Το tvxs.gr κάνει μια αναδρομή στην πορεία των Ελλήνων μεταναστών από την Ελλάδα στη Γερμανία και από εκεί πίσω στην Ελλάδα ξανά, παρουσιάζοντας εικόνες της πορείας αυτής… που θυμίζουν κάτι από το σήμερα και υπενθυμίζουν ότι κάποτε μετανάστες ήταν οι Έλληνες.

Ads

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε άφησαν την Ελλάδα να αιμορραγεί. Φτώχεια, ανεργία και κοινωνική ανασφάλεια συνθέτουν το σκηνικό της Ελλάδας της δεκαετίας του ’50. «Είμαστε μόλις 6-7 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, που για εμάς σήμαινε και τη λήξη του πολέμου ολόκληρου. Τα χωριά ήταν καμένα, η ανεργία σε μεγάλες κορυφώσεις, ο κόσμος έφευγε από τα χωριά και πήγαινε στις μεγάλες πόλεις και το κλίμα γενικά δεν ήτανε αυτό που υπήρχε στις άλλες χώρες», περιγράφει στον Στέλιο Κούλογλου ο δημοσιογράφος και ιστορικός που μελέτησε την ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία όσο κανένας άλλος, ο Γιώργος Μαντζουράνης.

Οι νέοι λοιπόν αρχίζουν να εγκαταλείπουν την ελληνική ύπαιθρο αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στο εξωτερικό. «Η Ελλάδα τραυματισμένη από τις συνέπειες του πολέμου και του εμφυλίου αποδυναμωμένη οικονομικά και εν πάση περιπτώσει μην έχοντας κάποιες εναλλακτικές λύσεις για το δυναμικό της βρέθηκε η λύση της μετανάστευσης και βεβαίως όχι μόνο σε χώρες της Ευρώπης αλλά κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, Αυστραλία κι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό στις ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανία ήτανε την εποχή εκείνη στο, στις προτιμήσεις πολλών Ελλήνων για δύο βασικά λόγους, πρώτον ότι οι αποστάσεις δεν ήτανε τόσο τεράστιες όσο οι αποστάσεις στη Λατινική Αμερική ή στην Αυστραλία και δεύτερον ότι υπήρχε τουλάχιστο ένα προηγούμενο υπήρχαν κάποιες νησίδες Ελλήνων στη Γερμανία, πάρα πολλοί αιχμάλωτοι πολέμου είχανε μείνει εκεί, οι οποίοι βοηθούσαν πάρα πολύ τους νεοφερμένους μετανάστες», αναφέρει ο Θεόδωρος Γαβράς, ο οποίος ξεκίνησε από την Καβάλα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για την Γερμανία, για να επιστρέψει έχοντας διαγράψει εκεί μια πορεία σχεδόν 30 ετών.

Η συγκυρία αυτή συμπίπτει με την περίοδο που η Γερμάνια, προσπαθώντας να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της ήττας της, άνοιξε τις πόρτες της στο Νότο. Το 1960 υπογράφεται η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία» και η μεγάλη έξοδος αρχίζει. «Η αγορά εργασίας, ήταν ερημωμένη. Δεν υπήρχαν καθόλου εργάτες από τις απώλειες του πολέμου. Δεν υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τα μηχανήματα. Έτσι η έλευση των ‘γκασταρμπάιτερ’ βοήθησε την τεράστια ανάκαμψη της Γερμανίας και η οικονομική ανάκαμψη επιταχύνθηκε από την αύξηση του πληθυσμού», σχολιάζει η Gabrielle Scheidt, ο πατέρας της οποίας προσελάμβανε στο φημισμένο εργοστάσιο κλωστο-υφαντουργίας του στο Κέτβικ, αποκλειστικά Έλληνες εργάτες και ανέπτυσσε μαζί τους σχέσεις πέρα από τις στερεότυπες του αφεντικού με τον εργαζόμενο.

Ads

Μόνο τότε περισσότεροι από 400.000 «τεμάχια» εργάτες παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς. «Τεμάχια» τους χαρακτηρίζουν οι Γερμανοί εργοδότες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις έρχονται αυτοπροσώπως να τους διαλέξουν. «Η κατάσταση αυτή θύμιζε σκηνές από το σκλαβοπάζαρο στην Αφρική, όπου στέκονται οι σκλάβοι στη σειρά και έρχονται τα αφεντικά, τους εξετάζουν και λένε θα πάρω αυτόν και αυτόν» θυμάται ο Χάνς Γιοργκ Έκχαρντ, επικεφαλής, τότε, του γραφείου Μεταναστεύσεως της Θεσσαλονίκης. Το νόμισμα όμως δεν είχε μια μόνο όψη. «Η κατάσταση δεν ήταν κακή. Ήταν κάτι το θετικό, να έχεις δουλειά και να μπορείς να ανταμείβεσαι για τη δουλειά που προσφέρεις, υπό τον όρο ότι αυτό γίνεται κάτω από ανθρώπινες συνθήκες βέβαια», θα πει η Gabrielle Scheidt από τη σκοπιά του εργοδότη. «Η Γερμανία είχε ανάγκη τότε από ξένους εργαζόμενους, είχε ανάγκη από εργατικά χέρια και τους έφερναν, γιατί τους χρειαζόντουσαν και δε θέλω να πω ότι τους έβλεπαν σαν τεμάχια. Απλώς ήταν μια άλλη εποχή απ’ ό, τι σήμερα και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έβλεπαν ένα καλύτερο μέλλον μπροστά τους» είναι η άποψη του Ασημάκη Χατζηνικολάου, που ήταν ο Έλληνας διερμηνέας που «παραλάμβανε» τους νεοφερμένους Έλληνες στο σταθμό του Μονάχου.

Πριν όμως οι «υποψήφιοι μετανάστες φτάσουν στο σταθμό του Μονάχου, στα κατά τόπους ελληνικά γραφεία Μεταναστεύσεως οι ουρές είναι ατελείωτες. Οι υποψήφιοι μετανάστες πουλούν ακόμη και την τελευταία κατσίκα τους για να κατεβούν στις μεγαλουπόλεις και να υπογράψουν ένα συμβόλαιο εργασίας για να φύγουν. «Τότε υπήρχαν στην Ελλάδα γραφεία μεταναστεύσεως, δήλωνες ότι θέλεις να φύγεις, σου ζητούσαν ορισμένα ντοκουμέντα και περίμενες. Όταν εγκρινόταν αυτή η αίτηση, πήγαινες να περάσεις από γιατρούς. Σε εξετάζανε παντού. Ένα ωραίο που θυμάμαι είναι όταν όπως καθόμαστε και περιμέναμε έξω από το θάλαμο των εξετάσεων, μπαίνανε άτομα μέσα, βγαίνανε αυτοί, μπαίνανε μετά άλλοι… Ε, βγήκε κι ένας γνωστός μου και του λέω τι μας κάνουν μέσα εκεί, λέει εδώ μας κοιτάνε στα δόντια… Καλά του λέω, τι κοιτάνε στα δόντια; Γαϊδούρια είμαστε και μας κοιτάνε στα δόντια; Και πράγματι όταν πήγα μέσα άνοιγες το στόμα και κοιτούσανε αν σου λείπανε δόντια, αν είχες σφραγισμένα δόντια, κτλ», θυμάται ο Νίκος Χανιάς που πέρασε από αυτή τη διαδικασία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ζει από τότε στο Ντίσελντορφ.

Οι Γερμανοί γιατροί περνούσαν από ψιλό κόσκινο τους υποψήφιους μετανάστες για να είναι ολόγεροι και οι Έλληνες υπάλληλοι των γραφείων τους περνούν επίσης από ψιλό κόσκινο για να μην είναι… αριστεροί. «Την άνοιξη του ’64, με άλλους 3 φίλους, περάσαμε από εξέταση από την γερμανική επιτροπή. Μετά από 3 μήνες οι φίλοι μου πήραν το πράσινο φως για τη Γερμανία. Εγώ όχι. Η αιτία ήταν πως ο πατέρας μου είχε αριστερό… πλευρίτη», θυμάται ο Χρήστος Πλιάκας, που ζει ακόμα στο Μόναχο και δεν σκοπεύει να γυρίσει στην Ελλάδα. «Εκείνοι που ξεκινούσαν να περάσουν από τις επιτροπές μεταναστεύσεως και έπρεπε να έχουν πρώτα τα χαρτιά τους πλήρη, κατέφευγαν στους τοπικούς τους βουλευτές. Τότε έβγαινε κανείς βουλευτής αν εξυπηρετούσε καμιά πεντακοσαριά υποψήφιους μετανάστες της περιοχής του», θα συμπληρώσει ο Γιώργος Μαντζουράνης. Πράγματι βουλευτές και παπάδες προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια αλά ελληνικά, προσέκρουαν όμως στο τείχος της γερμανικής λογικής που ήταν πολύ διαφορετική.

Οι σκηνές του αποχωρισμού τραγικές. Μητέρες που λίγα χρόνια πριν έκρυβαν τα παιδιά τους σε θάμνους για να τα προστατέψουν από τις βόμβες των Ναζί, τους έδιναν την εποχή εκείνη την ευχή τους για να φύγουν για τη Γερμανία. Ανδρόγυνα χωρίστηκαν και παιδιά έμειναν πίσω. Το ταξίδι ξεκινούσε από τον Πειραιά με τον «Κολοκοτρώνη», ένα σαπιοκάραβο που έμπαζε νερά και μετέφερε τους Έλληνες ξενιτεμένους στο λιμάνι του Πρίντεζι. Από εκεί οι Έλληνες μετανάστες στοιβάζονταν σε τρένα με προορισμό το Μόναχο. Στα μπαγκάζια τους είχαν φορτώσει τα όνειρα τους για μια καλύτερη ζωή. Στο σταθμό του Μονάχου προσγειώνονται στην σκληρή πραγματικότητα της ξενιτιάς. Οι Γερμανοί που είχαν την ρομαντική εικόνα των Ελλήνων της αρχαίας Ελλάδας έρχονται επίσης αντιμέτωποι με μια διαφορετική πραγματικότητα. «Αυτοί φανταζόντουσαν τους Έλληνες ας πούμε σαν κάτι το εξωγήινο. Κι όταν ήρθαν εδώ και τους είδαν ρακένδυτους, γκρεμίστηκε το είδωλό τους», σηειώνει ο Χαράλαμπος Ζαμάνης, που ζει σχεδόν 50 χρόνια στη Γερμανία.

Οι συνεντέυξεις έγιναν σε Ελλάδα και Γερμανία, στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» για την ελληνική μετανάστευση.

Δείτε τα ντοκιμαντέρ του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα»:

Γκάσταρμπάιτερ: «400.000 τεμάχια»
Γκάσταρμπάιτερ: «Ανάμεσα σε δύο πατρίδες»

Περισσότερες πληροφορίες στο www.rwf.gr