Tη νύχτα της 9ης προς τη 10η Φεβρουαρίου του 1948, εν μέσω του αδελφοκτόνου του Εμφυλίου Πολέμου, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας εξαπολύει τον βομβαρδισμό κατά της Θεσσαλονίκης, σε μια προσπάθεια αιφνιδιασμού και εντυπωσιασμού του αντιπάλου. Η επίθεση με οβίδες κόστισε τη ζωή 6 αμάχων και τελικά στράφηκε κατά των ίδιων των ανταρτών, οι οποίοι υπέστησαν βαριές απώλειες από την αντεπίθεση του Εθνικού Στρατού.

Ads

Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης αποφασίστηκε σε σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ, στο χωριό Πύλη Πρεσπών, κατά την οποία διατύπωσε την διαφωνία του ο Μάρκος Βαφειάδης. Έτσι, ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, διατάχθηκε να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να πλήξει με πυροβόλα την πόλη.

Νωρίς το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου, ένα σώμα 200 έως 1000 ανδρών του ΔΣΑ, με ορμητήριο στα Κρούσια Όρη, έφθασε σε απόσταση 8 χιλιομέτρων βόρεια της Θεσσαλονίκης και, από την τοποθεσία Δερβένι – Λεμπέτ, έστησε ένα γερμανικό ορειβατικό πυροβόλο των 75mm και ξεκίνησε να βάλει κατά της πόλης.

Ο κανονιοβολισμός διήρκεσε από τις 02:30 έως τις 03:30 π.μ. της 10ης Φεβρουαρίου, διάρκεια κατά την οποία έπεσαν περισσότερες από 40 οβίδες, κυρίως σε αποθήκες και στρατώνες, αλλά και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Αριστοτέλους και την Τσιμισκή, με αποτέλεσμα έξι άμαχοι να χάσουν τη ζωή τους και επτά να τραυματιστούν.

Ads

Οι στρατιωτικές αρχές της πόλης αιφνιδιάστηκαν αρχικά από την επίθεση. Σε ανακοίνωσή του το Γ’ Σώμα Στρατού έκανε λόγο για «ολίγα βλήματα όλμου», αλλά αμέσως σχεδόν διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για οβίδες. Οι φήμες οργίαζαν ότι οι αντάρτες ετοιμάζονταν να καταλάβουν την πόλη και ξένοι ανταποκριτές έσπευσαν στην Θεσσαλονίκη για να καλύψουν τις εξελίξεις.

Στις 10 Φεβρουαρίου, ο βομβαρδισμός τέθηκε στα προ ημερησίας διατάξεως για συζήτηση, μια συζήτηση που ήταν τόσο θορυβώδης που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παρεμβαίνοντας ζήτησε να σταματήσουν οι κραυγές που δίνουν την εντύπωση «εθνικής ασυναρτησίας».

Στη Θεσσαλονίκη, το Γ’ Σώμα Στρατού, ανακάμπτοντας από τον αιφνιδιασμό, έδρασε γρήγορα: με το πρώτο φως της ημέρας η πολεμική αεροπορία εντόπισε τις θέσεις των ανταρτών και ο στρατός με τη χωροφυλακή εξαπέλυσαν ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό για να αποτρέψουν τους αντάρτες από το να επιστρέψουν στις θέσεις τους. Τα μέλη του Δημοκρατικού Στρατού αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν άτακτα, ενώ στην προσπάθειά τους να διαβούν τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου, πολλοί πνίγηκαν. Η επιχείρηση κόστισε στους επιτιθέμενους 100 νεκρούς, ενώ άλλοι τόσοι και περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν.

Δημοσίευμα του «Δελτίου Ειδήσεων» του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, της 13ης Φεβρουαρίου 1948, επισημαίνει την εντύπωση που προκάλεσε η επίθεση του ΔΣΑ στα ξένα μέσα: «Σχολιάζοντας την επίθεση της Θεσσαλονίκης, το αμερικάνικο πραχτορείο ειδήσεων “Γιουνάιτεντ Πρες” αγγέλλει ότι η επίθεση αυτή ήταν η τολμηρότερη απ’ όσες είχαν κάμει οι αντάρτες. Οι αντάρτες που επετέθηκαν ήταν 150 και είχαν 18 μεταγωγικά ζώα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου πραχτορείου, οι αντάρτες έβαλλαν από τα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα τμήματα ανατίναξαν μια γέφυρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης για να εμποδίσουν την κίνηση του μοναρχοφασιστικού στρατού και να ξεγελάσουν τους μοναρχοφασίστες σχετικά με την κατεύθυνση της διαφυγής τους. Έξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο Σπιτφάιερ, που πήγε για καταδίωξη των ανταρτών και ένα άλλο βλήθηκε στα φτερά».

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν σε πομπή στις φυλακές στις 12 Φεβρουαρίου. Στις 27 Φεβρουαρίου, 111 αντάρτες δικάσθηκαν από Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης και 52 καταδικάσθηκαν σε εκτέλεση, 15 σε βαριές ποινές ενώ 44 αθωώθηκαν.

Την ίδια μέρα που ο Δημοκρατικός Στρατός πραγματοποιούσε την επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης, η Μόσχα ξεκαθάριζε το μάταιο του αγώνα των Ελλήνων κομουνιστών. Με τη φράση «Σβαρνούτ» («Να τα μαζέψουν»), ο Στάλιν τόνιζε με έμφαση σε αντιπροσωπεία Γιουγκοσλάβων κομουνιστών στη Μόσχα ότι το ελληνικό αντάρτικο όχι μόνο δεν πρόκειται να λάβει βοήθεια, αλλά θα πρέπει να εγκαταλείψει τον αγώνα του.

Το πολεμικό σκέλος του τριετούς ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου έληξε στις 29 Αυγούστου του 1949, με την κατάληψη από τον εθνικό στρατό του τελευταίου υψώματος στο Γράμμο (Κάμενικ).

Πηγές: Wikipedia.org, sansimera.gr, rizospastis.gr