Από τον Ιό της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»

Ads

Φορείς του Ιού: Τάσος Κωστόπουλος, Δημήτρης Τρίμης, Άντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς

Οι εσωκομματικές διαμάχες που σημάδεψαν τη μάχη της διαδοχής στη Νέα Δημοκρατία επανέφεραν στη δημόσια συζήτηση την πολιτική και προσωπική σύγκρουση μεταξύ Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Μητσοτάκη τον Απρίλιο του 1992, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και αντικαταστάθηκε στο πόστο του από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό.

Ads

Για το πλαίσιο εκείνης της πολιτικής διαφωνίας ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά τον τελευταίο καιρό. Το σίγουρο είναι ότι μια από τις πτυχές της εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παραμένει σκοτεινή, παρά το γεγονός ότι με την εξιχνίασή της ασχολήθηκε η κυβέρνηση, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και η ΕΣΗΕΑ .

Άλλοτε και τώρα

Πρόκειται για τα περιβόητα «μυστικά κονδύλια» του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία εκτινάχτηκαν κατά την περίοδο της υπουργίας Σαμαρά και για τα οποία άνοιξε μεγάλη συζήτηση στα μέσα ενημέρωσης, εφόσον υπήρξαν καταγγελίες ότι μεγάλο μέρος απ’ αυτά πήγε σε τσέπες Ελλήνων δημοσιογράφων αλλά και εκδοτών.

Ορισμένες από αυτές τις καταγγελίες προέρχονταν από την πλευρά Μητσοτάκη, η οποία απέδιδε στον κ. Σαμαρά την ιδιοτελή χρήση αυτών των κονδυλίων, με σκοπό την προσωπική προβολή του φιλόδοξου νέου πολιτικού και την ανάπτυξη καλών δημόσιων σχέσεων με μερίδα των ΜΜΕ.

Από την πλευρά του ο κ. Σαμαράς κατηγορούσε τον πρώην αρχηγό του για εκστρατεία λάσπης και υποστήριζε ότι είχε διαχειριστεί τα κονδύλια με νόμιμο και εθνωφελή τρόπο. Το μόνο που αποδέχονταν και οι δύο πλευρές είναι ότι ο τρόπος που ελέγχονταν τα κονδύλια αυτά ήταν απολύτως συγκεντρωτικός επί Σαμαρά, ενώ η ευθύνη αυτή ανατέθηκε σε πολυπρόσωπο σχήμα από τον κ. Μητσοτάκη.

Και οι δύο πλευρές μπορούν να επιμένουν στη θέση τους, εφόσον, πριν αναλάβει ο κ. Μητσοτάκης το υπουργείο, στις 13.4.1992, είχαν καταστραφεί τα παραστατικά των δαπανών αυτών. Τα τελευταία παραστατικά για δαπάνες 603 εκατ. δρχ. είχαν καταστραφεί, σύμφωνα με δήλωση του κ. Σαμαρά, στις 17.3.1992. Το μόνο που έμενε προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεση ήταν οι συνολικές δαπάνες και οι μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν χειριστεί τη χρηματοδότηση αυτή. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι έμπιστοι κάθε πλευράς: Ο Μανώλης Καλαμίδας του κ. Σαμαρά και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος του κ. Μητσοτάκη.

Η υπόθεση ήρθε στο φως με τη μορφή σκανδάλου μετά την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαιξε τότε κάποιο ρόλο, εφόσον ήταν ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993. Ο κ. Παπούλιας ανέθεσε τη διενέργεια ΕΔΕ σε σύμβουλό του, πρώην δικαστικό, η οποία δεν κατέληξε σε συγκεκριμένο καταλογισμό ευθυνών. Πάντως, αυτή η πρώτη έρευνα εντόπισε την αύξηση των ετήσιων απόρρητων δαπανών:

«Το έτος 1989, με αρχική πίστωση 2.200.000.000 δρχ. δαπανήθηκε ποσό 3.278.376.500. Το έτος 1990, με αρχική πίστωση 2.000.000.000 δρχ. δαπανήθηκε ποσό 2.047.761.404. Το έτος 1991, με αρχική πίστωση 2.500.000.000, δαπανήθηκε ποσό 5.047.837.085. Το έτος 1992, με αρχική πίστωση 4.100.000.000, δαπανήθηκε ποσό 7.459.447.649. Το έτος 1993, με αρχική πίστωση 4.340.000.000, μέχρι τις 10.10.1993 [δηλ. την ημέρα των εκλογών] δαπανήθηκε ποσό 6.231.881.799».

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα είναι να παρουσιάσουμε τα δεδομένα αυτής της αντιπαράθεσης, όπως καταγράφηκαν από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ που ασχολήθηκε με την υπόθεση, χωρίς να αναφέρουμε τα ονόματα δημοσιογράφων και εντύπων που κατονομάστηκαν, εφόσον η έρευνα δεν μπόρεσε τελικά να αποδώσει σε κανέναν συγκεκριμένη ευθύνη.

Η «κατάθεση» Μητσοτάκη

Στις 10 Μαρτίου 1994 επισκέφτηκαν τον πρώην πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στο ιδιαίτερο γραφείο του στην οδό Αραβαντινού εκπρόσωποι του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ και του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ένωσης.

Σύμφωνα με το πρακτικό που συντάχθηκε για τη συνάντηση αυτή, στην αρχή της συζήτησης ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι τα «μόνα σημαντικά μυστικά κονδύλια προέρχονται από το υπουργείο Εξωτερικών», πλην όμως «δίδονται και άλλα κονδύλια από τις διοικήσεις Τραπεζών και μεγάλων οργανισμών προς διάφορες κατευθύνσεις, για ατομική συνήθως προβολή και όχι για προβολή κυβερνητικού έργου».

Περιέγραψε κατόπιν την «άσχημη», όπως τη χαρακτήρισε, κατάσταση που βρήκε στο υπουργείο Εξωτερικών, όταν το ανέλαβε ο ίδιος μετά την απομάκρυνση του κ. Αντώνη Σαμαρά, αφού στα ταμεία είχαν μείνει στο τέλος του χρόνου 40-48 εκατ. δρχ., ενώ μεγάλα ποσά (από τα μυστικά κονδύλια που είχαν διογκωθεί υπέρμετρα) είχαν διοχετευθεί σε άγνωστους παραλήπτες, χωρίς να υπάρχουν τα σχετικά δικαιολογητικά: «Έκπληκτος πληροφορήθηκα ότι το σύστημα είχε αλλάξει», είπε. «Έτσι ο υπουργός Εξωτερικών μπορούσε να διαθέτει όπου ήθελε μυστικά κονδύλια, ενώ ο έλεγχος γινόταν από μια 3μελή επιτροπή που επίσης διορίζονταν από τον ίδιο τον υπουργό. Τα σχετικά έγγραφα καταστρέφονταν δύο φορές το χρόνο».

Ακολούθως ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι ζήτησε να αλλάξει αμέσως το σύστημα διάθεσης μυστικών κονδυλίων, «γεγονός που προκάλεσε σάλο και τα παράπονα του κ. Σαμαρά», ενώ όταν επιχείρησε να «ξεκαθαρίσει» την κατάσταση διαπίστωσε ότι «πολύ σημαντικά κονδύλια -πάνω από 1 δισ. δρχ.- πήγαν για διαφήμιση».

Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι ζήτησε να πληροφορηθεί πού πήγαν τα κονδύλια αυτά (του 1 δισ. δρχ.) αλλά ουδείς εδέχθη να απαντήσει. Ο Μανώλης Καλαμίδας (που κλήθηκε από τον κ. Τζούνη να απαντήσει) είπε ότι δεν μπορεί να δώσει απάντηση, ενώ ο ίδιος (δηλ. ο κ. Μητσοτάκης) ζήτησε εξηγήσεις από τον κ. Σαμαρά. Στο σημείο αυτό ο κ. Μητσοτάκης είπε με έμφαση στους παριστάμενους ότι «υπάρχει θέμα κακής διαχείρισης μυστικών κονδυλίων. Έγινε υπέρμετρη χρήση δαπανών. Γνωρίζω ανθρώπους, δημοσιογράφους, που έπαιρναν χρήματα. Σε μετρητά».

Στις επίμονες ερωτήσεις για το πώς γινόταν αυτό, ο κ. Μητσοτάκης απάντησε: «Υπήρχε ένα τσουβάλι με χαρτονομίσματα. Για την ακρίβεια, ήταν μια μαύρη νάιλον σακούλα, σαν αυτές που βάζουν τα σκουπίδια. Ήταν γεμάτη πεντοχίλιαρα. Από εκεί έπαιρναν χρήματα και τα μοίραζαν».

Σε ερώτηση αν έχει ιδία γνώση και πώς το ξέρει, απάντησε: «Μου το είχαν πει, άλλωστε το είδα ο ίδιος».

Σε άλλη ερώτηση, για το ποιος μπορεί να βεβαιώσει αυτά που αναφέρει -διότι αποτελούν πολύ σοβαρές κατηγορίες για ολόκληρο τον δημοσιογραφικό κόσμο- ο πρώην πρωθυπουργός απάντησε: «Τα γνωρίζουν, πλην του κ. Σαμαρά, ο κ. Καλαμίδας και κάποιος βοηθός του Καλαμίδα, που διετέλεσε διπλωμάτης στο Παρίσι (σ.σ.: δεν θυμόταν το όνομά του, αλλά από τις άλλες καταθέσεις προκύπτει ότι εννοούσε τον κ. Φραγκίσκο Βέρρο). Μπορούν, εξάλλου, να τα βεβαιώσουν ο κ. Αβραμόπουλος και ο γενικός διευθυντής των οικονομικών υπηρεσιών του ΥΠΕΞ (ανέφερε το όνομα Λαδικός)».

Είπε ακόμη επί των καταγγελιών αυτών:

«Θα βρεθεί άκρη αν μιλήσουν οι δύο διπλωματικοί υπάλληλοι που έδιναν τα χρήματα».

«Δεν δίνονταν επιταγές. Μόνο μετρητά».

«Τα χρήματα δόθηκαν κυρίως για προπαγάνδα γύρω από το όνομα της Μακεδονίας. Όμως, αντί η προπαγάνδα να γίνει προς τα έξω, γινόταν προς τα μέσα».

Ο κ. Μητσοτάκης άφησε επίσης να εννοηθεί ότι τα χρήματα διοχετεύονταν σε συγκεκριμένους δημοσιογράφους, προκειμένου να «χτίσει» το πολιτικό του ίματζ ο κ. Σαμαράς. Είπε, τέλος, ότι υπολογίζει ότι σε διάστημα ενός και μισού χρόνου διατέθηκαν από τα μυστικά κονδύλια πάνω από 1 δισ. δρχ. και προέτρεψε τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου να ζητήσουν τη σύσταση εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής στη Βουλή για το θέμα των μυστικών κονδυλίων.

Η «κατάθεση» Σαμαρά

Στις 21 Απριλίου 1994 εκπρόσωποι του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ επισκέφτηκαν τον Αντώνη Σαμαρά στα γραφεία της Πολιτικής Άνοιξης στην οδό Σίνα, προκειμένου να πληροφορηθούν από τον ίδιο τις απόψεις του για τις καταγγελίες αυτές. Σύμφωνα με το πρακτικό που συντάχθηκε μετά τη συνάντηση, ο πρόεδρος της Πολιτικής Άνοιξης διέψευσε κατηγορηματικά ότι δόθηκαν χρήματα σε δημοσιογράφους από μυστικά κονδύλια του υπουργείου του.

Ο ίδιος διαβεβαίωσε τα μέλη του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι, εκτός από τη διάθεση κάποιων κονδυλίων σε έντυπα και δημοσιογράφους για εθνικούς λόγους, σε καμιά άλλη περίπτωση δεν δόθηκαν χρήματα σε δημοσιογράφους.

Όταν ρωτήθηκε για ποιους λόγους εμφανίζουν αύξηση τα κονδύλια της υπηρεσίας ενημέρωσης του υπουργείου Εξωτερικών μεταξύ 1990 και 1991, τόσο ο Αντώνης Σαμαράς όσο και ο παριστάμενος στη συζήτηση Μανώλης Καλαμίδας απάντησαν ότι στα ποσά που εμφανίζονται σαν έξοδα της υπηρεσίας ενημέρωσης περιλαμβάνονται διάφορες άλλες δαπάνες του υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίες για καθαρά πρακτικούς λόγους καταχωρίζονταν στα κονδύλια της «ενημέρωσης».

Σαν ενισχυτικό της θέσης του αυτής ο κ. Σαμαράς πρόσθεσε ότι αν ήθελε, όπως κυκλοφόρησε στα μέσα ενημέρωσης, να διαθέσει χρήματα σε δημοσιογράφους, προκειμένου να εξασφαλίσει την προσωπική του προβολή, θα μπορούσε να το κάνει από το κονδύλι των 2 δισ. δρχ. που είχε στην απόλυτη διάθεσή του ως υπουργός, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ανακοινώσει πού διατέθηκαν.

Όταν του τέθηκε υπόψη ότι ο κ. Μητσοτάκης, στη συνάντηση που είχαν μαζί του μέλη του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού και του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, υποστήριξε -χωρίς όμως να έχει στα χέρια του αποδεικτικά στοιχεία- ότι πράγματι διατέθηκαν χρήματα από τα μυστικά κονδύλια σε δημοσιογράφους, ο κ. Σαμαράς χαρακτήρισε ψεύδη τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης και τα απέδωσε σε προσπάθεια του τελευταίου να τον εκθέσει πολιτικά στα μάτια της κοινής γνώμης, αποδίδοντας την προβολή του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο γεγονός ότι ο κ. Σαμαράς «λάδωνε» τους δημοσιογράφους για να τον προβάλλουν.

Ο κ. Αβραμόπουλος επέλεξε να δώσει μια ολιγόλογη γραπτή απάντηση στα ερωτήματα για τη δική του ανάμειξη στην υπόθεση: «Σήμερα, 23 Μαΐου 1994, μετά από πρόσκληση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, συναντήθηκα με τα μέλη του, όπου, ερωτηθείς σχετικά με θέματα που αφορούν σε ενδεχόμενη διάθεση ποσών από τα κονδύλια του ΥΠΕΞ σε δημοσιογράφους, απάντησα: Κατά την περίοδο που ήμουν εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών και διηύθυνα την υπηρεσία ενημέρωσης και με βάση τα υπάρχοντα δικαιολογητικά δεν διετέθησαν χρήματα σε δημοσιογράφους, με εξαίρεση μικρές αμοιβές της τάξεως περίπου των 15.000 δρχ., για συνεργασίες με έντυπο που εκδίδετο με ευθύνη του υπουργείου Εξωτερικών. Σε ερώτηση εάν κατά την περίοδο που ήμουν εκπρόσωπος γνώριζα ή άκουσα ότι δόθηκαν λεφτά επί υπουργίας Σαμαρά, απάντησα: κατηγορηματικά δηλώνω ότι δεν ήμουν καν σε θέση να γνωρίζω».

Με βάση αυτά τα δεδομένα, στις 19.10.1994 το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατέληξε σε ένα πόρισμα-γρίφο, το οποίο «θέτει την υπόθεση στο αρχείο», αλλά «αφήνει το ζήτημα ανοιχτό».

Το συμπέρασμα του πορίσματος είναι ότι «κατέστη ατελέσφορη η αναζήτηση των φυσικών ενόχων πιθανού χρηματισμού, εξαιτίας των ασφαλιστικών δικλίδων με τις οποίες οι κρατικές υπηρεσίες και η γραφειοκρατία καλύπτουν οποιαδήποτε ενέργεια, επικαλούμενες εθνική σκοπιμότητα».

Ο φάκελος ξανανοίγει

Είκοσι μέρες αργότερα ο φάκελος ξανάνοιξε. Στις 8.11.1994 ο τότε γενικός διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Κ. Μητσοτάκη, Διονύσιος Χατζιδάκης ζήτησε να καταθέσει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με αφορμή όσα είπε ο Μανώλης Καλαμίδας σε εκπομπή του Τέρενς Κουίκ, στον ΑΝΤ1.

Κατά την εξέτασή του, ο κ. Χατζηδάκης κατέθεσε τα ακόλουθα:

«Πληροφορήθηκα το γεγονός από τον Β’ Σύμβουλο της Πρεσβείας Βέρρο, στο γραφείο του στην Πρεσβεία μας στο Παρίσι, όταν υπηρετούσα ως ναυτικός ακόλουθος εκεί και κατά την περίοδο που ανετέθη διενέργεια ΕΔΕ στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δ. Σταμούλη. Τότε είχε κληθεί και ο Βέρρος να καταθέσει, γιατί εφέρετο το όνομά του ότι αυτός έδινε τα χρήματα σε ορισμένους δημοσιογράφους. Στη συζήτηση που είχαμε μου είπε ότι ο τότε πρωθυπουργός είχε δώσει εν λευκώ στον τότε υπουργό Εξωτερικών κ. Σαμαρά ποσό 2,3 δισ. για να τα χειριστεί για εθνικούς σκοπούς, πλην όμως αυτός τα χρησιμοποίησε για το προσωπικό του ίματζ. Και όταν τον ρώτησα τι προτίθεσαι εσύ να κάνεις, ο κ. Βέρρος μου είπε, δεν μπορώ να καταθέσω τίποτε από όλα αυτά. Του είπα ότι έχεις υποχρέωση να τα πεις. Μου απάντησε “διαφωνώ με τους χειρισμούς του Σαμαρά, αλλά εγώ δεν μπορώ να φτύσω τον πρώην υπουργό μου, που ήμουν διευθυντής του γραφείου του”. Μια άλλη μέρα δε, μόνο τρεις μέρες αργότερα, ήμουνα πάλι στο γραφείο του και μου είπε ότι φεύγει για να πάει να καταθέσει στην Αθήνα κι εκεί τηλεφώνησε στον κ. Καλαμίδα και σας καταθέτω αυτούσιο το διάλογο: “Μανώλη γεια σου. Φραγκίσκος εδώ. Κατεβαίνω στην Αθήνα να καταθέσω και θα πω δεν είδα τίποτε, δεν έδωσα τίποτε, δεν ξέρω τίποτε”. Από το σημείο αυτό και μετά αποχώρησα από το γραφείο. Με τον κ. Βέρρο με συνδέει μεγάλη φιλία και πολλά Σάββατα κατά τις 11 το μεσημέρι πήγαινα απ’ το σπίτι του, τον έπαιρνα και πηγαίναμε στο δάσος της Βουλώνης και τρέχαμε. Όταν σταματούσαμε και περπατούσαμε για να ξεκουραστούμε, συζητάγαμε την τότε πολιτική κατάσταση και όταν τον ρώτησα τι έγινε με την κατάθεσή σου στο υπουργείο, μου είπε “είπα ότι δεν ξέρω τίποτε και ότι οι φάκελοι με τις σχετικές αποδείξεις αυτών που τα έπαιρναν καταστράφηκαν”. Οταν πάλι τον ρώτησα γιατί δεν έδωσες ονόματα, μου είπε “έλα στη θέση μου, και σκέψου τον εαυτό σου, να είσαι στο γραφείο του Μητσοτάκη και να δώσεις στοιχεία που να κάψουν τον άνθρωπο”. Σε άλλη συνάντησή μας, μου είπε μερικά ονόματα, από τα οποία συγκράτησα ορισμένα, αλλά και που δεν είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω, πόσα και πώς τα πήραν».

Στη συνέχεια ο μάρτυρας κατονόμασε ορισμένους δημοσιογράφους.

Σε ερώτηση εάν κατά τη γνώμη του ο κ. Βέρρος ήταν σε θέση να γνωρίζει τα ονόματα των δημοσιογράφων που πήραν χρήματα από τα μυστικά κονδύλια του ΥΠΕΞ, ο μάρτυρας απάντησε: «Κατηγορηματικά ναι, διότι όπως μου είπε, αυτός τους πλήρωνε».

Σε ερώτηση εάν κατά τη γνώμη του ο κ. Βέρρος διατηρεί αντίγραφο των καταστάσεων με τα ονόματα των δημοσιογράφων στους οποίους διατέθηκαν ποσά από τα μυστικά κονδύλια, ο μάρτυρας απάντησε: «Είμαι σίγουρος ότι έχει καταστάσεις, εκτιμώ δε ότι μπορεί να είναι και τα πρωτότυπα».

Σε ερώτηση, τέλος, αν ο κ. Βέρρος τον πληροφόρησε για τη διαδικασία και τη σκοπιμότητα των πληρωμών αυτών, ο κ. Χατζηδάκης απάντησε: «Ορισμένοι έρχονταν κάθε μήνα. Απ’ αυτά που μου έλεγε ο κ. Βέρρος στις συζητήσεις, εκτιμώ ότι εδίδοντο από τον κ. Σαμαρά για να φτιάξει αυλή δική του και να περνάει τα μηνύματά του».

Σε ερώτηση αν εκτός από τα ονόματα που συγκράτησε υπήρχαν και άλλοι δημοσιογράφοι που πληρώνονταν, ο κ. Χατζηδάκης είπε: «Μου εδόθη η εντύπωση, θα μπορούσα να πω η βεβαιότητα, ότι ήταν αρκετοί».

Μια μέρα αργότερα θα καταθέσει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο έγγραφη δήλωση ο Γιάννης Βούλτεψης, διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας επί Μητσοτάκη και εν ενέργεια μέλος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ.

Με τη δήλωση αυτή ο κ. Βούλτεψης θα επιβεβαιώσει την κατάθεση Χατζηδάκη. Ομως, ο φάκελος των κονδυλίων δεν επρόκειτο να ξανανοίξει.

Το ζήτημα είχε συζητηθεί το Μάρτιο του 1994 και στη Βουλή. Απαντώντας στον βουλευτή του ΚΚΕ Στρατή Κόρακα, ο Γιώργος Παπανδρέου -με την ιδιότητα του υφυπουργού Εξωτερικών- περιέγραφε την απόλυτη αδυναμία ελέγχου αυτών των κονδυλίων:

«Μια από τις πρώτες ενέργειες του υπουργού Εξωτερικών κ. Παπούλια, ήταν να διατάξει ΕΔΕ για να διερευνηθούν τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας. Δυστυχώς, κύριε Κόρακα, λόγω παντελούς έλλειψης στοιχείων, έστω και ενδεικτικών, στους οικείους φακέλους του αρχείου του ΥΠΕΞ, η ΕΔΕ δεν στάθηκε δυνατόν να επαληθεύσει τίποτα από τα όσα έχουν λεχθεί γύρω από αυτή την υπόθεση του χρηματισμού των δημοσιογράφων. Είναι γνωστό ότι ο σημερινός νόμος αναγνωρίζει στο υπουργείο Εξωτερικών ειδικές δαπάνες, ή αλλιώς κονδύλια απορρήτων εθνικών δαπανών και αυτός είναι ο Ν. 419/76. Σύμφωνα με διάταξη του νόμου αυτού, ο έλεγχος της δαπάνης για απόρρητη εθνική ανάγκη ενεργείται υπό της προκαλεσάσης ταύτην αρμοδίας υπηρεσίας. Η χρηστή διαχείριση των κονδυλίων αυτών επαφίεται στον πατριωτισμό της πολιτικής ηγεσίας».

Το «αισθητήριο»

Είμαστε, λοιπόν, καταδικασμένοι να μη μάθουμε ποτέ πώς διατέθηκαν εκείνα (αλλά και τα σημερινά) μυστικά κονδύλια, επαφιέμενοι στον «πατριωτισμό της πολιτικής ηγεσίας»;

Ο εκδότης μιας από τις εφημερίδες που πρωτοστατούν σήμερα στην υποστήριξη του Αντώνη Σαμαρά, ο Θέμος Αναστασιάδης, είχε τότε ρίξει μια ιδέα. Με κυνικό χιούμορ, είχε ειρωνευτεί την προσπάθεια εφαρμογής του πόθεν έσχες στους δημοσιογράφους, υποδεικνύοντας έναν σίγουρο τρόπο για να ανακαλύπτει το κοινό σε ποιους δημοσιογράφους καταλήγουν φανερά και μυστικά κονδύλια: «Το καλύτερο αισθητήριο πόθεν έσχες το ‘χει ο ίδιος ο αναγνώστης, που τη μυρίζεται αμέσως τη δουλειά. Σου λέει, για να κόπτεται π.χ. ο τάδε δημοσιογράφος τόσο πολύ υπέρ, π.χ. του Σαμαρά, κάποιο λάκκο έχει η φάβα» (3.5.1995).

Ποιος, αλήθεια, τολμά σήμερα να επικαλεστεί αυτό το «αισθητήριο»;

Μια έρευνα χωρίς τέλος

Αμέσως μετά τις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου του 1993 υπήρξαν δημοσιεύματα για την ύπαρξη καταλόγου δημοσιογράφων και εντύπων που είχαν γίνει αποδέκτες σημαντικών ποσών από τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών. Τα δημοσιεύματα αυτά προκάλεσαν ειδικές έρευνες από την κυβέρνηση, τη Δικαιοσύνη και τα όργανα της ΕΣΗΕΑ.

Στις 8.11.1993 ανατέθηκε στον Παναγιώτη Βενάρδο από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ προκαταρκτική έρευνα «με σκοπό να διαπιστωθεί ποια στοιχεία υπάρχουν για τυχόν χρηματισμό δημοσιογράφων μέσω των μυστικών κονδυλίων».

Στις 8.12.1993 ολοκληρώθηκε η Ένορκη Προκαταρκτική Διοικητική Εξέταση που είχε ανατεθεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης στον Σπυρίδωνα Σταμούλη, επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ειδικό σύμβουλο του υπουργού. Το πόρισμα της έρευνας αυτής κατέληγε ότι «από τα υπόψη μας τεθέντα διαχειριστικά στοιχεία που αφορούσαν τη διάθεση κονδυλίων για απόρρητες εθνικές ανάγκες κατά την περίοδο από 1.1.1989 μέχρι 6.10.1993, δεν διαπιστώθηκαν επίψογες ή κολάσιμες διαχειριστικές πράξεις ή παραλείψεις, στρεφόμενες αμέσως ή εμμέσως εναντίον των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου». Ο συντάκτης του πορίσματος διαπίστωνε βέβαια «μια προοδευτικώς αυξητική τάση των κονδυλίων, σχεδόν μέχρι διπλασιασμού του ύψους αυτού», αλλά την απέδιδε στις «επιγενόμενες αντικειμενικές συνθήκες και εντάσεις που δεν προϋπήρχαν στην έκταση αυτή».

Στο πόρισμα του Βενάρδου που παραδόθηκε στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ στις 15.12.1993 επισημαίνεται το γεγονός ότι «δεν υπάρχουν στο ΥΠΕΞ άλλες καταστάσεις μυστικών κονδυλίων εκτός από αυτήν που επισυνάπτεται για το διάστημα 1.2.1993 έως 24.9.1993».

Ο λόγος είναι ότι τα σχετικά παραστατικά από την περίοδο Σαμαρά είχαν καταστραφεί: «Συνέπεια της διαδικασίας που υπερασπίζεται ο Α. Σαμαράς είναι να μην υπάρχει σήμερα κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με τη διαχείριση των κονδυλίων επί των ημερών του και προγενέστερα γιατί τα σχετικά παραστατικά καταστρέφονταν σχεδόν αμέσως από επιτροπή, τη σύνθεση της οποίας αποφάσιζε αποκλειστικά ο υπουργός».

Στις 19.10.1994 ολοκληρώθηκε το πόρισμα του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ, το οποίο αποφάσισε ομόφωνα «να θέσει τυπικά την υπόθεση στο αρχείο, αλλά να παραμείνει ως θέμα ανοιχτό για προβληματισμό, διότι είναι υπαρκτό έστω και σε μικρή έκταση».

Το πόρισμα αποδίδει την αδυναμία να βρεθεί οποιοδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο, με εξαίρεση την κατάσταση που αναφερόταν και στο πόρισμα Βενάρδου, στο γεγονός ότι «επί υπουργίας του ο Α. Σαμαράς άλλαξε τον τρόπο διαχείρισης των μυστικών κονδυλίων». Μάλιστα ο Α. Σαμαράς υπεραμύνθηκε του συστήματος που καθιέρωσε (για την καταστροφή των παραστατικών των μυστικών δαπανών με αποκλειστική ευθύνη του υπουργού), επικρίνοντας την πολυπρόσωπη διαδικασία που επανέφερε ο Κ. Μητσοτάκης, η οποία κατά τον Σαμαρά «είναι δυσκίνητη και μπορεί να αχρηστεύσει χρήσιμες για την εθνική ασφάλεια πηγές».

Στις 4.11.1994 ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Σιούλας ανέθεσε στον εισαγγελέα Εφετών Γεώργιο Κουβέλη προκαταρκτική εξέταση για τα μυστικά κονδύλια. Στα μέσα Ιουνίου 1995 ο κ. Κουβέλης έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, κρίνοντας ότι δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες για τον κ. Σαμαρά από τη διαχείριση των απορρήτων δαπανών του υπουργείου Εξωτερικών. Την αύξηση των μυστικών κονδυλίων για εθνικές ανάγκες το 1991 και το 1992 τις αποδίδει στις ανακατατάξεις που έγιναν στο χώρο των Βαλκανίων εκείνη την περίοδο. Απαντώντας σε σχετικό αίτημα της ΕΣΗΕΑ, ο εισαγγελέας αρνήθηκε να της παραδώσει το σχετικό φάκελο, διότι «δεν προέκυψε καμία ένδειξη ότι διεπράχθη οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη κατά τη διαχείριση των μυστικών κονδυλίων».

Στις 27.7.1995 το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ απευθύνθηκε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ζήτησε να ενημερωθεί για το περιεχόμενο του φακέλου, επειδή στον τύπο είχαν διαρρεύσει πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες είχαν εντοπιστεί 15 ονόματα δημοσιογράφων «που είχαν κάποια σχέση με τα μυστικά κονδύλια έστω και με τρόπο μη αξιόποινο, δημιουργώντας όμως την εντύπωση στην κοινή γνώμη και στον δημοσιογραφικό κόσμο ότι κάτι υπάρχει που δεν αποκαλύπτεται».

Η απάντηση του Αρείου Πάγου στο αίτημα αυτό ήταν αρνητική. Ο φάκελος «μυστικά κονδύλια» παρέμεινε απόρρητος.

Πηγή: «Ελευθεροτυπία»