Συνέντευξη του προέδρου της Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για το Φάκελο της Κύπρου, Μαρίνου Σιζόπουλου, με τίτλο «Ξετυλίγεται το κουβάρι της προδοσίας του νησιού μας», δημοσίευσε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο η εφημερίδα «Σημερινή». Μεταξύ άλλων, το άρθρο αναφέρει ότι μοναδικό μελανό σημείο στο δύσκολο έργο της Επιτροπής για το Φάκελο της Κύπρου «αποτελεί η άρνηση της Βουλής των Ελλήνων να επιτρέψει την πρόσβαση στα αρχεία της ελλαδικής Επιτροπής για τον Φάκελο της Κύπρου, που περιέχουν σωρεία στοιχείων, τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν ακόμα περισσότερες απαντήσεις» για την περίοδο από το 1967 έως το 1974.

Ads

Αναλυτικότερα, το άρθρο και η συνέντευξη στη δημοσιογράφο Ντία Χαιλή, στην «Σημερινή», αναφέρουν τα ακόλουθα:

«Συστηματικά και οργανωμένα προχωρεί η Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου στην ολοκλήρωση του δύσκολου έργου που της ανατέθηκε, συγκεντρώνοντας υλικό που φωτίζει πάρα πολλές πτυχές με αντικειμενικότητα και λεπτομέρεια. Η Επιτροπή, σύμφωνα με την εντολή που έχει πάρει, διερευνά την περίοδο από το 1967, από τα γεγονότα δηλαδή της Κοφίνου, που οδήγησαν στην αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, μέχρι και το τέλος του 1974.

Ο Κυπριακός Ελληνισμός, μισό και πλέον αιώνα μετά, ελπίζει ότι θα καταφέρει να πληροφορηθεί ποιος τελικά φταίει. Ποιος γνώριζε, ποιος συνωμότησε, ποιος έδωσε τις εντολές και ποιος τελικά τον οδήγησε στην καταστροφή. Μελανό σημείο αποτελεί η άρνηση της Βουλής των Ελλήνων να επιτρέψει την πρόσβαση στα αρχεία της ελλαδικής Επιτροπής για τον Φάκελο της Κύπρου, που περιέχουν σωρεία στοιχείων, τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν ακόμα περισσότερες απαντήσεις.

Ads

Αυτό επεσήμανε και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Μαρίνος Σιζόπουλος, σε συνέντευξή του στη ‘Σ’, αναφορικά με την πορεία των εργασιών της Επιτροπής, αλλά και τα γεγονότα όπως ξετυλίγονται σιγά-σιγά μέσα από μαρτυρίες.

Σύμφωνα με τον κ. Σιζόπουλο, θα ήταν πολύ χρήσιμες καταθέσεις Ελλαδιτών που είχαν τότε πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του 1974, και πριν από το πραξικόπημα και στην τουρκική εισβολή, αλλά η Ελλάδα αρνείται να απαντήσει στα επανειλημμένα αιτήματα από την Κυπριακή Δημοκρατία, για να δοθεί πρόσβαση σε μάρτυρες και σε αρχειακό υλικό που βρίσκεται στην Αθήνα.

Ο κ. Σιζόπουλος τόνισε πως η Επιτροπή θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να της δοθεί η δυνατότητα πρόσβασης σε υλικό που την ενδιαφέρει και το οποίο φυλάσσεται, σύμφωνα με πληροφορίες, στις αντίστοιχες υπηρεσίες και Υπουργεία στην Ελλάδα.

‘Η Επιτροπή’, δήλωσε ο κ. Σιζόπουλος, ‘έχει κατ’ αρχήν κάποιες απόψεις για το πώς θα πρέπει να χειριστούμε το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά δεν είναι θέμα απόφασης μόνον από την Επιτροπή, καθώς θα πρέπει να υπάρξει συντονισμός και διαβούλευση και με την Προεδρία της Βουλής και με την Προεδρία της Δημοκρατίας, για το πώς θα χειριστούμε αυτά τα ζητήματα’.

Ερώτηση: Γιατί η Βουλή των Ελλήνων αγνοεί τις εκκλήσεις της Κύπρου και απαγορεύει να μελετηθούν τα δικά της αρχεία, αναφορικά με το έργο της γύρω από το Φάκελο της Κύπρου;

Μ. Σιζόπουλος: Δεν γνωρίζω τους πραγματικούς λόγους που καθορίζουν αυτή τη στάση, τόσο της προηγούμενης όσο και της σημερινής κυβέρνησης της Ελλάδας. Μέχρι στιγμής αποφεύγουν να απαντήσουν στα επανειλημμένα αιτήματά μας, για παραχώρηση πρόσβασης σε υλικό που υπάρχει στην Ελλάδα και το οποίο η Επιτροπή μας θεωρεί σημαντικό για τις εργασίες της.

Η Επιτροπή μας κατέθεσε για πρώτη φορά το αίτημα αμέσως μετά τη συγκρότησή της, τον Ιούλιο του 2006, με προσωπική επίσκεψη που είχα πραγματοποιήσει στη Βουλή των Ελλήνων. Στο μικρό χρόνο που απομένει μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών, θα καταβληθεί προσπάθεια να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια και όλες οι ενέργειες. Εάν δεν καρποφορήσει η προσπάθεια, τότε θα συνεχίσουμε χωρίς αυτά.

Ερώτηση: Συμπαιγνία για απογύμνωση της Κύπρου από τη Μεραρχία η επίθεση στην Κοφίνου;


Μ. Σιζόπουλος:
Η εκτίμηση και το συμπέρασμα θα αφεθούν για αργότερα, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει καταγράψει όλα τα πιθανά σενάρια που αφορούν τη συγκεκριμένη επιχείρηση και έχει συλλέξει στοιχεία, κυρίως μέσα από μαρτυρίες ατόμων που έλαβαν μέρος, ώστε να γίνεται, εάν είναι δυνατόν, ασφαλής εκτίμηση για τους πραγματικούς λόγους που τελικά οδήγησαν στην απομάκρυνση της Μεραρχίας. Κοινό σημείο αναφοράς όλων των εμπλεκόμενων σε αυτό το γεγονός, είναι πως η αποχώρηση της Μεραρχίας αποδυνάμωσε σημαντικά τις αμυντικές ικανότητες της Κύπρου, ώστε να αποκρούσει με επιτυχία την τουρκική εισβολή.

Ερώτηση: Από εκεί είχε αρχίσει η αρχή του τέλους για την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου;

Μ. Σιζόπουλος: Προσωπικά εκτιμώ ότι οι σχεδιασμοί για τη διχοτόμηση της Κύπρου και την επιβολή λύσης, η οποία θα διασφάλιζε τα Νατοϊκά συμφέροντα, στη βάση της λογικής που οι αρχιτέκτονες αυτών των σχεδιασμών είχαν διαμορφώσει, άρχισαν να εξυφαίνονται την περίοδο 1960-1966. Οι πρώτοι σχεδιασμοί για πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προσδιορίζονται στα μέσα του 1965. Τη δε περίοδο 1967-1974, με την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τη χούντα, άρχισαν με συστηματικό τρόπο να τίθενται σε εφαρμογή, με εναλλαγές σεναρίων και μεθοδολογίας ανάλογα με τις εξελίξεις, αλλά πάντοτε με σταθερό προσανατολισμό. Τη λύση στα πλαίσια και στη λογική του σχεδίου Άτσεσον.

Ερώτηση: Υποκινούμενοι για δημιουργία αποσταθεροποίησης με τελικό σκοπό την καταστροφή (Πραξικόπημα-εισβολή) Εθνικό Μέτωπο, ΕΟΚΑ Β και Γρίβας;

Μ. Σιζόπουλος: Τα στοιχεία συγκλίνουν στην άποψη ότι η χούντα επεδίωκε τη δημιουργία κλίματος αποσταθεροποίησης και εμφυλίου διχασμού στην Κύπρο, για να μπορέσει να δικαιολογήσει την πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και την επιβολή της λύσης που αυτή είχε υιοθετήσει. Αυτό διαφαίνεται από διάφορα σχέδια (π.χ. σχέδιο ΕΡΜΗΣ), όσο και από το Μνημόνιο του υφυπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Κ. Παναγιωτάκου (25.2.1972), που συνέταξε μετά τη συνάντησή του με τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα Τουρκμέν, αλλά και από άλλα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί και αφορούν την περίοδο πριν από το πραξικόπημα του 1974.

