Η δημοτική αρχή στην Αθήνα φέρεται να έχει υποδείξει στον ρ/σ Αθήνα 9.84 να μην μεταδώσει τις ημέρες του Πάσχα εκκλησιαστικές λειτουργίες και οι δημοσιογράφοι να αποφεύγουν κατά τη ροή του προγράμματος αναφορές όπως «Χριστός Ανέστη». Αυτό ως ένδειξη σεβασμού στις θρησκευτικές μειονότητες της πόλης. Εδώ ξεκινά μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση, η οποία εκτείνεται από την «ανησυχία» του ΛΑΟΣ ότι «σε λίγο στην Αθήνα θα γιορτάζουμε μόνο το Ραμαζάνι και όχι το Πάσχα» έως τον καθυστερημένο διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους. Κάπου στη μέση βρίσκεται η θέση της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία «με το να μην αναφέρουμε «Χριστός Ανέστη» από το ραδιόφωνο, δεν θα αποκτήσουν οι μουσουλμάνοι τζαμί στην Αθήνα».

Ads

«Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, δεν κρίνεται στο χριστός ανέστη στο ραδιόφωνο ούτε θεραπεύουμε κάτι με την απάλειψή του», εκτιμά στο tvxs.gr η Γραμματέας της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Κλειώ Παπαπαντολέων. «Η Ελλάδα δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερο κράτος, “θρησκεύεται”, έχει συνταγματικά κατοχυρωμένη επικρατούσα θρησκεία. Γι’ αυτό και έχουμε σοβαρότατα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, που ξεκινούν από την εκπαίδευση, το μάθημα των θρησκευτικών και την προσευχή, μέχρι το ποινικό οπλοστάσιο των αδικημάτων της βλασφημίας, που κατά καιρούς χρησιμοποιείται ως μηχανισμός λογοκρισίας σε βάρος της “βλάσφημης”, δηλ. κριτικής απέναντι στην επικρατούσα θρησκεία, τέχνης. Οι ραδιοφωνικές ευχές εξάλλου, αποτελούν περισσότερο εθιμική έκφραση κοινωνικότητας, παρά έκφραση θρησκευτικότητας. Ως εκ τούτου, ούτε χρωματίζουν θρησκευτικά το κράτος ούτε προσβάλλουν θρησκευτικά διαφοροποιημένες ομάδες. Αυτό που προσβάλλει όλους μας είναι η ανοχή της Πολιτείας σε εμπρησμούς θρησκευτικών χώρων εβραίων και μουσουλμάνων που έχουν πάρει ανησυχητικές διάστασεις και στο δήθεν άλυτο θέμα του τζαμιού στην πρωτεύουσα, το οποίο τελικώς κινητοποιεί ρατσιστικά και ακροδεξιά αντανακλαστικά, που γίνονται κυρίαρχη αντίληψη. Δεν μπορούμε να αρνούμαστε το σεβασμό συνταγματικών δικαιωμάτων επειδή αφορούν μία μειοψηφία. Και δυστυχώς, ούτε η παρούσα κυβέρνηση, ούτε και καμία προηγούμενη, φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι υπομονεύει με αυτόν τον τρόπο τα ίδια της θεμέλια και αυτοεγκλωβίζεται σε ακροδεξιές αντιλήψεις».

«Παρόμοια μέτρα, και ενδεχομένως και πιο εκτεταμένα, που δεν αφορούν μόνο ένα συγκεκριμένο δήμο, εφαρμόζονται και στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία. Δηλαδή, επί της ουσίας απαγορεύονται δημόσιες θρησκευτικές δηλώσεις τέτοιου τύπου. Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται, από τη μεριά ενός δήμου ή ευρύτερα μιας οποιαδήποτε πολιτείας, για μία προσπάθεια εξισορόπησης ανάμεσα στην -σε κάθε κράτος- πλειοψηφούσα (εν προκειμένω στην Ελλάδα επικρατούσα) θρησκεία και στις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες. Θα έλεγα όμως ότι το θέμα εντοπίζεται αλλού», προσθέτει η κα Παπαπαντολέων.

Και εξηγείται: «Έχω την αίσθηση ότι κάθε θρησκευτική κοινότητα μπορεί και δημόσια να εκφράζει τη λατρεία της, ούτως ή άλλως αυτό προβλέπεται και συνταγματικά (το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία είναι τόσο ιδιωτικό και εσωτερικό όσο και δημόσιο), δηλαδή η δυνατότητα έκφρασης και μέσα από τις τελετουργίες της κάθε θρησκείας. Παράλληλα, πιστεύω ότι δεν παρέχεις με αυτόν τον τρόπο, με το να περιορίζεις τη δημόσια θρησκευτική λατρεία της πλειοψηφούσας θρησκευτικής κοινότητας, δικαιώματα στους άλλους. Απλώς περιορίζεις αυτά της πλειοψηφούσας. Δεν θεωρώ ότι με το να μην αναφέρουμε «Χριστός Ανέστη» από το ραδιόφωνο, θα αποκτήσουν οι μουσουλμάνοι τζαμί στην Αθήνα».

Ads

Η ίδια άλλωστε μεταφέρει την αίσθηση ότι «στη σημερινή κοινωνικοπολιτική συγκυρία αυτό το πράγμα δημιουργεί και ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα στους Έλληνες (Χριστιανούς ή ευρύτερα). Αν είναι να έρθει κάποιος σε σύγκρουση, είναι καλό να το κάνει στην ουσία του ζητήματος. Πράγματι υπάρχει ένα θέμα καταπίεσης των θρησκευτικών μειονοτήτων ή των θρησκευτικών κοινοτήτων που διαφοροποιούνται από την επικρατούσα θρησκεία. Πράγματι υπάρχει μία έλλειψη σεβασμού απέναντι στο δικό τους δικαίωμα έκφρασης και λατρείας στο θεό τους και τα πιστεύω τους. Αλλά αυτό δεν λύνεται έτσι. Είναι καλό οι όποιες αποφάσεις να έχουν και πρακτική σημασία και να διευκολύνουν επί της ουσίας τους ανθρώπους που ασκούν το δικαίωμά τους».

Στο ίδιο πλαίσιο αναπόφευκτα έρχεται στη συζήτηση ο περιβόητος διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους: «Η Ένωση έχει καταθέσει μία πρόταση νόμου -είναι πάντα στη διάθεση της πολιτείας να την αξιοποιήσει συνολικά ή μερικώς- που αφορά το διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Νομίζω ότι είμαστε πολύ μακριά από αυτό, τόσο σε επίπεδο πολιτικής βούλησης όσο και σε επίπεδο κοινωνίας. Προφανώς αυτά συνδέονται μεταξύ τους, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή. Όπως αυτό που συζητάμε τώρα, δηλαδή να μπορούν οι θρησκευτικές κοινότητες ανεμπόδιστα να ασκούν τη θρησκευτική τους λατρεία και το θρησκευτικό τους δικαίωμα. Μπορούν να γίνουν κάποια βήματα τα οποία πρέπει να ξεκινήσουν από την πολιτεία. Προφανώς αυτά θα προκαλέσουν αντιδράσεις, αλλά δεν πειράζει. Αυτή τη στιγμή το κράτος λαμβάνει τόσα μέτρα που προκαλούν αντιδράσεις, που πλήττουν τους ανθρώπους πολύ περισσότερο και πολύ ουσιαστικότερα, που ορίζουν τη ζωή τους. Πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με κάτι τόσο αναχρονιστικό. Δεν μπορείς σε αυτή την περίπτωση να σταθμίσεις και να πεις: ‘εσύ δεν θα έχεις δικαιώματα εδώ, γιατί μου γκρινιάζουν’».