[…] το τραγικό που συνέβη μεταπολιτευτικά, είναι ότι φτάσαμε να περιορίσουμε το οικονομικό μέγεθος της χώρας στην περιουσία κάποιων μεγάλων οικογενειών, και «οίκων». Διότι πιστεύω ότι σ’ αυτή τη χώρα, έχουμε τον μεγαλύτερο κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα που υπάρχει. Λέμε συνέχεια ότι για όλα φταίει το δημόσιο, ενώ δεν βλέπουμε τι γίνεται στον ιδιωτικό τομέα […] Ο ηθοποιός Γιάννης Στεφόπουλος, μιλά στηνΚρυσταλία Πατούλη με αφορμή την παράστασηΜήδεια του Μποστ, συμμετέχοντας στην ακτιβιστική Έρευνα για την Κρίση που δημοσιεύεται στο tvxs.gr από το 2010.

Ads

Γ.Στ.: Ήταν μια σκέψη που είχε η Ιφιγένεια Αστεριάδη με τον Νίκο Δημητρόπουλο, τον σκηνοθέτη της παράστασης, επειδή το συγκεκριμένο έργο αν και είναι γραμμένο γύρω στο ’87, είναι απόλυτα σημερινό. Τα λόγια του Μποστ έρχονται και κουμπώνουν με την κατάσταση την οποία ζούμε.

Κρ.Π.: Δηλαδή;
 
Γ.Στ.: Στην προκειμένη περίπτωση, καταπιάνεται με τη Μήδεια που θέλει να σφάξει τα παιδιά της επειδή ελευθεριάζουν, αλλά με τη λογική ότι θέλει ν’ αλλάξει τη δυσβάστακτη ζωή την οποία ζει η ίδια μαζί με τον Ιάσονα.

Ουσιαστικά, όμως, τα θέματα τα οποία θέτει με έναν μεταφορικό τρόπο, αφορούν τόσο την εποχή του, όσο και την σημερινή εποχή.

Ads

Μιλάει π.χ. για την ανεργία, ή για τις ανθρώπινες σχέσεις και όλη η παράσταση θα λέγαμε ότι είναι ένα καυστικό σχόλιο πάνω στην υποκρισία που αιώνες και χιλιετίες τώρα κατατρώει τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.

Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, δε νιώσαμε την ανάγκη ν’ αλλάξουμε ή να προσθέσουμε κάτι στο κείμενό του. Μόνο εκεί που έλεγε η Μήδεια «εξάσκησε τα παιδιά στα Λατινικά» εμείς το αλλάξαμε και το κάναμε «εξάσκησέ τα στα Σαξονικά», δηλαδή στα γερμανικά…
 
Κρ.Π.: Και όταν λέει ότι σκοτώνει η Μήδεια τα παιδιά της επειδή ελευθεριάζουν; Τι εννοεί;
 
Γ.Στ.: Γενικά τα παιδιά της είναι πολύ άτακτα. Το ένα 14 και το άλλο 13 και δεν τα πάνε καλά με τα ήθη και την… υπακοή. Χαριτολογώντας ο Μποστ, παραθέτει όλη τη σύγχυση της σύγχρονης Ελλάδας πάνω στην υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό.

Έχει πάρει την Μήδεια του Ευριπίδη και την έχει φτιάξει με τη δική του ματιά. Από εκεί και πέρα είναι πολύ γήινος στη σκέψη του και αντιλαμβάνεται όχι μόνο τα προβλήματα που υπάρχουν αλλά και το πώς διαιωνίζονται…

Γιατί το δεύτερο που κάνει είναι να δείχνει συνέχεια, ότι οπουδήποτε φαίνεται να δίνεται μια λύση στα πράγματα, ουσιαστικά δεν είναι λύση!

Κρ.Π.: Αυτό που γράφετε για την παράσταση, ότι «πίσω από τα γέλια, καιροφυλακτεί η μελαγχολία κι εκείνο το απόκοσμο ρίγος του θανάτου», τι ακριβώς εννοεί;
 
Γ.Στ.: Το σπουδαίο στον Μποστ είναι πως μέσα από την κωμωδία υπάρχει πάντα από πίσω μια σκέψη κι ένα βλέμμα μελαγχολίας. Διακωμωδεί μεν το γεγονός, χωρίς όμως να παραβλέπει την ουσία του.

Δεν έρχεται δηλαδή, να κάνει μία επιθεωρησιακού χαρακτήρα καταγραφή, για να δούμε το πρόβλημα και με κάποιον τρόπο να το… εξαγνίσουμε.

Ο Μποστ, βλέπει το πρόβλημα, το αντιμετωπίζει, το στυλιτεύει, σε κάνει να γελάς μέσα από αυτόν τον υπέροχο λόγο του με τον δεκαπεντασύλλαβο που χρησιμοποιεί συνέχεια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα φύγεις από την παράσταση μόνο χαμογελαστός. Θα φύγεις και με μια μελαγχολία, αφού σε βάζει να σκεφτείς και όχι να κοιμηθείς τον ύπνο του δικαίου.

Κρ.Π.: Θυμίζει η παράσταση το «τσίρκο του παραλόγου» όπως λέτε επίσης;

Γ.Στ.: Ακριβώς. Ο Μποστ, άλλωστε, αγαπούσε πάρα πολύ το τσίρκο. Και η ιδέα του σκηνοθέτη μας, να στηθεί η παράσταση μόνο με δύο ηθοποιούς, ενώ έχει δεκαπέντε ρόλους, βασίστηκε πιο πολύ σ’ αυτήν την αγάπη του, στο ότι είναι μία παράσταση σαν ένα τσίρκο. Δηλαδή, και το σκηνικό το ίδιο παραπέμπει σ’ αυτό, και οι δύο ηθοποιοί λειτουργούν σαν… κλόουν, καθώς υποδύονται όλους αυτούς τους ρόλους.

Κρ.Π.:  Το καρνιβαλιστικό κατά κάποιον τρόπο στοιχείο της παράστασης, θυμίζει αυτό που είπε πρόσφατα ο Νάνος Βαλαωρίτης, ότι οι αντιδράσεις στον παραλογισμό που ζει ο ευρωπαϊκός Νότος, μπορεί να πάρουν έναν παρόμοιο σουρεαλιστικό χαρακτήρα;

Γ.Στ.: Το ζήτημα είναι, ότι πάντα το τσίρκο και το καρναβάλι, κάποια στιγμή, μπορεί να «γυρίσει» σε κάτι άγριο και ανεξέλεγκτο. 

Είναι πολύ εύκολο να περάσουμε από την έννοια του γέλιου, της χοντρής πλάκας, σε μια απόλυτη αγριάδα η οποία δεν έχει ούτε έλεγχο, αλλά ούτε και πραγματικό όριο. Και δεν ξέρω, αν σήμερα, είμαστε πολύ κοντά σ’ αυτό…

Κρ.Π.: Ποιες αιτίες μας έφεραν ως εδώ και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε; Τι πιστεύεις;
 
Γ.Στ.: Από το ’21 και μετά η ιστορία της χώρας μας είναι μια ιστορία πολέμων. Η δικτατορία του Μεταξά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος, ο Εμφύλιος, μετά η χούντα…
Ουσιαστικά, λοιπόν, το πρώτο μεγάλο κενό, το πρώτο μεγάλο διάστημα ηρεμίας, το ζούμε από το 1974 και μετά.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτό που φταίει, είναι πως μεταπολιτευτικά δόθηκε πρόσφορο έδαφος σ’ αυτούς που κυβερνήσανε, να δώσουν στον λαό(τον καταπιεσμένο και τυραννισμένο) ένα μικρό τυράκι όπως δίνουμε σε ένα μικρό ποντικάκι, ώστε να μπορέσουν να τον χειραγωγήσουν, να τον ποδηγετήσουν, και να τον κάνουν πελάτη τους – ψηφοφόρο, με όλα τα παρελκόμενα, με αποτέλεσμα να αποδιαλύσουν το όποιο κράτος είχε πάει να δημιουργηθεί.

Όταν περάσαμε με όλα αυτά στην πεποίθηση των παιδιών ότι: εμένα ο μπαμπάς μου είναι στο τάδε κόμμα και θα με βάλει στην τάδε υπηρεσία, οπότε το τι θα σπουδάσω ή δεν θα σπουδάσω υπαγορεύεται απ’ αυτό, είδαμε και πως μεταλλάχτηκε σιγά σιγά ο ελληνικός λαός από πολίτης σε πελάτης, που με μόνο μια ψήφο στο χέρι κανόνιζε τη ζωή του. Και έτσι μπήκαμε σε έναν φαύλο κύκλο, που εναλλάσσονταν οι πράσινοι με τους μπλε…

Και για μένα, το τραγικό που συνέβη μεταπολιτευτικά, είναι ότι φτάσαμε να περιορίσουμε το οικονομικό μέγεθος της χώρας στην περιουσία κάποιων μεγάλων οικογενειών και μεγάλων «οίκων». Διότι πιστεύω ότι στην Ελλάδα, έχουμε τον μεγαλύτερο κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα που υπάρχει. Λέμε συνέχεια ότι για όλα φταίει το δημόσιο, ενώ δεν βλέπουμε τι γίνεται στον ιδιωτικό τομέα.

Και γενικά η χώρα μας, στηρίχτηκε πάνω σε μία παραοικονομία, η οποία βόλευε πάντα το κράτος. Διότι με την ανέχεια των κρατούντων ‘γίναν όλα αυτά…

Τώρα τι πρέπει να κάνουμε; Λόγω του ότι ζούμε σε μία ευλογημένη χώρα, νομίζουμε ότι επειδή βλέπουμε συνέχεια έναν τεράστιο ήλιο, είναι και όλα λαμπερά, εύκολα και  ωραία. Αλλά δεν είναι. Αν λοιπόν ο κόσμος δεν καταλάβει αυτό ακριβώς, και δεν προσπαθήσει να το αλλάξει, δεν βλέπω να γίνεται τίποτα.

Το μόνο που μας έχει δοθεί, είναι το να ζούμε σε ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, που όμως αυτό μας κάνει πολλές φορές να μην αντιλαμβανόμαστε τη μουντάδα των πραγμάτων γύρω μας.

Αυτές οι μέρες και τα χρόνια τα οποία ζήσαμε κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλον, ή κλείνοντας το μάτι ο ένας στον άλλον –γιατί ξέρεις ο ψηφοφόρος κλείνει το μάτι σ’ αυτόν που ψηφίζει και το αντίθετο- έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, και πρέπει να βρούμε άλλες λύσεις, με διαφορετικές επιλογές, μέσα από συλλογικότητες, με αλληλεγγύη και άλλου είδους συνεργασίες.

Μόνο αν σκεφτεί ο Έλληνας συλλογικά, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Μόνο μέσα από τα κοινά συμφέροντα, και όχι από το ατομικό συμφέρον του καθενός. Δεν είναι δηλαδή μία εποχή που μπορεί ο καθένας, απλά να σώσει το τομάρι του! Είναι μία εποχή που όλοι μαζί πρέπει να αγωνιστούμε για να αλλάξει κάτι σ’ αυτή τη χώρα. Το τραγικό όμως είναι ότι βλέπουμε πως αντί ο κόσμος να αντισταθεί και να επαναστατήσει, αντίθετα συντηρητικοποιείται, και δεν παίρνει χαμπάρι!

Γιατί είναι ψεύτικη αντίδραση να επαναστατείς υπέρ και μόνο για τα του οίκου σου, ή ενάντια σε μία άλλη μικρή ομάδα, που τη θεωρείς υπαίτια για όλα τα δεινά (χαρακτηριστικό παράδειγμα όλο αυτό το ξενοφοβικό μένος που εκφράζει η Χρυσή Αυγή).
 