Ερώτηση: Γνώριζαν τα στελέχη της ΕΟΚΑ Β τι θα ακολουθούσε το πραξικόπημα ή ήταν οι ‘χρήσιμοι ηλίθιοι’, κατά τον Σπύρο Παπαγεωργίου;

Μ. Σιζόπουλος: Το τι θα επακολουθούσε του πραξικοπήματος, ο καθένας θα έπρεπε να το γνωρίζει, ότι, δηλαδή, θα ακολουθούσε τουρκική εισβολή. Κανένας δεν θα έπρεπε να είχε αυταπάτες. Το ερώτημα είναι πόσοι και ποιοι στην Κύπρο γνώριζαν για το πραξικόπημα. Οι πολλοί πιθανόν όχι, κάποιοι όμως πρέπει να είχαν γνώση.

Ερώτηση: Γιατί δολοφονήθηκε ο Αμερικανός Πρέσβης στη Λευκωσία και γιατί ήθελαν να δολοφονήσουν τον Βάσο Λυσσαρίδη;

Μ. Σιζόπουλος: Ήσαν και οι δύο επικίνδυνοι. Ο Αμερικανός πρέσβης, γιατί πιθανόν να γνώριζε πολλά, και ο Βάσος Λυσσαρίδης γιατί ήταν εμπόδιο στην επιβολή νομιμοποιημένης λύσης, αντίθετης με τα συμφέροντα του κυπριακού λαού, όπως είχε διαφανεί και από τη σύσκεψη της 15ης Αυγούστου 1974.

Ερώτηση: Υπήρξε ποτέ πραγματικός κίνδυνος για τον Μακάριο από το πραξικόπημα; Ήθελαν να τον ανατρέψουν ή απλώς να τον εκθρονίσουν; Δεν πίστευε πραγματικά ότι δεν θα τολμούσαν να κάνουν οι Ελλαδίτες πραξικόπημα;

Μ. Σιζόπουλος
: Η ανατροπή του δεν απέκλειε και τη φυσική του εξόντωση. Αυτό αποδεικνύουν τα στοιχεία, αλλά και τα γεγονότα. Η διαφυγή του Μακαρίου από το φλεγόμενο Προεδρικό ήταν θέμα τύχης, αλλά και απρόβλεπτων εξελίξεων και ενεργειών που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της επίθεσης.

Στόχος δεν ήταν μόνο η δολοφονία του, αλλά η συνταγματική ανατροπή του, για να δικαιολογηθεί η δεύτερη φάση του σχεδιαζόμενου εγκλήματος, η τουρκική εισβολή, η οποία μόνο με παραβίαση των συμφωνιών του 1960 θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Εξάλλου, η Τουρκία αυτή την ενέργεια την προετοίμαζε από χρόνια και ποτέ δεν την απέκρυψε.

Πιστεύω ότι ο Μακάριος ποτέ δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο πραξικοπηματικής ανατροπής του, ανεξάρτητα εάν δημόσια ποτέ δεν θέλησε, για τους δικούς του λόγους, να παραδεχθεί. Είχε εξάλλου την εμπειρία του Φεβρουαρίου του 1972.

Το σίγουρο είναι πως δεν το ανέμενε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όπως παραδέχονται και οι οργανωτές του, φρόντισαν με διάφορους τρόπους να τον παραπλανήσουν και να τον αποπροσανατολίσουν. Τη φαντασία όμως αυτή δεν την επέδειξαν μερικές μέρες αργότερα, κατά την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής. Αυτή φαίνεται ότι είχε εξαντληθεί στο σχεδιασμό και την εκτέλεση του πραξικοπήματος…

Η Επιτροπή πραγματοποίησε 47 συνεδρίες, στις οποίες κλήθηκαν και κατέθεσαν συνολικά 59 μάρτυρες. Δύο από τις συνεδρίες πραγματοποιήθηκαν εκτός του Κοινοβουλίου, η μία στο Λονδίνο, όπου λήφθηκε κατάθεση από τον τέως βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο και μία στο χωριό Τόχνη, γιατί ο μάρτυρας, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας, ήταν αδύνατο να προσέλθει στη Βουλή…»