Ο πιο πιστός συνεργάτης του Σαντάμ Χουσεΐν, Ταρέκ Αζίζ, ο οποίος εκτίει ποινή 15ετούς κάθειρξης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, παραχώρησε την πρώτη του συνέντευξη από το 2003 στην βρετανική Guardian. Στη συνέντευξή του, ο Ταρέκ Αζίζ εμφανίζεται αντίθετος στην αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από το Ιράκ, αφού κάτι τέτοιο «αφήνει τη χώρα στους λύκους».

Ads

Ο Ταρέκ Αζίζ εμφανίζεται εντελώς αντίθετος με τα σχέδια του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για οριστική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα μέχρι το τέλος Αυγούστου. «Είμαστε όλοι θύματα των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Σκότωσαν τη χώρα μας με πολλούς τρόπους. Όταν κάνεις ένα λάθος πρέπει να το διορθώνεις, όχι να αφήνεις τη χώρα να πεθάνει» λέει ο Αζίζ και τονίζει ότι η χώρα είναι σε χειρότερη κατάσταση απ’ ότι πριν τον πόλεμο.

«Για τριάντα χρόνια ο Σαντάμ έχτιζε τη χώρα και τώρα είναι κατεστραμμένη. Υπάρχουν περισσότεροι άρρωστοι, περισσότεροι πεινασμένοι. Οι άνθρωποι δεν έχουν υπηρεσίες. Κάθε μέρα σκοτώνονται ανα δεκάδες αν όχι ανα εκατοντάδες. Αναθάρρησα όταν εξελέγη ο Ομπάμα πρόεδρος, επειδή σκέφτηκα ότι θα διόρθωνε μερικά από τα σφάλματα του Μπους. Αλλά ο Ομπάμα είναι υποκριτής. Αφήνει το Ιράκ στους λύκους».

Ο Αζίζ αρνείται να ασκήσει κριτική στο καθεστώς Σαντάμ και τον ίδιο τον νεκρό δικτάτορα. «Αν μιλήσω τώρα για μετάνοια, οι άνθρωποι θα με εκλάβουν για οπορτουνιστή. Δεν θα μιλήσω κατά του Σαντάμ έως ότου είμαι ελεύθερος άνθρωπος. Η σοφία είναι μέρος της ελευθερίας. Όταν θα είμαι ελεύθερος και θα γράψω την αλήθεια θα μπορούσα να μιλήσω ακόμα και κατά του καλύτερού μου φίλου».

Ads

«Ο Σαντάμ δεν έλεγε ψέματα. Δεν άλλαζε τα γεγονότα. Είναι κάποιος για τον οποίο έχω μεγάλο σεβασμό και αγάπη. Είναι ένας άνθρωπος για τον οποίο η ιστορία θα δείξει ότι υπηρέτησε τη χώρα του. Ο Σαντάμ έχτισε τη χώρα και υπηρέτησε το λαό. Δεν μπορώ να αποδεχτώ την κρίση της Δύσης για το ότι ήταν λανθασμένος. Αλλά δεν έκανε λάθη ο Τσώρτσιλ; Δεν έκανε ο Μπράουν; Υπήρξαν μήπως Βρετανοί υπουργοί που κατήγγειλαν τα ψέματα των ηγετών τους επι τόπου; Όχι. Μίλησαν αργότερα».

Ο Αζίζ λέει πως ο ίδιος προσπάθησε να αποτρέψει το Σαντάμ από το να εισβάλλει στο Κουβέιτ το 1991. «Ζήτησα από το Σαντάμ να μην εισβάλλει στο Κουβέιτ. Αλλά έπρεπε να υποστηρίξω την απόφαση της πλειοψηφίας. Όταν η απόφαση ελήφθη, είπα ότι αυτό θα επέφερε πόλεμο με τις ΗΠΑ και ότι δεν ήταν υπέρ των συμφερόντων μας ένας πόλεμος με τις ΗΠΑ. Αλλά η απόφαση είχε ληφθεί. Ήμουν ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας και έπρεπε να υπερασπιστώ τη χώρα και να κάνω ότι ήταν δυνατόν για να εξηγήσω τη θέση μας».

Για τη δεκαετία που ακολούθησε με τις κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών και το πρόγραμμα «πετρέλαιο για τροφή», ο Αζίζ υποστηρίζει ότι ο ίδιος και ο Σαντάμ κατάφεραν να τρέφουν όλους τους Ιρακινούς και να διατηρήσουν τη σταθερότητα στη χώρα.

Κλείνοντας, ο Ταρέκ Αζίζ σημειώνει: «Ο Μπους και ο Μπλέρ είπαν ψέματα σκόπιμα. Είναι και οι δυο φιλοσιωνιστές. Ήθελαν να καταστρέψουν το Ιράκ για χάρη του Ισραήλ, όχι για χάρη των ΗΠΑ και της Βρετανίας».

Επιστολή Ομπάμα προς τον αγιατολάχ Αλί Σιστάνι

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα έστειλε επιστολή στον σιίτη πνευματικό ηγέτη, το μεγάλο αγιατολάχ Αλι Σιστάνι, ζητώντας του να θέσει τέλος στις διαμάχες ανάμεσα στις πολιτικές προσωπικότητες του Ιράκ ώστε να γίνει δυνατός ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης, σύμφωνα με το περιοδικό Foreign policy.

Η ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού, που επικαλείται ως πηγή της πληροφορίας πρόσωπο του περιβάλλοντος του Αλι Σιστάνι, αναφέρει ότι η επιστολή επιδόθηκε στον σιίτη ιερωμένο από σιίτη βουλευτή του ιρακινού κοινοβουλίου.

Ο Αμερικανός πρόεδρος φέρεται να έστειλε την επιστολή λίγες ημέρες μετά την αποτυχημένη απόπειρα του αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν να διευθετήσει τις διαμάχες για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις 4 Ιουλίου στη Βαγδάτη.

Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου αρνήθηκε να σχολιάσει την πληροφορία, όπως και ο εκπρόσωπος του γραφείου του Αλι Σιστάνι στη Νατζάφ. Την Τετάρτη, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάλεσε την ιρακινή ηγεσία να θέσει τέλος στο πολιτικό αδιέξοδο σχηματίζοντας τη νέα κυβέρνηση, πέντε μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές.