Επί σειρά ετών, η διασφάλιση του απορρήτου των συναλλαγών ήταν συνώνυμη της τραπεζικής αξιοπιστίας για τους πλουσιότερους καταθέτες. Ωστόσο, στο πλαίσιο της διεθνούς μάχης κατά του «βρόμικου χρήματος» και, στη συνέχεια, κατά της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να εξελιχθούν. Τώρα πια, προσλαμβάνουν πρώην αστυνομικούς και δικαστικούς για να εφαρμόσουν μια ευρεία, όσο και ελάχιστα γνωστή, χρηματοοικονομική εποπτεία.

Ads

Των Gilles Favarel-Garrigues, Thierry Godefroy και Pierre Lascoumes από τη Le Monde, μετάφραση Ελευθεροτυπία.

Τις τελευταίες εβδομάδες του 2009, κάνει την εμφάνισή της στον τύπο η φωτογραφία κάποιου Ερβέ Φαλτσιανί. Αφού υπέκλεψε λίστες τραπεζικών δεδομένων, ο πρώην χειριστής πληροφοριακών προγραμμάτων της τράπεζας HSBC προσφέρθηκε να τα παραδώσει στις γαλλικές αρχές. Στις αρχές του 2008, ένας υπάλληλος της τράπεζας Liechtenstein Global Trust (LGT) είχε ήδη πουλήσει τον δικό του κατάλογο στη γερμανική εφορία έναντι αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, ενώ ένας πρώην τραπεζίτης της Union de banques suisses (UBS), αφού παρέδωσε στις αμερικανικές φορολογικές αρχές λίστα με τα ονόματα 19.000 πελατών, διεκδικούσε μερίδιο αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων από τα φορολογικά έσοδα που προέκυψαν για το αμερικανικό Δημόσιο.

Οι πρόσφατες αυτές υποθέσεις, κατά τις οποίες τραπεζικά δεδομένα περιήλθαν στην κατοχή διαφόρων κυβερνήσεων, με τη συνδρομή πρώην τραπεζικών υπαλλήλων, αποδεικνύουν τη σημασία που έχει αποκτήσει η συγκεκριμένη πρακτική. Ωστόσο, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατικών αρχών και πιστωτικών ιδρυμάτων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Εχει αναπτυχθεί εδώ και είκοσι χρόνια, στο πλαίσιο της μάχης ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος, από την οποία προέκυψε η στρατολόγηση των τραπεζών σε αυτού του τύπου την επιτήρηση -ενώ ταυτόχρονα εξαιρείται, μέχρι σήμερα, η φορολογητέα ύλη.

Ads

Το 1989, σε μία σύνοδο κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, οι χώρες του G7 αποφάσισαν να ξεκινήσουν μάχη κατά της νομιμοποίησης του «βρόμικου χρήματος», η οποία περιορίστηκε, εκείνη την εποχή, στο πεδίο των κερδών από το εμπόριο ναρκωτικών. Η Ομάδα Οικονομικής Δράσης κατά της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (GAFI), η οποία δημιουργήθηκε με απόφαση της συνόδου, αναλαμβάνει να χαράξει τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές και να συμβάλλει στη διεθνή υιοθέτησή τους. Κατά τη δεκαετία του 1990, η μάχη εξαπλώνεται στο πεδίο του οργανωμένου εγκλήματος και, στη συνέχεια, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Στο κύκλωμα του «βρόμικου χρήματος», κατ’ εξοχήν κινούμενου στόχου, περιλαμβάνονται, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, και τα οικονομικά δίκτυα που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 2008, η προσθήκη και της φοροδιαφυγής στη λίστα δεν φαίνεται να αποτελεί πλέον ταμπού. Οπως και να ‘χει, κάθε μεγάλης εμβέλειας κατασταλτική προσπάθεια εναντίον απειλών που έχουν οριστεί ως παγκόσμιες συνοδεύεται κατ’ανάγκην από το κυνήγι των παράνομων δικτύων χρηματοδότησής τους.

Η μάχη ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος μπορεί να διευρυνθεί για να αντιμετωπίσει και νέες ανησυχητικές ροές παράνομων κεφαλαίων και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στηρίζεται σε μια καινοφανή, αλλά καλά εδραιωμένη πια, συνεργασία ανάμεσα σε δημόσιες υπηρεσίες και ιδιωτικούς οργανισμούς (κατ’ αρχήν τις τράπεζες, αλλά και τις ασφαλιστικές εταιρείες, τους συμβολαιογράφους, τα μεσιτικά γραφεία κ.λπ.). Οι ιδιωτικοί αυτοί φορείς, έχοντας αναλάβει την παρακολούθηση των ύποπτων συναλλαγών, είναι υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τις υποψίες τους σε μια δημόσια αρχή, η οποία έχει συσταθεί ειδικά για τον συγκεκριμένο σκοπό -τη Serious Organised Crime Agency (SOCA) στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Financial Crimes Enforcement Network (FinCEN) στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Traitement du renseignement et action contre les circuits financiers clandestins (TracFin) στη Γαλλία.

Εμπιστευτικές έρευνες

Υστερα από εμπιστευτική έρευνα, οι αρχές αυτές αποφασίζουν αν θα διαβιβάσουν ή όχι τον φάκελο στη Δικαιοσύνη. Και πραγματικά, πολλές από τις υποθέσεις που, τα τελευταία χρόνια, απασχόλησαν την πολιτικό-δικαστική επικαιρότητα στη Γαλλία -από την Ενωση Βιομηχανιών και Επαγγελμάτων της Μεταλλουργίας (UIMM) μέχρι τους λογαριασμούς του Ζιλιέν Ντρε(1)- ήρθαν στην επιφάνεια έπειτα από ενέργειες του TracFin(2).

Δύο δεκαετίες μετά, είναι δύσκολο να αξιολογήσει κανείς τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης πολιτικής. Η ιστορία της μάχης ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος παρουσιάζεται επισήμως ως επιτυχής, καθώς, μάλιστα, οι συστάσεις του GAFI έχουν ληφθεί υπόψη στην κατάρτιση της νομοθεσίας σχεδόν εκατόν εβδομήντα χωρών. Η διεθνής υιοθέτησή τους ενίσχυσε, αναμφίβολα, την αστυνομική και δικαστική συνεργασία, καθώς και τη διαμόρφωση μιας ετερόκλητης κοινότητας ειδικών στη μάχη κατά του «βρόμικου χρήματος».

Αντίθετα, η αξιολόγηση των επιπτώσεων στην κυκλοφορία κεφαλαίων από παράνομες πηγές απαιτεί μεγαλύτερη περίσκεψη. Κάποιοι εκτιμούν ότι τα ποινικά αποτελέσματα, αν και ελάχιστα, αποδεικνύουν την αναγκαιότητα της μάχης. Αλλοι επιμένουν στον αποτρεπτικό χαρακτήρα του όλου μηχανισμού. Τέλος, υπάρχουν και ορισμένοι που θεωρούν το εγχείρημα στάχτη στα μάτια του κόσμου. Επισημαίνουν, μάλιστα, ότι τα παράνομα κεφάλαια εξακολουθούν να ευδοκιμούν και να κυκλοφορούν ή ακόμη ότι η ύπαρξη των «φορολογικών παραδείσων» και άλλων κρατών με διάτρητες νομοθεσίες δεν απειλείται, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις.

Ωστόσο, μια προσεκτική ανάλυση των τραπεζικών πρακτικών αποκαλύπτει ότι οι κύριες επιπτώσεις βρίσκονται αλλού(3). Η μάχη ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος, αποδίδοντας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ρόλο-κλειδί στην εποπτεία των πελατών και των συναλλαγών τους, μετέτρεψε τη συλλογή χρηματοπιστωτικών πληροφοριών σε κρίσιμο διακύβευμα.

Οι τράπεζες, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η επαγγελματική αποστολή τους συνίσταται στην εγγύηση εχεμύθειας προς τους πελάτες τους, δεν ήταν, στην αρχή, διατεθειμένες να ασκήσουν ένα τέτοιο καθήκον, το οποίο εξομοιωνόταν, στην αντίληψή τους, με τον ρόλο του «συνεργάτη της αστυνομίας». Για δέκα χρόνια, έδειξαν απροθυμία ως προς την εφαρμογή των υποχρεώσεων εποπτείας που επέβαλαν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες. Στη Γαλλία, χρειάστηκε να φθάσουμε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για να ενσωματωθεί η νομοθεσία στην καθημερινή τους πρακτική. Τελικά, κάτω από τη συνδυασμένη επίδραση της προτεραιότητας που δόθηκε διεθνώς στη μάχη κατά της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματοδότησής της, και του σοκ που προκάλεσε η ποινική δίωξη για ξέπλυμα χρήματος εναντίον του προέδρου της τράπεζας Societe Generale [υπόθεση Σαντιέ ΙΙ(4)], τα τραπεζικά ιδρύματα ανέλαβαν συστηματικά τις σχετικές υποχρεώσεις.

Αστυνομικοί τραπεζών

Κατ’ αρχήν, οι τράπεζες δημιούργησαν ή ενίσχυσαν τους πόλους «οικονομικής ασφάλειας» στο εσωτερικό τους, στρατολογώντας πρώην αστυνομικούς ή δικαστικούς. Για παράδειγμα, τα τραπεζικά ιδρύματα προσέλαβαν αρκετά στελέχη του Κεντρικού Γραφείου Δίωξης Μεγάλων Οικονομικών Εγκλημάτων, που υπάγεται στη γαλλική αστυνομία. Οι «αυτομολήσαντες», διατηρώντας επαφές με τους παλιούς συναδέλφους τους, ενσαρκώνουν πια την προσέγγιση δύο επαγγελματικών κόσμων που αγνοούσε ο ένας τον άλλο. Οπως διηγείται κάποιος από αυτούς, «η πείρα μου προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον στη διεύθυνση της τράπεζας, που αποδίδει μεγάλη σημασία στη “συλλογή και διαχείριση πληροφοριών” και επιθυμεί στενότερους δεσμούς με τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες».

Η κατάσταση αυτή προκαλεί αναπόφευκτα σοβαρές αντιφάσεις στα ζητήματα επαγγελματικής αφοσίωσης: Ενας από τους συνομιλητές μας δηλώνει ότι «παραμένει μπάτσος» και ότι συνεχίζει «να προσφέρει στην υπηρεσία». Τέτοιου τύπου πίστη και υπακοή προκαλεί την αποδοκιμασία των υπόλοιπων αρμόδιων στελεχών που εργάζονται στην τράπεζα από το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας τους: «Ενας αστυνομικός παραμένει αστυνομικός σε όλη του τη ζωή: πάντα θα δίνει πληροφορίες για την τράπεζα στην αστυνομία».

Αυτός ο νέος στόχος, που ενσωματώθηκε στην πολιτική διαχείρισης του τραπεζικού κινδύνου, ώθησε τους αρμόδιους για τη μάχη ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στο προφίλ των πελατών και να διαμορφώσουν διαδικασίες επαγρύπνησης προσαρμοσμένες στη διαχείριση των ύποπτων συναλλαγών. Επίσης, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να εξοπλιστούν με εξειδικευμένα πληροφοριακά εργαλεία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, αναπτύχθηκε μια σημαντική αγορά με σκοπό να μπορέσουν τα τραπεζικά ιδρύματα να αξιολογήσουν καλύτερα τους κινδύνους που συνδέονται με τους πελάτες τους. Σήμερα, το ισχυρό λογισμικό προσφέρει ένα ολόκληρο φάσμα υπηρεσιών. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στις επίσημες μαύρες λίστες και τη διαχείρισή τους, προκειμένου να αποκλείονται οι ανεπιθύμητοι πελάτες.

