Ενώ τα δημόσια ερευνητικά κέντρα πάσχουν από την κρατική υποχρηματοδότηση, το Υπουργείο Παιδείας αναθέτει σε βρετανική ιδιωτική εταιρία την αξιολόγηση του ελληνικού συστήματος έρευνας, έναντι 90.000 ευρώ. Η κρατική αδιαφορία για τον ερευνητικό τομέα έχει προκαλέσει προβλήματα μισθοδοσίας και διοίκησης, εμποδίζοντας ακόμα και τη διεξαγωγή ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενων ερευνών.

Ads

Οι συνέπειες του μνημονίου είναι εμφανείς και στα ερευνητικά ιδρύματα δημοσίου δικαίου, τα οποία έχουν υποστεί επανειλημμένα περικοπές στον τακτικό προϋπολογισμό τους τον τελευταίο χρόνο. Πλέον η κρατική χρηματοδότηση καλύπτει μόνο το 94% των δαπανών των ερευνητικών κέντρων, μετά βίας καλύπτοντας τη μισθοδοσία και κάνοντας αδύνατη ακόμα και την πληρωμή ανελαστικών λειτουργικών δαπανών, όπως η ΔΕΗ και το φυσικό αέριο.

Τον προηγούμενο μήνα το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών αντιμετώπισε προβλήματα με την καταβολή των μισθών, ενώ εργαζόμενοι στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το αρχαιότερο ερευνητικό ίδρυμα των Βαλκανίων, εξέφρασαν ανησυχίες για το μέλλον του. «Έχουν γίνει περικοπές, ωστόσο το θέμα είναι ότι από τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό, που είναι περίπου 7.600.000 ευρώ και αφορά τη μισθοδοσία, δε δίνεται όλο το ποσό. Αντί για το 8,33% του ετήσιου προϋπολογισμού που προβλέπεται κάθε μήνα, δίνεται το 7%», δήλωσε στο tvxs ο Δημήτρης Ποδάρας, Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Εργαζομένων στο ΕΛΚΕΘΕ.

Σύμφωνα με τον κ. Ποδάρα, μέχρι το 2004 το 0,75% του κρατικού προϋπολογισμού πήγαινε στην έρευνα, ποσοστό που προβλεπόταν να διπλασιαστεί, βάσει της Συμφωνίας της Λισαβόνας. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 0,5% και η έρευνα χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από ευρωπαϊκά προγράμματα. Μάλιστα, υπάρχουν προγράμματα τα οποία δεν μπορούν να “τρέξουν” γιατί το κράτος δεν έχει να πληρώσει τη συμμετοχή του, πλήττοντας περαιτέρω την αξιοπιστία της χώρας μας. «Όλα αυτά μας κρατάνε πίσω στη λειτουργία και στη διεξαγωγή της έρευνας», δηλώνει ο κ. Ποδάρας, επισημαίνοντας και τα διοικητικά προβλήματα που κράτησαν το ΕΛΚΕΘΕ χωρίς πρόεδρο για παραπάνω από ένα χρόνο.

Ads

Εν μέσω αυτή της κατάστασης, το υπουργείο Παιδείας ανέθεσε την εκπόνηση αξιολόγησης του ελληνικού συστήματος έρευνας στη βρετανική εταιρία Rand Europe Cambridge Limited, μέσω διεθνούς διαγωνισμού. Πρόκειται για πεντάμηνο έργο προϋπολογισμού 90.000 ευρώ, το οποίο γίνεται ενόψει του νέου θεσμικού πλαισίου για την έρευνα και την τεχνολογία, που έχει εξαγγελθεί από τον Ιούνιο του 2010. Θα αξιολογηθεί η δραστηριότητα των ελληνικών ερευνητικών φορέων μεμονωμένα αλλά και σε συνεργασία (με έμφαση στους ερευνητικούς φορείς που εποπτεύονται από την ΓΓΕΤ), οι ερευνητικές επιδόσεις των Ελλήνων ερευνητών, η δικτύωση και η συνεργασία των ελληνικών ερευνητικών φορέων.

«Έχουν γίνει και στο παρελθόν αξιολογήσεις από επιστήμονες διεθνούς κύρους και έχουν προκύψει αριστείες για δημόσια ινστιτούτα, στα οποία υπαγόμαστε κι εμείς. Το αποτέλεσμα όμως δεν ήταν το αναμενόμενο, η ανάλογη δηλαδή χρηματοδότηση», επισημαίνει ο κ. Ποδάρας. «Η χώρα έχει πολλούς τομείς , όπως ο θαλάσσιος ή ο γεωδυναμικός, που χρήζουν μελέτης για να μπορούμε να λέμε ότι έχουμε ερευνήσει το χώρο μας και να μπορούμε να δώσουμε αποτελέσματα στην κοινωνία. Όταν τα χρήματα πηγαίνουν αλλού, τι να πει κανείς;», συμπληρώνει.

Ερώτηση σχετικά με τη διαδικασία αξιολόγησης και τα σχέδια ανασυγκρότησης του ερευνητικού ιστού έθεσε στην υπουργό Παιδείας ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Τάσος Κουράκης, τονίζοντας την υποχρέωση του κράτους να στηρίζει τον δημόσιο χαρακτήρα της Έρευνας. Σύμφωνα με το βουλευτή, τα ερευνητικά κέντρα της χώρας έχουν αξιολογηθεί επανειλημμένα (το 1995 από ελληνικές επιτροπές και το 2000 και 2005 από διεθνείς επιτροπές), αλλά τα πορίσματα αυτών των αξιολογήσεων δεν ελήφθησαν ποτέ υπόψη στη διαμόρφωση της ερευνητικής πολιτικής.