Για όλα «φταίνε οι μετανάστες». Μεταφέρουν ασθένειες, καρπώνονται επιδόματα που προορίζονται για Κύπριους, φταίνε για την αύξηση της εγκληματικότητας και την έκρηξη της ανεργίας, προκαλούν αισθήματα ανασφάλειας κ.α. Σε αυτά συνοψίζονται τα συμπεράσματα της έρευνας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του κυπριακού υπουργείου Εσωτερικών για τις αντιλήψεις των Κυπρίων για τους μετανάστες.

Ads

Η έρευνα που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», δείχνει ότι οι Ελληνοκύπριοι έχουν υψηλό μέσο όρο συμφωνίας σε κάποιες δηλώσεις που αναφέρονται στη μετανάστευση ως πηγή προβλημάτων στη χώρα υποδοχής.

Ειδικότερα συμφωνούν ότι η μετανάστευση προκαλεί αύξηση της ανεργίας (85%), αύξηση της εγκληματικότητας (81%), περισσότερα προβλήματα παρά ευκαιρίες (70%), αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες (73%), και ότι η μετανάστευση είναι το μέσο μεταφοράς νοσημάτων στην Κύπρο (61%).

Επιπλέον, το 45% των συμμετεχόντων απάντησε αρνητικά στην ερώτηση αν έχουν κάποια επικοινωνία με μετανάστες που ζουν στην Κύπρο. Το ποσοστό ατόμων που δεν δήλωσαν επικοινωνία με μετανάστες ήταν ψηλότερο στα άτομα μεσαίας και χαμηλής κοινωνικής τάξης.

Ads

Από όσους απάντησαν θετικά, η επικοινωνία ήταν επαγγελματική και σε ελαφρώς μικρότερο ποσοστό προσωπική. Σε όσους έχουν επικοινωνία με μετανάστες οι μισοί περίπου χαρακτήρισαν την επικοινωνία ως επιφανειακή και οι υπόλοιποι ως ουσιαστική.

Στο ερώτημα, αν αυτή η επικοινωνία επηρέασε θετικά ή αρνητικά το βαθμό εμπιστοσύνης τους προς τους μετανάστες, σε ποσοστό 45% απάντησαν κάπως θετικά και 17% ως πολύ θετικά, ενώ 19% και 12% απάντησαν κάπως και πολύ αρνητικά, αντίστοιχα. Θετικότερες ήταν οι απαντήσεις των ατόμων της νεαρότερης ομάδας και των κατοίκων Λευκωσίας.

Παράλληλα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να επιλέξουν σε ποιο βαθμό πιστεύουν ότι οι εντυπώσεις που έχουν για τους μετανάστες βασίζονται σε διάφορες εμπειρίες ή διαφορετικές πηγές ενημέρωσης. Οι δύο πιο συχνές πηγές ενημέρωσης ήταν οι προσωπικές εμπειρίες, καθώς και τα ΜΜΕ.

Σχετικά με το βαθμό αποδοχής των μεταναστών σε διάφορους ρόλους, οι Κύπριοι απάντησαν σε κλίμακα που κυμαίνεται από το πολύ αποδεκτό (4) μέχρι το καθόλου αποδεκτό (1). Με την παραδοχή ότι το μέσο της κλίμακας είναι το 2,5, οι Κύπριοι εξέφρασαν ουδέτερη προς ελαφρώς αποδεκτή άποψη ως προς το να έχουν μετανάστες γείτονες, συναδέλφους, φίλους, και δέχονται τα παιδιά τους να έχουν φίλους ή να φοιτούν σε κοινό σχολείο μαζί με μετανάστες.

Οι απόψεις αυτές όμως δεν πλησιάζουν το 3 που χαρακτηρίζεται ως «αρκετά αποδεκτό». Κάπως χαμηλότερο βαθμό αποδοχής εξέφρασαν ως προς το να έχουν μετανάστες υφιστάμενους και προϊστάμενους (Μ.Ο. 2,4 και 2,1 αντίστοιχα), και θεώρησαν «λίγο αποδεκτό» κατά μέσο όρο τα παιδιά τους να παντρευτούν μετανάστη (Μ.Ο.=2). Η τελευταία αυτή απάντηση συγκέντρωσε τα μικρότερα ποσοστά αρκετής ή μεγάλης αποδοχής, 18% και 12%, αντίστοιχα σε σχέση με όλες τις προηγούμενες ερωτήσεις.

Τα άτομα που πήραν μέρος στην έρευνα, ισχυρίστηκαν ότι το κράτος αδρανεί γενικά στο θέμα της μετανάστευσης, καθώς επίσης και στην επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με αυτή. Κάποιοι αποδίδουν την αδράνεια αυτή στους περιορισμούς που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, αναμένουν από την κυβέρνησή τους να αναλάβει δράσεις με απώτερο σκοπό τη μείωση των αριθμών των μεταναστών με ιδιαίτερη έμφαση στην εκδίωξη των παράνομων μεταναστών. Μια τελική απαίτηση από τους συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν η μείωση των κρατικών πόρων που διατίθενται για κατανάλωση από τους μετανάστες.

Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του υπουργείου Εσωτερικών, στο πλαίσιο του προγράμματος 2008 του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ένταξης Υπηκόων Τρίτων Χωρών στην Κύπρο, έχει εγκρίνει και χρηματοδοτήσει τη Δράση “Έρευνα για τις απόψεις και αντιλήψεις των ενηλίκων Κυπρίων πολιτών απέναντι στους μετανάστες”. Η συγκεκριμένη έρευνα ήταν παγκύπρια με αντιπροσωπευτικό δείγμα ενήλικων Κυπρίων.

Ποσοτικά δεδομένα έχουν συλλεχθεί από 1.177 ενήλικες Κύπριους μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων. Ποιοτικά δεδομένα έχουν συλλεχθεί από 38 ενήλικες μέσω ημιδομημένου ερωτηματολογίου από πέντε ομάδες εστίασης. Όλα τα δεδομένα συλλέχθηκαν τον Ιούνιο του 2010.