Οι δραστηριότητες αυτές δεν περιορίζονται στις αντιτρομοκρατικές λίστες που έχουν συντάξει οι διάφορες κυβερνήσεις, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στο πλαίσιο του πολέμου κατά της διαφθοράς, η έννοια του «προσώπου με πολιτική έκθεση» έχει ενσωματωθεί σε πολλά κείμενα διεθνών συμφωνιών και προστίθεται πλέον στις υποχρεώσεις εποπτείας των τραπεζικών ιδρυμάτων. Η ασάφεια της συγκεκριμένης έννοιας, που, σε όλες τις χώρες του κόσμου, καλύπτει τις πολιτικές προσωπικότητες, τους διοικητές των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, τους στενούς συνεργάτες τους και το περιβάλλον τους, στρώνει τον δρόμο για λίστες που θα περιλαμβάνουν μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες οικογενειακά ονόματα(5). Από τη στιγμή που ένα «πρόσωπο με πολιτική έκθεση» εμφανίζεται σε κάποια συναλλαγή, οι τράπεζες πρέπει να παρακολουθούν το ζήτημα με ιδιαίτερη προσοχή.

Τα πληροφοριακά εργαλεία έχουν, επίσης, τη δυνατότητα να σκιαγραφήσουν το προφίλ των πελατών, επιτρέποντας τον εντοπισμό «ανωμαλιών» στις διάφορες συναλλαγές τους. Οι πελάτες προσομοιώνονται με μοντέλα που επιτρέπουν να αξιολογηθεί και να προβλεφθεί το εάν συμπεριφέρονται «φυσιολογικά» ή «ασυνήθιστα» και να ανακαλυφθούν μη ορατές διασυνδέσεις μεταξύ προσώπων και κεφαλαιακών ροών. Ετσι, τα πιο εξελιγμένα πληροφοριακά συστήματα συνδυάζουν διάφορες τεχνικές ανίχνευσης χρησιμοποιώντας το φιλτράρισμα καταλόγων, την ανάλυση της συμπεριφοράς του πελάτη και την έρευνα των σχέσεών του με χώρες που παρουσιάζουν «ρίσκο». Εξυπακούεται ότι η διαφορά μεταξύ του αριθμού των ασυνήθιστων καταστάσεων που εντοπίζουν τα εργαλεία και των κρουσμάτων που, τελικά, αναφέρονται ως ύποπτα στις αρμόδιες αρχές, είναι σημαντική.

Οπως εκμυστηρεύεται ένας τραπεζίτης, «είναι περίπου σαν τον Μεγάλο Αδελφό: γνωρίζουμε τα πάντα για έναν πελάτη, αλλά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε όλα αυτά τα στοιχεία». Επομένως, τα τραπεζικά στελέχη που είναι αρμόδια για τη μάχη ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος, πρέπει να συγκεντρώσουν τις πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να επιβεβαιώσουν ή να αναιρέσουν τις ενδεχόμενες υποψίες τους εις βάρος κάποιου πελάτη. Πάντως, ένας από αυτούς αναρωτιέται: «Πού σταματά η λογική; Πού αρχίζει η Ιερά Εξέταση;».

Η ανάγκη τεκμηρίωσης των υπονοιών για κάποιον πελάτη ή για κάποια συναλλαγή έχει αρκετές συνέπειες. Από τη μια πλευρά, ωθεί τα αρμόδια τραπεζικά στελέχη να εισαγάγουν διάφορες παραμέτρους έρευνας, στοχεύοντας ιδιαίτερες ομάδες, με κριτήριο κάποια συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα, την ηλικία και τον τόπο γέννησης ή διαμονής.

Ετσι, η εισαγωγή ορισμένων κριτηρίων μπορεί να οφείλεται σε καθαρή διαίσθηση, καθώς εξαρτάται από την αντίληψη που έχουν οι αρμόδιοι για τους σημαντικότερους κινδύνους ροής παράνομων κεφαλαίων, ανάλογα με το περιφερειακό οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται.

Ενας αρμόδιος τραπεζικός παρατηρεί: «Τα ρωσικά κεφάλαια συρρέουν στην Κυανή Ακτή, τη Σαβοΐα και τη Νοτιοδυτική Γαλλία. Οι Κολομβιανοί αναθέτουν το ξέπλυμα χρήματος σε εταιρείες με έδρα τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που έχουν άριστη γνώση των χρηματοοικονομικών κυκλωμάτων».

Κρίσιμες λίστες

Οπως διαπιστώνει κανείς, ο τρόμος αυτών των επαγγελματιών αποκρυσταλλώνεται στα γνωστά στερεότυπα για τα «κράτη παρίες». Σε σημείο που άλλος τραπεζικός υπερθεματίζει: «Αδιαφορώ για το εάν η Ρωσία και το Μεξικό δεν περιλαμβάνονται πλέον στη λίστα του GAFI, πρόκειται για χώρες απατεώνων και εγώ τις διατηρώ στη δική μου λίστα».

Από την άλλη πλευρά, οι τραπεζικοί υπάλληλοι που εποπτεύουν το σύστημα είναι υποχρεωμένοι να αναπτύξουν διακριτικές, αλλά σταθερές σχέσεις με τα αρμόδια στελέχη των μυστικών υπηρεσιών και της αστυνομίας. Πρόκειται για ανταλλαγή πληροφοριών, για θέματα που μπορεί να συνδέονται ή να μην συνδέονται με τη μάχη κατά του «βρόμικου χρήματος»: ένας αστυνομικός μπορεί να ζητήσει πληροφορίες για πρόσωπα ή κεφάλαια, ενώ ο συνομιλητής του από την τράπεζα μπορεί να θελήσει να «ξεδιαλύνει μια υποψία», «να μάθει για το γενεαλογικό δέντρο κάποιου πιτσιρικά» ή «να εξασφαλιστεί απέναντι σε ένα μεγάλο ψάρι».

Τέτοιου είδους αλληλεπιδράσεις υπερβαίνουν το αυστηρό πλαίσιο της μάχης ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος, κατοχυρώνοντας και εδραιώνοντας μια νέα μορφή συνδυασμένης χρηματοοικονομικής εποπτείας. Στο ζήτημα αυτό, το TracFin, ένας από τους διοικητικούς κρίκους του γαλλικού συστήματος εποπτείας, παίζει ρόλο-κλειδί: η δραστηριότητά του δεν περιορίζεται στην αξιολόγηση της ορθότητας των αναφορών των τραπεζών και στη διαβίβασή τους στη Δικαιοσύνη, αλλά επεκτείνεται και στην εντελώς ανεξέλεγκτη αποθήκευση πληροφοριών, ακόμη και στη διάθεσή τους σε άλλες υπηρεσίες πληροφοριών.

Από τις σχετικές ανταλλαγές δεδομένων εξαιρείτο, μέχρι σήμερα, το ζήτημα της φοροδιαφυγής, η οποία απολάμβανε την προστασία ενός ιδιότυπου «σινικού τείχους». Πράγματι, μεταξύ όλων των πλευρών που εμπλέκονται στη μάχη ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος υπήρχε συναίνεση για την καταπολέμηση των «δημόσιων κινδύνων» -εμπόριο ναρκωτικών, οργανωμένο έγκλημα ή τρομοκρατία- όχι όμως και της φοροδιαφυγής. Οπως επαναλαμβάνουν ακούραστα τα αρμόδια τραπεζικά στελέχη, «δεν είμαστε επιθεωρητές της εφορίας» ή ακόμη «δεν είμαστε εδώ για να πατάξουμε τη φοροδιαφυγή του μπακάλη της γειτονιάς». Στις επενδυτικές τράπεζες, η άρνηση είναι ακόμη πιο ξεκάθαρη, στο μέτρο που η «φορολογική βελτιστοποίηση» αποτελεί «καθημερινή πρακτική». Πάντως, το τείχος φαίνεται να αποκτά ρωγμές, με τη βοήθεια της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και εξαιτίας της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.

