Σήμερα αναμένεται να ανακοινωθούν τα πρώτα συμπεράσματα του ελέγχου της οικονομίας από το κλιμάκιο της τρόικας των δανειστών της Ελλάδας, οι οποίοι είχαν συνάντηση χθες με τον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου. Κατά τη διάρκειά της συζητήθηκε η ανάγκη επίσπευσης διαρθρωτικών αλλαγών, στο πλαίσιο της έγκρισης της 4ης δόσης του δανείου.

Ads

Η εκταμίευση της 4ης δόσης του δανείου θεωρείται πάντως σχεδόν βέβαιη. Οι αβεβαιότητες της Τρόικα εντοπίζονται στις δαπάνες του ευρύτερου τομέα της Κεντρικής Κυβέρνησης (νοσοκομεία, ταμεία), στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και στην επίσπευση των ιδιωτικοποιήσεων.

Σχετικά με τις επιχειρησιακές συμβάσεις, οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επιθυμούν να δουν πώς θα εφαρμοσθούν αυτές και εάν θα χρειασθούν επιπλέον αλλαγές. Παράλληλα αναμένουν τις αναλογιστικές μελέτες για τα επικουρικά ταμεία.

Όπως γράφει στο σημερινό της φύλλο η «Ναυτεμπορική», η τριβή για το θέμα των συμβάσεων είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη αξιολόγηση του μνημονίου, όταν ακόμη εκκρεμούσε η σύνταξη του σχετικού νομοσχεδίου. Τότε η αναχώρηση της τρόικας είχε αναβληθεί για τρεις ημέρες μέχρι η διατύπωση του νομοσχεδίου να είναι αυτή που τους ικανοποιούσε.

Ads

Στην τωρινή αξιολόγηση και, ενώ έχει ήδη νομοθετηθεί το μέτρο, διαπίστωσαν κατά τη συνάντησή τους με την υπουργό Εργασίας κ. Κατσέλη την περιορισμένη εφαρμογή του μέτρου και κυριότερο την επέκταση του μέτρου σε περισσότερες επιχειρήσεις. Ο περιορισμός, όπως το εντόπισαν οι ελεγκτές, έγκειται στο γεγονός ότι η εφαρμογή των επιχειρησιακών συμβάσεων απαιτεί συμφωνία εργοδότη-εργαζομένων αλλά και γνωμοδότηση από ειδικό συμβούλιο, προϋποθέσεις που καθιστούν δύσκολη την επέκταση του μέτρου.

Τα μέλη της τρόικας χθες το βράδυ επανέφεραν το θέμα, ζητώντας μια πιο αυστηρή εφαρμογή του νόμου ώστε να επιτευχθεί και ο απώτερος σκοπός του, δηλαδή να πετύχει τον αποπληθωρισμό των μισθών του ιδιωτικού τομέα.

«Ερωτήσεις και Απαντήσεις για την οικονομική βοήθεια προς χώρες της Ευρωζώνης»

Αυτός είναι ο τίτλος κειμένου που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν, και στο οποίο γίνεται αναφορά στις ανησυχίες για το κοινωνικό κόστος που ενδέχεται να έχει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας.

Η απάντηση της Κομισιόν στο ερώτημα «τι γίνεται με το κοινωνικό κόστος του προγράμματος προσαρμογής στην Ελλάδα;» είναι: «Το πρόγραμμα προσαρμογής που συμφωνήθηκε με την κοινή αποστολή Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΚΤ, ΔΝΤ και των ελληνικών αρχών στις 2 Μαϊου 2010 απαιτεί μεγάλες προσπάθειες από τον ελληνικό λαό και δεν θα αντιστρέψει την οικονομία εν μια νυκτί. Ωστόσο, δεν υπάρχει άλλη επιλογή, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπισθούν οι σοβαρές ανισορροπίες που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία και να εγγυηθεί ένα καλύτερο μέλλον».

«Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η Κομισιόν αναμένει η εφαρμογή του προγράμματος να οδηγήσει σε μια πιο δυναμική οικονομία που θα αποδώσει ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και ευμάρεια. Η συμφωνία, διασφαλίζει πως το βάρος της προσαρμογής κατανέμεται δίκαια κι οι πολιτικές προσαρμογής σχεδιάστηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύσουν τους πλέον ευάλωτους στην κοινωνία από τις συνέπειες της οικονομικής επιβράδυνσης. Αντιθέτως, εκείνοι που μέχρι τώρα δεν έφεραν δίκαιο μερίδιο των φορολογικών βαρών θα πρέπει να συμβάλουν περισσότερο στη δημοσιονομική προσαρμογή».

«Ενώ οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και οι συντάξεις θα πρέπει να μειωθούν, οι αμοιβόμενοι με το ελάχιστο έχουν προστατευθεί. Επιπλέον, οι ελάχιστες συντάξεις και τα εργαλεία οικογενειακής στήριξης δε θα περικοπούν κι οι πλέον ευάλωτοι θα αποζημιωθούν από τυχόν αρνητικές συνέπειες των πολιτικών», επισημαίνεται στο κείμενο της Κομισιόν το οποίο καταλήγει ως εξής: «Προκειμένου να εξηγήσει καλύτερα τη θέση της και να προωθήσει συναίνεση σε πολιτικές για την υπέρβαση της κρίσης, η κυβέρνηση θα καλέσει τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων και των εργαζομένων να υπογράψουν ένα κοινωνικό σύμφωνο για το σύνολο της διάρκειας του προγράμματος. Υπάρχει ένας κοινός στόχος: να διατηρηθεί ισχυρή κοινωνική συνοχή, να καταπολεμηθεί η φτώχεια και να διασφαλισθεί η απασχόληση».

«Πρέπει να υπογραμμισθεί πως το κόστος για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό θα ήταν πολύ υψηλότερο χωρίς την ουσιαστική χρηματοδοτική υποστήριξη που παρείχαν τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ» καταλήγει το κείμενο.