Στις 18 Δεκεμβρίου 2008 ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης μίλησε στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί του προϋπολογισμού του 2009. Επωδός της ομιλίας του ήταν ότι «στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους θα έχει δοθεί η αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη, ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο ΔΝΤ».

Ads

Όσα ανέφερε ο κ. Σημίτης στην ομιλία του (ακολουθεί παρακάτω ολόκληρη) -με τις κατάλληλες βέβαια προσαρμογές- θα μπορούσαν κάλλιστα να περιγράψουν όσα συμβαίνουν σήμερα.

Ο ίδιος, μιλώντας σήμερα στο «Βήμα», υπογραμμίζει ότι «το ΔΝΤ είναι η αναπόφευκτη κατάληξη της πολιτικής των τελευταίων πέντε ετών, με το τέχνασμα μιας δήθεν απογραφής, τον διεθνή διασυρμό εξαιτίας αυτής της απογραφής και την κατηφόρα που ακολούθησε».

«Θεωρώ ότι δεν ήταν σωστό να αποφασιστεί η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στον ευρωπαϊκό μηχανισμό» επισημαίνει αλλά προσθέτει ότι «από τη στιγμή που αυτό αποφασίστηκε και δημιουργήθηκε ένας αξιόπιστος μηχανισμός οικονομικής στήριξης κρατών δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για τη χρησιμότητά του και ορθά η κυβέρνηση,υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων, προσέφυγε σε αυτόν».

Ads

Ακόμα, δεν αποδέχεται την άποψη που αρχίζει να διαμορφώνεται ότι η Ελλάδα προχωρούσε εδώ και δεκαετίες αργά και σταθερά προς το Ταμείο. «Γιατί δεν πήγε το 1949 η Ελλάδα στο ΔΝΤ, αμέσως μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο;Γιατί δεν πήγε το 1985;Πήγε τώρα εξαιτίας του κατήφορου που ακολούθησε μετά το 2004 και του εκτροχιασμού μετά το 2007», τονίζει και προσθέτει ότι «Ο ελληνικός λαός έχει τη δυνατότητα να τα καταφέρει και το έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν, όπως το 1985, όπως το 1996».

Θεωρεί ότι στις ανεπτυγμένες χώρες θα απαιτηθούν δύο ως τρία χρόνια για να αναπληρωθούν οι υποχωρήσεις των ρυθμών ανάπτυξης που προκάλεσε η κρίση. «Στις χώρες του Νότου προβλέπεται ότι το διάστημα αυτό μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε χρόνια» συμπληρώνει.

Η ομιλία στις 18 Δεκεμβρίου 2008

Την εξαιρετικά δυσοίωνη προοπτική εκφράζουν και τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, που έχουν εκτιναχθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, όχι εξ αιτίας της ανόδου των διεθνών επιτοκίων, αλλά εξ αιτίας του καταποντισμού της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στη φερεγγυότητα της κυβερνητικής πολιτικής και των προοπτικών της οικονομίας μας. Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που ζητείται να καταβάλει η Ελλάδα για να της χορηγηθούν δάνεια και του επιτοκίου που καταβάλλει η Γερμανία κατά την έκδοση δεκαετών ομολόγων ως γνωστόν ανεβαίνει σταθερά. Τέλος Νοεμβρίου το επιτόκιο για την Ελλάδα ήταν κατά 1,68% υψηλότερο εκείνου για τη Γερμανία, αρχές Δεκεμβρίου κατά 1,73% και πριν από λίγες μέρες κατά 2,25%. Για να έχετε ένα στοιχείο σύγκρισης, τέλος του 2003 το επιτόκιο για την Ελλάδα ήταν υψηλότερο μόνο κατά 0,2%. Αντίστοιχη με τη σημερινή διαφορά υπήρχε μόνο προτού γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ.

Ο δανεισμός της χώρας έχει γίνει θέμα στον διεθνή Τύπο. Η Ελλάδα αναφέρεται ως η χώρα η οποία αναλογικά με το ΑΕΠ της θα έχει το 2009 τον υψηλότερο δανεισμό στην Ευρώπη. Τη δυσοίωνη εικόνα συμπληρώνει το γεγονός ότι το κόστος της ασφάλισης έναντι του κινδύνου μη αποπληρωμής των πενταετών ελληνικών ομολόγων έχει τετραπλασιαστεί σε ελάχιστο χρόνο από 3% σε 12% περίπου. Είναι και αυτό μια απόδειξη της εξαιρετικά αρνητικής γνώμης που επικρατεί στις αγορές χρήματος για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η αρνητική γνώμη για τη χώρα συνδέεται με την αρνητική πορεία του δημόσιου χρέους και της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ τέλους 2003 και 2009, το οποίο αφορά ο προϋπολογισμός που συζητάμε, η πολιτική της κυβέρνησης οδήγησε σε μια αύξηση του δημόσιου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης -το οποίο κατ’ εξοχήν εκφράζει τη δημοσιονομική διαχείριση- κατά το ιλιγγιώδες ποσό των 91 δισ. ευρώ, χωρίς σε αυτό να υπολογίζεται η επιβάρυνση του χρέους από το πακέτο στήριξης των τραπεζών και τις βέβαιες υπερβάσεις του ελλείμματος το 2009. Οι αιτίες της αύξησης είναι συναρτημένες με την πελατειακή νοοτροπία της κυβέρνησης και τη σταθερή επιδίωξη ενίσχυσης της εξουσίας της. Οι προσλήψεις την περίοδο 2004 – 2008 για παράδειγμα έφτασαν τις 60.000 περίπου, με συνέπεια την αύξηση των μισθών που κατέβαλε η κυβέρνηση κατά 40%. Η κυβέρνηση συγκάλυψε την πορεία αυτή με την αλλαγή των στοιχείων του ΑΕΠ ώστε να προβάλει τον ισχυρισμό ότι το χρέος μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το επιχείρημά της αυτό βεβαίως ελάχιστα έπεισε τους δανειστές της χώρας, που ανέβασαν το επιτόκιο για την Ελλάδα σε ύψη που ισχύει για χώρες εκτός της Ευρωζώνης.

Οι δανειστές έχουν επίσης υπόψη τους ότι και άλλα στοιχεία που παρουσιάζει η κυβέρνηση δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση του προϋπολογισμού του 2009 ότι τα τακτικά έσοδα θα αυξηθούν με ρυθμό υπερδιπλάσιο εκείνου του ονομαστικού ΑΕΠ. Σύμφωνα με πάγιες αρχές υπολογισμού των μελλοντικών φορολογικών εσόδων που ισχύουν στις χώρες της Ευρωζώνης, αυτή είναι μια εξωπραγματική υπόθεση. Οι δανειστές, τέλος, βλέπουν γεγονότα τα οποία ζουν όλοι οι Ελληνες, τα χρέη των νοσοκομείων, τα υπάρχοντα και τα επερχόμενα χρέη των ασφαλιστικών ταμείων, την αδυναμία περιορισμού των δαπανών υγείας και των ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Διαπιστώνουν ότι παρά τις αποκαλούμενες μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιείται καμιά βελτίωση ως προς τον περιορισμό των δαπανών, που εξακολουθούν να διογκώνονται.

Αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Θεωρούν ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, την απογραφή, την αναθεώρηση του ΑΕΠ, τη γρήγορη ολοκλήρωση της διαδικασίας της επιτήρησης, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη συμπαράσταση για να χειροτερεύσει κατά πολύ τα πράγματα και να μην τηρήσει δεσμεύσεις.

Απλά, τους κορόιδεψε.

Η Ελλάδα, πιστεύουν, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αφορμές για μια τέτοια κίνηση μπορούν να βρεθούν, αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία.

Η Ελλάδα σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που συζητάμε θα πρέπει να δανειστεί το 2009 τουλάχιστον 40 δισ., αλλά πιθανότατα ένα ποσό 50 δισ. Τα χρήματα στις διεθνείς χρηματαγορές θα είναι δύσκολο να βρεθούν την περίοδο που θα επιδιώξει τον δανεισμό η Ελλάδα.

Γιατί και άλλες χώρες και προπαντός ξένες τράπεζες θα επιθυμούν να δανειστούν και θα προσφέρουν ικανοποιητικότερο επιτόκιο ή περισσότερη φερεγγυότητα.

Στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους θα έχει δοθεί η αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη, ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο ΔΝΤ.