενθάρρυναν να ακολουθήσει μια μουσική καριέρα. Τελικά, αποδείχθηκε πως είχαν δίκιο.

Τα πρώιμα έργα του Μάλερ αποτελούν μια προσπάθεια κατανόησης και αλλά και αντιμετώπισης του πόνου που ένιωσε στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Οι πρώτες δύο συμφωνίες είναι γεμάτες από μια έντονη και ταραχώδη συγκίνηση. Και οι δύο περιέχουν πένθιμα εμβατήρια, όμως ο θάνατος εμφανίζεται ως κάτι που μπορεί να πολεμηθεί και να ξεπεραστεί. Τελικά, τα δύο αυτά έργα καταλήγουν να είναι θριαμβευτικά. Στην τρίτη συμφωνία του, ο Μάλερ «οραματίζεται» το σύνολο της φύσης να στρέφεται προς το Θεό: πρόκειται για το πιο χαρούμενο έργο του. Εκτός από συμφωνίες, έγραφε και τραγούδια, εμπνευσμένα από τη λαϊκή ποίηση της εποχής του. Κάποια από αυτά τα τραγούδια εκφράζουν μια αφελή ευτυχία, κάποια έχουν ένα εκλεπτυσμένο χιούμορ ενώ άλλα θρηνούν αδιάκοπα θανάτους.

Ads

Το Φεβρουάριο του 1901, λίγα χρόνια αφότου είχε λάβει τη θέση του διευθυντή της Όπερας της Βιέννης, ο Μάλερ υπέστη μια παρ’ ολίγο θανατηφόρα αιμορραγία. Οι μετέπειτα συνθέσεις του αυτόν το χρόνο αντανακλούν αυτή την συνάντηση με το θάνατο. Eπίσης, σε αυτή την περίοδο άρχισε τη σύνθεση του πρώτου μέρους της πέμπτης συμφωνίας του, που χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία πένθιμου τόνου.

Στο τέλος του 1901 γνώρισε τη νεαρή και όμορφη Alma Schindler, την οποία ερωτεύτηκε αμέσως και την παντρεύτηκε την επόμενη άνοιξη. Το καλοκαίρι τελείωσε την πέμπτη συμφωνία του μέσα σε ένα κλίμα αγαλλίασης. Σύντομα απέκτησαν μια κόρη, την Άννα. Το ίδιο καλοκαίρι, τελείωσε τη σειρά τραγουδιών με θέμα τo θάνατο παιδιών (Kindertoteniieder).

Τρία χρόνια αργότερα, η δευτερότοκη κόρη του, η Μαρία, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Παράλληλα, ο Μάλερ πληροφορήθηκε ότι η καρδιά του βρισκόταν σε επισφαλή κατάσταση και πως θα έπρεπε να σταματήσει την έντονη ζωή του, ώστε να μην κουράζεται. Για το Μάλερ, αυτό ήταν ένα καταστροφικό διπλό χτύπημα. Θλίψη και πένθος για την απώλεια της αγαπημένης του κόρης και μια αυξανόμενη αίσθηση της δικής του θνησιμότητας οδήγησαν σε ένα ιδιαίτερα ζοφερό κλίμα. Έτσι έζησε τα τρία επόμενα χρόνια της ζωής του.

Η ενάτη συμφωνία του, την οποία συνέθεσε το 1909, δεν είχε καμία σχέση με την ογδόη συμφωνία, που εξυμνούσε τη θρησκευτική πίστη. Πλέον, δεν θα υπήρχει ευτυχές και θριαμβευτικό τέλος. Η ενάτη συμφωνία είναι η πιο ακραία του αντιπαράθεση με την ιδέα του θανάτου, ως εκμηδένιση. Στην αρχή της, το έργο διαρθρώνεται πάνω σε τρεις καταστροφικούς άξονες, εκ των οποίων ο τελευταίος εν τέλει διώχνει κάθε δυναμική από τη μουσική και αφήνει μια αίσθηση νοσταλγίας. Στο τέλος της, το αντάτζιο τελικά ξανακερδίζει το πνεύμα της ευγένειας και της αγάπης για τη ζωή.

Ο Μάλερ πέθανε πριν προλάβει να τελειώσει την δεκάτη συμφωνία του. Άφησε όμως αρκετά κομμάτια της. Στις 18 Μαίου του 1911, ο Γκούσταβ Μάλερ, που έπασχε από στρεπτόκοκκο στο αίμα, έφυγε από τη ζωή. Σύμφωνα με μαρτυρίες της συζύγου του, η τελευταία του φράση ήταν: «Μότσαρτλ» (υποκοριστικό του Μότσαρτ».