Η καλή ψυχολογία και η πίστη στη δράση του φαρμάκου αυξάνουν την αποτελεσματικότητά του! Αυτό τουλάχιστον διατείνονται ερευνητές του Τμήματος Κλινικών Νευροεπιστημών του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και νευρολόγοι των πανεπιστημίων του Αμβούργου και του Μονάχου, σε σχετική μελέτη που δημοσίευσαν στο ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine».

Ads

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αν ο ασθενής κάνει θετικές σκέψεις και προσδοκά ότι το αναλγητικό θα του μειώσει τον πόνο, τότε το φάρμακο έχει διπλάσια φυσική ή βιοχημική αποτελεσματικότητα. Αντίθετα, όταν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι το αναλγητικό θα τους βοηθήσει να πονάνε λιγότερο, τότε μειώνουν ή και εξουδετερώνουν τελείως την αποτελεσματικότητα ακόμη και των καλύτερων αναλγητικών φαρμάκων.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν απεικονίσεις του εγκεφάλου εθελοντών, για να μελετήσουν την επίδραση που έχει ο νους πάνω στη δράση ενός αναλγητικού, με ποιο δηλαδή τρόπο τα αισθήματα και οι προηγούμενες εμπειρίες του ανθρώπου (στις οποίες βασίζονται οι προσδοκίες του για το μέλλον) «μπλοκάρουν» τη βιολογική δράση του φαρμάκου.

Τα πειράματα αφορούσαν 22 υγιείς εθελοντές που έπαιρναν ένα ισχυρό συνθετικό οπιοειδές φάρμακο άμεσης δράσης (το remifentanil), το οποίο καταπολεμά τον πόνο. Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε κάψιμο στο πόδι και αξιολογούσαν το αίσθημα πόνου με βάση μια κλίμακα από το 1 έως το 100, ενώ κατά περιόδους λάμβαναν το φάρμακο με ενδοφλέβια ένεση.

Ads

Αρχικά, πριν πάρουν φάρμακο, οι ασθενείς ανέφεραν μέσο επίπεδο πόνου 66. Όταν στο σώμα τους εισήλθε το αναλγητικό (χωρίς να το ξέρουν οι εθελοντές), το επίπεδο του πόνου τους έπεσε στο 55, αλλά όταν έμαθαν ότι έπαιρναν αναλγητικό, ο πόνος υποχώρησε στο 39 (θετική επίδραση του νου). Όταν όμως, οι ερευνητές σκοπίμως είπαν ψέματα ότι το φάρμακο έπαψε να χορηγείται (αλλά στην πραγματικότητα συνέχισε να χορηγείται) και προειδοποίησαν τους ασθενείς ότι θα νιώσουν πόνο, οι τελευταίοι, μολονότι το αναλγητικό συνέχιζε να κυλάει κανονικά στις φλέβες τους, ανέφεραν αύξηση πόνου στο 64 (αρνητική επίδραση του νου), δηλαδή το ίδιο ουσιαστικά επίπεδο πόνου που είχαν αναφέρει στην αρχή του πειράματος (66), όταν δεν είχαν αρχίσει ακόμα να παίρνουν φάρμακο.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι πλέον δυνατό, απεικονίζοντας τη νευρωνική δραστηριότητα στον εγκέφαλο κάθε ασθενούς, να μετρούν αντικειμενικά σε ποιο βαθμό το φάρμακο δρα αποτελεσματικά στην περίπτωσή του, ανάλογα με το ποιες περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνται ή απενεργοποιούνται, πράγμα που, με τη σειρά του, εξαρτάται από τη νοητική στάση και την ψυχική κατάσταση (αρνητική ή θετική) του κάθε ατόμου.

Η νέα αυτή βρετανο-γερμανική επιστημονική έρευνα, η οποία αναδεικνύει την σημαντική επίδραση των αρνητικών σκέψεων και προσδοκιών του ασθενούς στην ιατρική θεραπεία του, θα μπορούσε σύμφωνα με τους επιστήμονες να έχει θετικές επιπτώσεις τόσο στην φροντίδα των ασθενών, όσο και στις κλινικές δοκιμές για νέα φάρμακα.