Παρά το ότι οι συνθήκες εργασίας στα κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια του Μπαγκλαντές είναι καθημερινά στα πρωτοσέλιδα του διεθνή Τύπου, ειδικά μετά το δυστύχημα του Ράνα Πλάζα, η Νάζμα Ακχτερ, πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων κλωστοϋφαντουργών, υποστηρίζει ότι τα εργοστάσια αυτά αποτελούν μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που έχουν οι γυναίκες για κοινωνική αναγνώριση.

Ads

 
Στην ηλικία των 11 ετών, η Νάζμα Ακχτερ ξεκίνησε να εργάζεται σε μια κλωστοϋφαντουργία στην Ντάχα του Μπαγκλαντές. Στα 14 της δέχθηκε επίθεση από πληρωμένους μπράβους και «δοκίμασε» δακρυγόνα από την αστυνομία γιατί συμμετείχε σε διαμαρτυρία για τις συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο. Σήμερα, η 39χρονη Ακχτερ είναι από τους επικεφαλής του εργατικού κινήματος του Μπαγκλαντές.
 
Όπως αναφέρει το Spiegel, η Ακχτερ παρουσιάστηκε πολλές φορές στην κρατική γερμανική τηλεόραση μετά το δυστύχημα του Ράνα Πλάζα που κατέρρευσε παρασέρνοντας στον θάνατο περίπου 1130 ανθρώπους. Η κατάρρευση του εργοστασίου έφερε στην επιφάνεια το ζήτημα των κακών συνθηκών εργασίας στο Μπαγκλαντές, το οποίο είναι ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής ρουχισμού για την Ευρώπη. 
 
Στην γερμανική τηλεόραση έγινε πολύς λόγος για το κατά πόσο θα πρέπει η αγορά να μποϋκοτάρει τα προϊόντα του Μπαγκλαντές έως ότου αλλάξουν οι συνθήκες εργασίες. Παρόλα αυτά, η Νάζμα Ακχτερ δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα.
 
«Δεν αρκεί μόνο να ασκήσει η διεθνής κοινότητα πίεση σε ορισμένες βιομηχανίες. Αν είναι να το κάνει θα πρέπει αυτό να γίνει προς όλους – μικρούς ή μεγάλους», δηλώνει στο γερμανικό περιοδικό.
 
Όμως για την ίδια, πιο σημαντικό είναι οι γυναίκες εργαζόμενες να μάθουν τα δικαιώματά τους καθώς η εργασία είναι η μοναδική τους ευκαιρία για κοινωνική ανέλιξη.
 
Έτσι η Άκχτερ το 2003 ίδρυσε το Ίδρυμα για την Δράση των Γυναικών για την Δικαιοσύνη. «Πρέπει να γίνει κατανοητό: Οι περισσότερες γυναίκες προέρχονται από την επαρχία. Η εργασία είναι η μοναδική τους ευκαιρία. Αλλά δεν γνωρίζουν ότι έχουν δικαιώματα, οπότε δεν διεκδικούν τίποτα. Όταν όμως μια γυναίκα εργαζόμενη ξέρει τι δικαιούται, τότε μπορεί να το απαιτήσει από τον εργοστασιάρχη», εξηγεί.
 
Το Ίδρυμα εκτός από συμβουλευτική δράση, προσπαθεί να συνεργάζεται και με κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια με σκοπό να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας σε αυτά. Για τον λόγο αυτό, επιχορηγείται από προγράμματα της γερμανικής κυβέρνησης, οπως το GIZ.
 
Η καθημερινότητα των γυναικών στο Μπαγκλαντές ακολουθεί τις νόρμες της purdah – της κοινωνικής και θρησκευτικής παράδοσης που τις θέλει κλεισμένες στο σπίτι εν αντιθέσει με τους άντρες. Έτσι, η Σατίλ Άρα, επικεφαλής του προγράμματος ανάπτυξης GIZ, το 2005 παρουσίασε ένα σχέδιο για την δημιουργία των «καφέ των γυναικών», όπου θα μπορούν οι εργαζόμενες να πηγαίνουν για τσάι μετά την δουλειά.
 