Το έλεγα και στο Σωματείο των Ηθοποιών πρόσφατα, που αποφάσισαν μόνο δύο μέρες απεργία(επειδή οι ηθοποιοί πλέον δεν θα έχουν για πρώτη φορά συλλογική σύμβαση και θα θεωρούνται όλοι –ανεξαρτήτως προϋπηρεσίας- υπάλληλοι των 600 ευρώ), πως αν δεν γίνει μία γενική απεργία διαρκείας από όλους μαζί, δεν θα δούμε κανένα αποτέλεσμα.

Και υπάρχει και ένα ζήτημα πολύ σημαντικό: Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε μόνο να αντιπαρέλθουμε μια κυβέρνηση η οποία με τον καιρό περνάει σε μία απόλυτη μη-δημοκρατία(δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω καλύτερα), αλλά έχουμε να αντιμετωπίσουμε και μία τηλεόραση η οποία μας παρουσιάζει συνέχεια το άσπρο μαύρο. Διότι δεν μπορεί να γίνεται ότι γίνεται στην Χαλκιδική και να βγαίνουν τα κανάλια και να λένε ότι συλλάβανε υπόπτους! Ποιούς υπόπτους βρε συλλάβανε; Με τον τρόπο που τα παρουσιάζει η τηλεόραση, απλώνεται ο φόβος παντού. Απλώνεται ο συντηρητισμός. Απλώνεται η απάθεια. Αυτό το μέσον έχουν μόνο: Της τρομοκρατίας. Τίποτε άλλο.

Κρ.Π.: Αφού δεν είναι καλά τα παιδιάκια να τα «σφάξουμε» να τελειώνουμε; Όπως στη Μήδεια του Μποστ;

Γ.Στ.: Αφού δεν είναι «καλά» τα παιδάκια να τα πάμε φυλακή να τελειώνουμε! Όποιος… κουνιέται πολύ και διαμαρτύρεται και πολύ… Και υπάρχουν πολλές φυλακές. Δεν είναι μόνο τα σίδερα.

Κρ.Π.: Όταν καταστρέφουν τον τόπο σου, ή όταν δεν έχεις να… φας;

Γ.Στ.: Κι αυτό φυλακή είναι. Κι όταν δεν έχεις να πληρώσεις πάλι φυλακή είναι. Κι όταν αρρωστήσεις και δεν έχεις ασφάλιση ούτε για να πάρεις τα φάρμακά σου, φυλακή δεν είναι; Και η μαύρη εργασία στην οποία οδηγούν τον κόσμο, μια φυλακή είναι.

Αν λοιπόν, ο κόσμος δεν οργανωθεί σε συλλογικότητες, και δεν αποφασίσει να παλέψει με αλληλεγγύη, με την πραγματική έννοια, και αν ο καθένας δεν καταλάβει ότι πια δεν μιλάμε για ένα πρόβλημα το οποίο αφορά κάποιον πολύ μακρινό μας, αλλά αφορά τον εαυτό μας, και τον διπλανό μας, και αν δεν δει τα προβλήματα όπως είναι και αν δεν αντισταθεί πραγματικά, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.

Γιατί οι κυβερνήσεις και οι τραπεζίτες τη δουλειά τους κάνουν. Βρίσκουν και τα κάνουν! Το θέμα είναι τι κάνουμε όλοι εμείς απέναντί τους.-

image
Μήδεια
του Μποστ

Σκηνοθεσία-μουσική επιμέλεια: Νίκος Δημητρόπουλος
Παίζουν: Ιφιγένεια Αστεριάδη, Γιάννης Στεφόπουλος

Φωτισμοί: Παναγιώτης Μανούσης, Κουστούμια: Βανέσσα Τουζλούκωφ, Σκηνικά: Γιώργος Λυντζέρης, Επιμέλεια κίνησης: Κυριάκος Κοσμίδης, Φωτογραφίες: Στάθης Σταμουλακάτος, Video: Αλέξης Πηλός, Παραγωγή: Ενδορφίνη
Κάθε Τρίτη και Τετάρτη στις 21.00
 
Βιργινίας Μπενάκη 7, 104 36, Μεταξουργείο, τηλ. 210 5200059, Μετρό στάση Μεταξουργείο, www.endorfini.gr, e-mail: [email protected]