Να δοθεί στα εθνικά κοινοβούλια η εξουσία να ακυρώνουν αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε σήμερα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ουίλιαμ Χέιγκ.

Ads

Καθένα από τα κοινοβούλια των 27 χωρών μελών θα πρέπει να μπορεί «να αντιτίθεται σε νομοθεσίες που απαιτούν ανάληψη δράσης σε εθνικό μάλλον, παρά σε ευρωπαϊκό επίπεδο», δήλωσε ο Βρετανός υπουργός, σύμφωνα με το κείμενο της ομιλίας του που δόθηκε στη δημοσιότητα από το γραφείο του στο Λονδίνο.
 
«Θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να δώσουμε στα εθνικά κοινοβούλια το δικαίωμα να μπλοκάρουν νομοθεσίες που δεν χρειάζεται να συμφωνηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο», δήλωσε ο Χέιγκ σε ένα συνέδριο για τις σχέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία που πραγματοποιήθηκε σε πύργο στο Νόιχαρντενμπεργκ, στα προάστια του Βερολίνου.
 
Ο Βρετανός υπουργός πρότεινε επίσης οι χώρες που αποτελούν την ευρωζώνη, της οποίας η Βρετανία δεν είναι μέλος, να προχωρήσουν μόνες τους σε περισσότερη ολοκλήρωση.
 
«Καθώς η ευρωζώνη αναπτύσσει τους θεσμούς που χρειάζονται για να λύσει τα προβλήματά της, μπορεί να χρειαστεί να προχωρήσει προς ένα επίπεδο ολοκλήρωσης μεγαλύτερο απ’ αυτό με το οποίο ορισμένα μέλη της ΕΕ θα αισθάνονταν άνετα», δήλωσε.
 
Ο Χέιγκ κάλεσε τη Βρετανία και τη Γερμανία να ηγηθούν μιας εκστρατείας για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ και χαρακτήρισε «τρέλα» τη σχεδιαζόμενη κανονιστική ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της ΕΕ.
 
Η ομιλία του Χέιγκ στη Γερμανία είχε στόχο να πείσει την ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης να υποστηρίξει τα σχέδια του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον για μια μεταρρύθμιση της ΕΕ πριν από την πιθανή διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Βρετανία για τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ.
 
«Θέλουμε να προχωρήσουμε στο έργο της μεταρρύθμισης της ΕΕ. Και εδώ η Βρετανία και η Γερμανία πρέπει να δείξουν το δρόμο», τόνισε ο Χέιγκ.
 
«Η εύρεση της σωστής ισορροπίας ανάμεσα στην ολοκλήρωση στην Ευρώπη γι’ αυτούς που την χρειάζονται και την ευελιξία εκεί όπου αυτό είναι το καλύτερο για τις οικονομίες μας και τις δημοκρατίες μας, είναι η μεγάλη πρόκληση για τη γερμανική και τη βρετανική διπλωματία στα λίγα επόμενα χρόνια».