Τι ακριβώς είναι, όμως, το «γλωσσικό ζήτημα»; Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εμφανίσθηκε ήδη από τον 1ο π.Χ. αιώνα, ωστόσο έλαβε τραγικές διαστάσεις μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου Νέου Ελληνικού Κράτους, το 19ο αιώνα, και κορυφώθηκε ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Το «γλωσσικό ζήτημα» είναι στην ουσία ένας διχασμός, κατά πρώτο λόγο ένας γλωσσικός διχασμός, ανάμεσα σε λόγια και καθομιλούμενη γλώσσα, και κατά δεύτερο λόγο ένας ιδεολογικός και πολιτικός διχασμός, που οδήγησε σε διώξεις, εξορίες, ακόμα και σε ανθρώπινο αίμα.

Ads

Όλα άρχισαν τότε…

Όλα ξεκίνησαν όταν κατά την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους, αναδύθηκε το κρίσιμο ερώτημα του ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία, στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις. Το τότε εκπαιδευτικό σύστημα, οργανωμένο από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών και μεταφυτευμένο από τη Γερμανία, δημιουργήθηκε στην ουσία μέσα στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ’ τον πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους. Από την άλλη, η λαϊκή γλώσσα φάνταζε ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορούσε να εκφράσει πολυσύνθετες έννοιες.

Ads

Στο σημείο αυτό επενέβη ο Αδαμάντιος Κοραής, κυρίαρχη μορφή στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους. Ο Κοραής ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και επινοεί και προτείνει τη λεγόμενη «καθαρεύουσα», η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους το 1834. Ήδη, ωστόσο, εμφανίζονται οι πρώτες αντιδράσεις ενάντια στον Κοραή, ο οποίος κατηγορείται από τους οπαδούς της δημώδους για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα και από τους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση. Οι αγώνες που θα δοθούν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας είναι πολλοί και συνδέονται με πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού.

Ένας πραγματικός εμφύλιος

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η αντιπαράθεση για το ζήτημα της γλώσσας εντάθηκε σταδιακά και έφτασε σε τέτοια όξυνση ώστε να χαρακτηρισθεί ως «γλωσσικός εμφύλιος». Στο τέλος του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου, το γλωσσικό ζήτημα παίρνει – εκτός από εκπαιδευτικές διαστάσεις – και νέες κοινωνικές και πολιτικές αποχρώσεις, οδηγώντας μάλιστα μέχρι και σε αιματηρές συγκρούσεις. Η δημοσίευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής, το 1901, σε ακραία δημοτική στην εφημερίδα Ακρόπολη από τον Αλέξανδρο Πάλλη, επιφέρει βίαιες διαμαρτυρίες από καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών με αιματηρά αποτελέσματα – τα επεισόδια που έγιναν γνωστά σαν «Ευαγγελικά». Επίσης, η παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, από το Εθνικό θέατρο το 1903, γίνεται η αιτία νέων αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων – τα λεγόμενα «Ορεστειακά».

Οι γλωσσικές διαστάσεις παραχωρούν τη θέση τους σε έναν άκρατο πολιτικό φανατισμό. Οι υποστηρικτές της καθαρεύουσας αποκαλούν τους δημοτικιστές χλευαστικά «μαλλιαρούς» και τους κατηγορούν ως προδότες και ότι ενεργούν κατόπιν σλαβικού σχεδίου, που αποσκοπεί να προκαλέσει διχόνοιες στον Ελληνισμό. Γενικά, η φίμωση του λόγου κυριαρχεί και ο χρήστης της δημοτικής θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης και της θρησκείας και πολεμά την καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Το βαθύ ρήγμα που δημιουργείται ανάμεσα στις μορφωμένες τάξεις και τον απαίδευτο λαό, αποσκοπεί στην κοινωνική διάκριση, καθώς ο λαός αποκλείεται από την εξουσία και καλλιεργείται η υπακοή στο κατεστημένο που θέλει να αποτελεί παράδοση. Η χρήση της σωστής γλώσσας δηλώνει ανωτερότητα, καθώς οι χρήστες της δεν ανήκουν στους κοινούς θνητούς που δυσκολεύονται να χειριστούν την καθαρεύουσα.

Η γλώσσα γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας. Ειδικότερα κατά τη δικτατορία, οι καθαρευουσιανισμοί στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως, που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του βήματος και του λόγου. Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές – όπως γράφει ο Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η Φραγκουδάκη – έφτανε να γράψουν «της αποβλάκωσης» αντί «της αποβλακώσεως» για να χαρακτηριστούν αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομουνισμού ή και ακόμη να χάσουν κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους.

Η λύση του ζητήματος

Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του ’70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη – από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη – και έκδοση το 1941 της Νεοελληνικής Γραμματικής. Σαν σήμερα, στις 11 Σεπτεμβρίου 1964, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, παραχώρησε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.

Παράλληλα, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ αφαίρεσε την πολιτική διάσταση του γλωσσικού ζητήματος και έληξε η κυρίαρχη σύνδεση της χρήσης της δημοτικής με τον κομουνισμό, την αναρχία και το χάος. Πλην όμως, η καθαρεύουσα δεν είναι πλέον αποτελεσματική ως γλώσσα ούτε χρήσιμη σε καμιά εξουσία. Η κατάχρηση των μαγικών ιδιοτήτων της καθαρεύουσας από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967 αποτελεί το κύκνειο άσμα της. Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης και το 1977 αποφάσισε τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους. Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.

Οι πληγές

Η συνεχής εναλλαγή καθαρεύουσας και δημοτικής στην εκπαίδευση και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο είχε σοβαρές συνέπειες στην πνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Η γλώσσα δεν αποτελεί απλώς ένα κώδικα επικοινωνίας και συνεννόησης, αλλά είναι γενικότερα πεδίο δημιουργίας, όπου μπορεί να αναπτυχθεί τόσο η τέχνη, η επιστήμη και κάθε μορφή έκφρασης ενός λαού, όσο και ο προσωπικός τρόπος έκφρασης κάθε ανθρώπου. Μέσω του τρόπου δόμησης της εκπαίδευσης, η περιφρόνηση της μητρικής γλώσσας των Ελλήνων αποτέλεσε μέσο άσκησης βίας αλλά και στασιμότητας. Ο φόβος που ένιωθαν τα παιδιά για την αυθόρμητη παραστατική γλώσσα, τα έκανε να εκφράζονται με τρόπο στεγνό και μη γόνιμο. Εμποδιζόταν, κατά συνέπεια, η ελεύθερη σκέψη, η παραγωγική φαντασία, η καθαρή επιχειρηματολογία και η συνδιάλεξη λογικών συνειρμών.

Σήμερα, ενήλικες πια, τα παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στο καθεστώς της διγλωσσίας είναι γλωσσικά ανασφαλείς καθώς, όταν θέλουν να εκφράσουν κάτι μπροστά σε κοινό, πάσχουν αναζητώντας τις κατάλληλες λέξεις. Βρίσκονται πάντα ανάμεσα στη δημοτική και στην αίγλη της καθαρεύουσας, η οποία έμμεσα επιβιώνει στις θεωρίες για την κακή γλωσσική ποιότητα της δημοτικής. Η άσκοπη κόπωση που προκαλείται από την αμηχανία, την αναζήτηση της σωστής λέξης-φράσης και η αυτοδιόρθωση που τον χαρακτηρίζει, οδηγεί τον Έλληνα σε σημείο να απεχθάνεται την εθνική του γλώσσα, να την περιφρονεί, να ντρέπεται και να αποξενώνεται τελικά από τον ίδιο του τον πολιτισμό.