Το Ίδρυμα της Ακχτερ υλοποίησε αυτό το σχέδιο και λειτουργούν 18 τέτοια καφέ κοντά στις εγκαταστάσεις όπου εργάζονται γυναίκες. Τα καταστήματα είναι κάθε μέρα της εβδομάδας ανοιχτά και γεμάτα. Οι εργαζόμενες πίνοντας τσάι μαθαίνουν για τα δικαιώματά τους μέσω ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού ειδικά σχεδιασμένου για αυτό τον σκοπό ή μέσω των εκπαιδευτών του Ιδρύματος. Εκτός από τα δικαιώματά τους μαθαίνουν και τρόπους διαπραγμάτευσης, επικοινωνίας και οργάνωσης.
 
Όταν δεν μπορούν να λύσουν τις διαφορές τους με τους εργοστασιάρχες, τότε επεμβαίνει το Ίδρυμα. Οι παρεμβάσεις του είχαν ως αποτέλεσμα πάνω από 1100 άδικα απολυμένοι εργαζόμενοι να επιστρέψουν στις θέσεις τους.
 
Ένα ακόμη πρόβλημα με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες οι εργαζόμενες γυναίκες στο Μπαγκλαντές είναι η αδυναμία συνεργασίας που δείχνουν τα συνδικάτα. Ακόμη, επειδή τα τελευταία είναι ανδροκρατούμενα σημειώνεται και αδυναμία κατανόησης των δικαιωμάτων των γυναικών, οι οποίες επιστρέφοντας στο σπίτι πρέπει να μαγειρέψουν, να καθαρίσουν, να πλύνουν ρούχα και να φροντίσουν τα παιδιά. Σε μεγάλο βαθμό είναι και θύματα ενδοοικογενειακής βίας, όπως αναφέρει η Ακχτερ.
 
Οι περισσότερες ζουν υπό συνθήκες φτώχειας και η πολιτική των ενοικιαστών είναι να αυξάνουν το νοίκι μόλις μάθουν ότι ο εργαζόμενος πήρε αύξηση. Αυτό καθιστά την επιβίωση ακόμη πιο δύσκολη. Οι γυναίκες εργαζόμενες συνήθως είναι εκτός των άλλων και υποσιτισμένες καθώς δίνουν βαρύτητα στο να φροντίσουν την υπόλοιπη οικογένεια παραμελώντας την υγεία και την διατροφή τους, με αποτέλεσμα να τους είναι δύσκολο να εργαστούν μετά τα 40.
 
Παρόλα αυτά, όπως εξηγεί η Ακχτερ, η εργασία στα κλωστοϋφαντουργεία είναι μια από τις λίγες ευκαιρίες που έχουν οι γυναίκες για να προοδεύσουν: «Ο τομέας του ρουχισμού είναι κρίσιμος για την ενδυνάμωση των γυναικών του Μπαγκλαντες. Παντρεύονται αργότερα και μετακομίζουν στην πόλη. Γίνονται πιο ανεξάρτητες. Αποφασίζουν για τον εαυτό τους. Αυτό είναι πολύ θετικό βήμα για την χώρα μας».
 
Στα κλωστοϋφαντουργεία δουλεύουν 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι με το 80% αυτών να είναι γυναίκες. Η κάθε μια παίρνει μηνιαίο μισθό της τάξης των 35-40 ευρώ. Το Ίδρυμα της Ακχτερ έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο 400.000 εργαζομένων και παρουσιάζει στην κυβέρνηση σχέδια για βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
 
«Δεν κάνουμε πολιτική. Κερδίζουμε την επιβίωσή μας με σκληρή δουλειά. Την ώρα που οι πολιτικοί λογομαχούν και οι βιομήχανοι χτίζουν εργοστάσια για να βγάλουν εύκολο χρήμα, εμείς εργαζόμαστε σκληρά για να κερδίσουμε το ψωμί μας φτιάχοντας τα ρούχα που πωλούνται σε όλο τον κόσμο», σχολιάζει η ίδια.