Ακραίες μεταβολές της θερμοκρασίας και καύσωνες διαρκείας θα γνωρίσουν η Μεσόγειος και άλλες περιοχές στην Ασία, την Ευρώπη και την Αμερική μέσα στα επόμενα 60 χρόνια υποστηρίζει μια νέα επιστημονική έρευνα, η οποία επισημαίνει ότι αυτό θα έχει οδυνηρές συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων, την αγροτική παραγωγή και γενικότερα την κατάσταση των οικοσυστημάτων.

Ads

Σύμφωνα με τους Αμερικανούς ερευνητές λόγω της κλιματικής αλλαγής «μεγάλες περιοχές του πλανήτη είναι πιθανό να υπερθερμανθούν τόσο γρήγορα, που έως το μέσον του αιώνα μας ακόμα και τα πιο δροσερά καλοκαίρια θα είναι τα πιο καυτά των τελευταίων 50 ετών». Ιδιαίτερα έντονο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν οι τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και της Ασίας, όπου η μόνιμη παρουσία του καύσωνα θα είναι αισθητή πολύ νωρίτερα έως το 2030.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανέλυσαν και συνέκριναν τις προβλέψεις διαφόρων κλιματικών μοντέλων, με βάση τόσο τα ιστορικά αρχεία των θερμοκρασιών, όσο και τις προβλέψεις για την συσσώρευση των «αερίων του θερμοκηπίου» και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, έως το 2070 το αργότερο ,πολλές περιοχές της Γης θα βιώνουν μόνιμους καύσωνες τα καλοκαίρια. Επίσης διαπίστωσαν ότι ήδη τροπικές περιοχές σημειώνουν υψηλότερες θερμοκρασίες ταχύτερα από άλλες περιοχές.

Αν και οι τροπικές περιοχές είναι αυτές που θα βιώσουν τις πιο δραματικές αλλαγές λόγω της υπερθέρμανσης, μεγάλες περιοχές πιο βόρεια, μεταξύ αυτών της Μεσογείου και της Νότιας Ευρώπης (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα), θεωρείται πιθανότατο ότι μέχρι το 2070 θα έχουν κι βιώνουν κι αυτές καυτά καλοκαίρια.

Ads

Η εξέλιξη αυτή, όπως επισημαίνεται, θα έχει σοβαρές συνέπειες για την υγεία των κατοίκων, την αγροτική παραγωγή και γενικότερα την κατάσταση των οικοσυστημάτων. Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Ντιφενμπόου αναφέρει τους καύσωνες-ρεκόρ του 2003, που σκότωσαν περίπου 40.000 ανθρώπους στην Ευρώπη.

Η έρευνα έγινε από επιστήμονες του πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον καθηγητή επιστημών της Γης και του περιβάλλοντος Νόα Ντιφενμπόου, που δημοσιεύσαν σχετική μελέτη στο κλιματολογικό περιοδικό «Climate Change».