Προσωπικά δεδομένα

Για τα θέματα αυτά, δεν γίνεται καμία συζήτηση. Βέβαια, η Εθνική Επιτροπή Πληροφορικής και Ελευθεριών (Commision nationale de l’informatique et des libertes-CNIL), από το 2003, έχει εκφράσει ανησυχίες για τη συγκέντρωση βάσεων δεδομένων και τη χρήση πληροφοριακών προγραμμάτων στη μάχη ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος. Ανέδειξε, ιδιαίτερα, τους κινδύνους που συνεπάγεται για τις ατομικές ελευθερίες η δημιουργία φακέλων με προσωπικά δεδομένα. Η σχετική ανησυχία δεν πήρε διαστάσεις ούτε στη Γαλλία ούτε στην Ευρώπη, κυρίως λόγω της προτεραιότητας που δόθηκε από τις κυβερνήσεις στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Μόνο οι τραπεζίτες αντιδρούν στις δημόσιες πιέσεις που ασκούνται για την ενσωμάτωση στις πρακτικές τους και μιας αστυνομικής διάστασης, έχοντας ως ανομολόγητο στόχο τη διατήρηση του status quo ante, δηλαδή του απορρήτου των συναλλαγών και, επομένως, της διατήρησης στο απυρόβλητο όλων των φορολογικών παρανομιών.

Η σιωπή των μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σε ζητήματα υπεράσπισης των ατομικών ελευθεριών εξηγείται πιθανότατα από τη δυσκολία τους να πάρουν θέση σε μια συζήτηση όπου η κριτική της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας συγκεντρώνει, κάτω από την ίδια σημαία, τους υποστηρικτές της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και τους οπαδούς του τραπεζικού απορρήτου…

(1) Julien Dray, σοσιαλιστής βουλευτής της περιφέρειας Εσόν. Το 2008, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων του συνδέσμου χορηγών της ΜΚΟ SOS ρατσισμός και του συνδικάτου Fidl. Οι κατηγορίες δεν επιβεβαιώθηκαν και τον Δεκέμβριο του 2009 ο εισαγγελέας έκλεισε τον φάκελο. Ωστόσο, η υπόθεση Ντρε κοινοποιήθηκε ευρέως από τα ΜΜΕ, πολλά από τα οποία καταδικάστηκαν -ανάμεσά τους η «Monde» και η «Liberation»- για συκοφαντική δυσφήμηση. Ο Ντρε κατέβηκε επικεφαλής της περιφέρειάς του στις πρόσφατες εκλογές και το σκορ του χαρακτηρίστηκε «ιστορικό».

(2) (ΣτΕ) Η ένωση αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη συνιστώσα του Κινήματος Επιχειρήσεων Γαλλίας, του αντίστοιχου δικού μας ΣΕΒ. Το 2007, αποκαλύφθηκε ότι ο πρόεδρος της Ενωσης είχε «αποσύρει» μετρητά 10 εκατ. ευρώ από τους τραπεζικούς της λογαριασμούς την περίοδο 2000-2007, ενώ ανακαλύφθηκαν ακόμα 2 εκατ. σε θυρίδα που ανήκε στην Ενωση.

(3) Βλ. Les sentinelles de l’argent sale. Les banques aux prises avec l’antiblanchiment, La Decouverte, Παρίσι, 2009. Οι συνεντεύξεις που αναφέρονται στη συνέχεια του άρθρου περιέχονται στο βιβλίο αυτό.

(4) Στην τράπεζα και τον πρόεδρό της απαγγέλθηκαν κατηγορίες επειδή επέτρεψαν την κατάθεση ποσών που προέρχονταν από τη λεγόμενη απάτη του «Sentier ΙΙ», ένα τεράστιο εμπόριο επιταγών μεταξύ Γαλλίας και Ισραήλ.

(5) Ενα από τα πιο δημοφιλή εργαλεία του χώρου χρησιμοποιεί μια αμερικανική τράπεζα δεδομένων με περισσότερες από εννέα εκατομμύρια καταχωρίσεις που προέρχονται από δεκαπέντε χιλιάδες παγκόσμιες πηγές (Global Regulatory Information Database).

*Οι συντάκτες είναι ερευνητές στο Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS) της Γαλλίας. Συγγραφείς του «Les sentinelles de l’argent sale», La Decouverte, Παρίσι, 2009.