Τεράστια ποσά δαπανούν τα ελληνικά νοικοκυριά για την υγεία των μελών τους, ενώ σημαντικές είναι οι ανισότητες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Μήπως τελικά η Ελλάδα θυμίζει… Αμερική;

Ads

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη Διοίκηση και τα Οικονομικά της Υγείας, ο καθηγητής Πολιτικών Υγείας του London School of Economics και βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ κ.Μόσιαλος, αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στα στοιχεία που καθιστούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας όχι μόνο ακριβό για τους Έλληνες πολίτες, αλλά και τρομερά άδικο, σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των ασφαλισμένων σε αυτό. Ειδική μνεία έκανε στις λεγόμενες «καταστροφικές δαπάνες», δηλαδή τις δαπάνες για ζητήματα υγείας ή ακριβές επεμβάσεις, οι οποίες αγγίζουν τόσο υψηλές τιμές ώστε να οδηγούν τα νοικοκυριά στο χείλος της χρεοκοπίας. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά αυτές τις δαπάνες η χώρα μας κατέχει την τρίτη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), μετά την Τουρκία και το Μεξικό.

Σχολιάζοντας περαιτέρω τις υφιστάμενες έντονες ανισότητες ο κ.Μόσιαλος τις απέδωσε – μεταξύ άλλων – στις διαφορές παροχών μεταξύ των Ταμείων, καθώς και στο γεγονός ότι οι ακριβές υπηρεσίες Υγείας στην Ελλάδα επιβαρύνουν κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα. Ταυτόχρονα, οι «καταστροφικές δαπάνες» καταλαμβάνουν έως και το 20% του εισοδήματος στα πιο φτωχά νοικοκυριά και μόλις το 5% για τα πιο εύπορα. Ενδεικτικά, ο καθηγητής ανέφερε ότι μία μαγνητική εγκεφάλου στην Ελλάδα κοστίζει 470 ευρώ και στην Αγγλία 170 ευρώ. Αντιστοίχως, μία συγκεκριμένη ωτορινολαρυγγολογική εξέταση κοστίζει 300 ευρώ σε ιδιωτικό κέντρο στην Ελλάδα και μόλις 75 ευρώ στο βρετανικό ΕΣΥ. Για το λόγο αυτό, ο κ.Μόσιαλος πρότεινε την αλλαγή του πλαισίου λειτουργίας του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, λέγοντας ότι υπό την παρούσα μορφή δεν μπορεί να προστατεύσει τους ασθενείς από τις καταστροφικές δαπάνες.

Το ΕΣΥ θυμίζει κάτι από… ΗΠΑ;

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, μπροστά στα κινήματα για τα δικαιώματα του πολίτη και τα κινήματα για την κοινωνική δικαιοσύνη, ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έχτισε τους δύο πυλώνες του αμερικανικού συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης: το Medicare, για τους Αμερικανούς άνω των 65 ετών, και το Medicaid, που προσέφερε κάλυψη σε χαμηλόμισθους γονείς και άτομα με ειδικές ανάγκες.

Ads

Τα προγράμματα του Τζόνσον αποτελούσαν μεγάλη νίκη για την προστασία της υγείας των άπορων και ηλικιωμένων. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούσαν και μεγάλο βήμα για την ανάπτυξη της λεγόμενης «βιομηχανίας της υγείας», αυξάνοντας δραματικά και ανακατευθύνοντας ριζικά τις κρατικές δαπάνες στον τομέα αυτό. Οι δαπάνες, που μέχρι τότε είχαν τη μορφή άμεσων επιδοτήσεων σε δημόσια προγράμματα υγείας και δημόσια νοσοκομεία, αυξήθηκαν ραγδαία και αφιερώθηκαν στην ανάπτυξη της αγοράς περίθαλψης με πρωταγωνιστή τον ιδιωτικό τομέα. Έτσι, η κυβέρνηση έβαλε το πρώτο λιθαράκι για τη γιγάντωση του τέρατος που λέγεται ασφάλιση στις ΗΠΑ.

Σήμερα, το αμερικανικό σύστημα υγείας έχει καταλήξει ακριβό κι αναποτελεσματικό, ενώ ενισχύει την κοινωνική ανισότητα. Το κατά κεφαλήν κόστος της ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης ανέρχεται στα 7.500 δολάρια, όντας διπλάσιο από εκείνο στη Γερμανία. Την τελευταία δεκαετία, τα ασφάλιστρα έχουν υπερδιπλασιαστεί, ενώ οι πρόσθετες πληρωμές των ασφαλισμένων έχουν αυξηθεί κατά 32%. Όλο και περισσότεροι πολίτες στερούνται τη δυνατότητα να ασφαλιστούν μεμονωμένα, ενώ παράλληλα οι γιατροί, τα νοσοκομεία και οι φαρμακοβιομηχανίες είδαν τα κέρδη τους να αυξάνονται κατά 70% από το 2000 και μετά.

Δεν είναι τυχαίο ότι το 50% των πτωχεύσεων οφείλονται σε δαπάνες ιατρικής θεραπείας, ενώ, ακόμα κι όταν παρέχεται η θεραπεία αυτή, η ποιότητά της είναι ιδιαίτερα κακή. Περίπου 100.000 πολίτες χάνονται κάθε χρόνο στα νοσοκομεία λόγω λοιμώξεων, ενώ άλλοι 98.000 πεθαίνουν λόγω λανθασμένης διάγνωσης. Για 46 εκατομμύρια πολιτών, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι άπιαστο όνειρο, ενώ για 25 εκατομμύρια η κάλυψη είναι τόσο υποτυπώδης που ουσιαστικά καθίσταται ανύπαρκτη. Καθώς η οικονομική κρίση προκαλεί καθημερινά 14.000 απολύσεις, ο αριθμός των ανασφάλιστων αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό.

Η βιομηχανία της υγείας απορροφά ετησιως το 17% του αμερικανικού ΑΕΠ, σε σύγκριση με το 10% στη Γερμανία και, αν δεν αλλάξει τίποτα στο υπάρχον σύστημα, το ποσοστό αναμένεται να αγγίξει το 25% μέσα στα επόμενα 15 χρόνια! Πρόσφατα, ένα αμερικανικό Ινστιτούτο Ιατρικής υπολόγισε πως το 1/3 των δραστηριοτήτων της βιομηχανίας της υγείας στις ΗΠΑ (περίπου 700 δις δολάρια) είναι «καθαρή σπατάλη». Το ποσό αυτό είναι μιάμιση φορά μεγαλύτερο από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας και ξεπερνά ακόμα και τον προϋπολογισμό για τις αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες!