Αύριο το πρωί ο Αυγουστίνος Δημητρίου θα καθίσει στο εδώλιο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενος για τη συμμετοχή του στα επεισόδια που έγιναν γύρω από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο κατά τον εορτασμό της 33ης επετείου του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 2006. Ο κ. Δημητρίου κατηγορείται για «στάση», «διατάραξη κοινής ειρήνης», «διακεκριμένες φθορές», «απόπειρα πρόκλησης επικίνδυνης σωματικής βλάβης» και «αντίσταση κατά της αρχής».

Ads

Άρθρο του Ιού της Κυριακής που δημοσιεύεται στην Ελευθεροτυπία την 11/04/2010
Φορείς του Ιού: Τάσος Κωστόπουλος, Δημήτρης Τρίμης, Άντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς

Ναι, δεν κάνετε λάθος. Πρόκειται για το ίδιο άτομο που είδαμε όλοι να ξυλοκοπείται βάναυσα από ομάδα αστυνομικών χωρίς στολή. Θυμίζουμε ότι η αρχική δικαιολογία της αστυνομίας ήταν ότι ο νέος σκόνταψε σε μια ζαρντινιέρα του ξενοδοχείου «ABC» και τραυματίστηκε. Ηρθαν όμως τα πλάνα από τα κανάλια για να αποκαλύψουν την αλήθεια. Για την υπόθεση αυτή, που έχει μείνει στη μνήμη όλων μας από την τηλεοπτική της απεικόνιση ως μια από τις πιο ακραίες περιπτώσεις αστυνομικής βίας εναντίον άοπλου και μεμονωμένου πολίτη, ο κ. Δημητρίου δικαιώθηκε μόλις πριν από δυο βδομάδες από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο του επιδίκασε ποσό 300.000 ευρώ ως ηθική βλάβη.

Η δίωξη εναντίον του κύπριου φοιτητή αποτελεί συνέχεια της απάνθρωπης ταλαιπωρίας του που εξελίχθηκε για τον ίδιο και τους δικούς του σε μια πραγματική οδύσσεια και φαίνεται ότι δεν έχει τέλος. Τα πραγματικά περιστατικά του ποινικού μέρους της υπόθεσης έχουν εξεταστεί σε πρώτο βαθμό τον Δεκέμβριο του 2008, από το δικαστήριο που καταδίκασε οκτώ αστυνομικούς ως φυσικούς αυτουργούς ή συνεργούς του άγριου ξυλοδαρμού του Αυγουστίνου Δημητρίου. Και τώρα καλείται ο ίδιος ο παθών, ως κατηγορούμενος αυτή τη φορά, σε μια προσπάθεια συμψηφισμού των ευθυνών και σχετικοποίησης της αστυνομικής βαρβαρότητας.

Ads

Μάλιστα, το κατηγορητήριο εναντίον του δεν περιορίζεται στην αποδοχή των αστυνομικών ισχυρισμών ότι ο νέος μετείχε ενεργά στα επεισόδια και «εκσφενδόνισε επανειλημμένως τεμάχια μαρμάρων και σκυροδέματος κατά των αστυνομικών, οι οποίοι εκτελούσαν νόμιμη διατεταγμένη υπηρεσία», γεγονός που «θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή τους λόγω των επικίνδυνων μέσων που χρησιμοποίησε για να τους πλήξει με αυτά σε ευπαθή σημεία και ακάλυπτα σημεία του σώματος, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε όχι με δική του θέληση, αλλά επειδή οι αστυνομικοί απέφυγαν τα χτυπήματα».

Το κατηγορητήριο δίνει και τη δική του περιγραφή στην αμαρτωλή σκηνή της ζαρντινιέρας, υιοθετώντας απολύτως την εκδοχή των αστυνομικών και διαψεύδοντας όσα είδαμε όλοι από τις τηλεοπτικές ειδήσεις. «Εγινε αντιληπτός από αστυνομικούς της διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης», αναφέρει το κατηγορητήριο για τον Αυγουστίνου Δημητρίου «και, όταν αυτοί επιχείρησαν να τον συλλάβουν, τους απώθησε με τα χέρια του και τους χτύπησε με γρονθοκοπήματα και με τα πόδια του, προκειμένου να τους εξαναγκάσει να μην πραγματοποιήσουν τη σύλληψη».

Η δίωξη του μάρτυρα

Αλλά δεν είναι μόνο ο Αυγουστίνος Δημητρίου που θα καθίσει στο εδώλιο γι’ αυτή την υπόθεση. Μια βδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα 19 Απριλίου δικάζεται στο Γ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Χασάπης, έπειτα από μήνυση που υπέβαλε εναντίον του ένας απ’ τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης, ο αρχιφύλακας Α.Α. Ο κ. Χασάπης την περίοδο εκείνη ήταν επίκουρος καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Αριστοτελείου και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του δημόσιου βασανισμού του κρατουμένου φοιτητή. Οκτώ καθηγητές του Πανεπιστημίου -ανάμεσά τους και ο κ. Χασάπης- κατέθεσαν στις 20.11.2006 μηνυτήρια αναφορά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (βλ. την τρίτη σελίδα του «Ιού»), με την οποία ζητούσαν τη δικαστική διερεύνηση του επεισοδίου, δηλώνοντας ότι ήταν όλοι τους αυτόπτες μάρτυρες.

Και τώρα βρίσκεται και ο κ. Χασάπης κατηγορούμενος, ακριβώς επειδή είχε τη δημοκρατική ευαισθησία να ζητήσει την επέμβαση του αρμόδιου εισαγγελέα για όσα απαράδεκτα συνέβησαν μπροστά στα μάτια του. Σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα, ο κ. Χασάπης κατηγορείται «ως υπαίτιος του ότι την 17.11.2006 ισχυρίστηκε σε βάρος του εγκαλούντα Α.Α., αρχιφύλακα, που υπηρετεί στην ΕΛ.ΑΣ. (Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Θεσσαλονίκης) και ο οποίος τη συγκεκριμένη ημέρα βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία τήρησης μέτρων τάξης για τις εκδηλώσεις της επετείου της 17ης Νοεμβρίου (Πολυτεχνείου) ενώπιον του αστυνόμου Ν.Π., των συναδέλφων του αστυνομικών (Π.Μπ., Ι.Λ.) και άλλων τρίτων προσώπων, που παρευρίσκονταν στο χώρο έμπροσθεν του ξενοδοχείου ABC τα ακόλουθα επί λέξει ψευδή και συκοφαντικά περιστατικά (απευθυνόμενος στον εγκαλούντα): “σε είδα προσωπικά να είσαι μέσα στα πανεπιστήμια, να σπας με το πόδι σου πέτρες και μάρμαρα και να τα πετάς σε τζαμαρίες μέσα στο χώρο των πανεπιστημίων και να τις σπας […] εσείς είσαστε οι κουκουλοφόροι που βάζετε φωτιές στα πανεπιστήμια, εσείς είσαστε οι υπαίτιοι των επεισοδίων”».

Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι υπέβαλε μήνυση στον καθηγητή Χασάπη ο αρχιφύλακας Α.Α. Ενα από τα υπερασπιστικά όπλα κάθε κατηγορούμενου είναι να ζητεί τη δίωξη του κατηγόρου του, εγκαλώντας τον για «ψευδή καταμήνυση», ενώ δεν σπανίζουν και οι μηνύσεις εναντίον μαρτύρων. Αυτό που προξενεί έκπληξη στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης οδηγούν αυτή την υπόθεση στο ακροατήριο, ενώ είχαν στη διάθεσή τους όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το αβάσιμο της κατηγορίας. Πρώτα απ’ όλα τις μαρτυρίες των ίδιων των καθηγητών που διαψεύδουν τον ισχυρισμό του ήδη καταδικασμένου σε πρώτο βαθμό αρχιφύλακα. Αλλά υπάρχει και το απτό στοιχείο της καταγγελίας των οκτώ πανεπιστημιακών, το οποίο, γραμμένο αμέσως μετά το αιματηρό επεισόδιο με τον κύπριο φοιτητή, αναφέρεται με οξύτατους χαρακτηρισμούς στη δράση της αστυνομίας, χωρίς να περιλαμβάνει όσα ισχυρίζεται ο αρχιφύλακας.

Αλλά και σε μια δήλωσή του προς την «Ελευθεροτυπία» που δημοσιεύτηκε στη στήλη του «Ιού» λίγες μέρες αργότερα, ο καθηγητής Χασάπης συνόψιζε τη δράση της αστυνομίας με σκληρά λόγια, αλλά χωρίς να αναφέρεται πουθενά σε όσα του καταλογίζει ο αρχιφύλακας: «Είδαμε εκείνο το βράδυ να δρουν στη Θεσσαλονίκη, παράλληλα και σε συνδυασμό, τρεις δυνάμεις της Αστυνομίας, πέρα από εκείνη την Αστυνομία, την οργάνωση και λειτουργία τής οποίας ορίζουν οι νόμοι. Είδαμε ένα ένστολο αστυνομικό σώμα που παρακολουθούσε τα γεγονότα, αποτελούμενο από αστυνομικούς που, κατά δήλωσή τους, δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν και δεν είχαν όνομα. Είδαμε άνδρες με πολιτική περιβολή και μάσκες στα πρόσωπα, που δήλωναν αστυνομικοί, να πρωταγωνιστούν στον άγριο ξυλοδαρμό ενός νέου ανθρώπου, να προβαίνουν σε αναίτιες, εκτός χρόνου και χώρου, συλλήψεις νέων, και να επιβάλλουν ένα κλίμα τρομοκρατίας στους περί το πανεπιστήμιο χώρους σε βάρος φοιτητών και πανεπιστημιακών, που αποχωρούσαν από τις εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί μέσα στο πανεπιστήμιο. Είδαμε ένα σώμα κρούσης με πολιτική περιβολή και χωρίς κουκούλες, το οποίο δρούσε υπό την προστασία της ένστολης Αστυνομίας να πρωταγωνιστεί στην αναζωπύρωση και διόγκωση επεισοδίων μπροστά στην παλιά Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, που ήδη είχε κατευνάσει ο πρύτανης του ΑΠΘ».

Δεν είπαν, λοιπόν οι καθηγητές όσα τους καταλογίζει με τη μήνυσή του ο αρχιφύλακας. Απέδωσαν σε αστυνομικές δυνάμεις την υπερβολική χρήση βίας και τη δράση μασκοφόρων ομάδων που διόγκωναν τα επεισόδια, αλλά δεν απέδιδαν βέβαια όλα τα επεισόδια σε μεμονωμένους αστυνομικούς. Και το σημαντικότερο: ζητούσαν να διερευνηθούν τα περιστατικά αυτά από τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας, δηλαδή τις εισαγγελικές αρχές.

Το ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά τα επιβεβαιώνει με τον πιο επίσημο τρόπο ο ίδιος ο αρχιφύλακας Α.Α., δηλαδή ο μηνυτής, ο οποίος, εξιστορώντας από τη δική του πλευρά τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου 2006, αποκαλύπτει τον τρόπο δράσης της αστυνομίας κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και τις εντολές των ανώτερων αξιωματικών προς τα όργανα που προβαίνουν σε συλλήψεις.

Η ζαρντινιέρα αποκαλύπτεται

Ο αρχιφύλακας Α.Α., στο απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσε στις 16.2.2007, περιγράφει με πολύ αναλυτικό τρόπο τον τρόπο δράσης της ομάδας συλλήψεων το βράδυ της επετείου του Πολυτεχνείου. Και η περιγραφή αυτή είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική: «Ως εκτελούντες, εμείς και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου, καθήκοντα ασφαλείας στη συγκεκριμένη εκδήλωση και στο συγκεκριμένο χώρο και προκειμένου να μπορούμε να φέρουμε σε πέρας, με τον προσφιλέστερο τρόπο τις διαταγές των ανωτέρων μας, φορούσαμε πολιτική περιβολή και ήμασταν ενδεδυμένοι με τέτοιον τρόπο, ώστε να προσομοιάζουμε κατά το δυνατόν με αυτούς που θα διατασσόμασταν να συλλάβουμε και βεβαίως να μην τραβάμε την προσοχή».

Ο αναγνώστης θα προσέξει ότι, σύμφωνα με την απολογία του αρχιφύλακα, οι αστυνομικοί μεταμφιέζονται σε διαδηλωτές και μάλιστα σε «ταραξίες», δηλαδή! Υπάρχει και συνέχεια: «Εκ προοιμίου επίσης, θέλω να τονίσω ότι ύστερα από ρητές διαταγές του επικεφαλής όλων των μέτρων ασφαλείας, δηλαδή του αστυνομικού διευθυντή κ. Ν. Παππά, εμείς και όλοι όσοι συνάδελφοι ήμασταν σε αντίστοιχες ομάδες σύλληψης και για λόγους ευνόητους, έχοντες μάλιστα σχέση και με τα όσα είχαν αναπτυχθεί τις ημέρες εκείνες (απόψεις, νομικό και συνταγματικό πλαίσιο του πανεπιστημιακού ασύλου κ.λπ.), μας είχε απαγορευθεί ρητά να οπλοφορούμε, μας είχε απαγορευθεί ρητά να φέρουμε επάνω μας οποιοδήποτε αποδεικτικό της ιδιότητάς μας έγγραφο (ταυτότητα κ.λπ.) και τέλος μας είχε απαγορευθεί ρητά να φέρουμε μαζί μας οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να αποδείξει με έμμεσο τρόπο την ιδιότητά μας ως αστυνομικών, π.χ. χειροπέδες, γκλομπ, ούτως ώστε να μπορούμε πιο εύκολα να συμμειγνυόμαστε με τις διάφορες ομάδες των ταραξιών χωρίς να αποδεικνύεται η ιδιότητά μας και έτσι να διατρέχουμε λιγότερο προσωπικό κίνδυνο σε περίπτωση που αποκοπτόμασταν από την ομάδα μας και πέφταμε για κάποιο λόγο στα χέρια των διαφόρων ταραξιών, κουκουλοφόρων κ.λπ.».

Η σκοπιμότητα αυτών των αναφορών στο απολογητικό υπόμνημα είναι προφανής. Ο αρχιφύλακας θέλει να αποδώσει στην απουσία των συνήθων αστυνομικών βοηθημάτων (χειροπέδες, γκλομπ) την καταφυγή στην ακραία βία για τη σύλληψη του νέου φοιτητή. Αλλά άθελά του η περιγραφή αυτή αποκαλύπτει την ανάμειξη των αστυνομικών στις ομάδες διαδηλωτών (ή «ταραξιών» κατ’ αυτόν), χωρίς να προδίδεται η ταυτότητά τους. Ομως αυτή η «σύμμειξη», όπως την αποκαλεί, αστυνομικών και ταραξιών ισοδυναμεί με παράλληλη δράση. Γιατί βέβαια δεν αρκεί η παρόμοια ενδυμασία για να επιτευχθεί η «σύμμειξη». Ο Α.Α. υποστηρίζει δηλαδή μόνος του στο απολογητικό του υπόμνημα ούτε λίγο ούτε πολύ όσα υποτίθεται ότι του καταλογίζουν οι πανεπιστημιακοί!

Αν, μάλιστα, συνδυαστεί αυτή η ομολογία της διατεταγμένης «σύμμειξης» με την αναλυτική περιγραφή των κανόνων σύλληψης, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα αποκάλυψη. Επικαλούμενος το εγχειρίδιο το οποίο διδάσκονται στην υπηρεσία τους οι αστυνομικοί, ο αρχιφύλακας εξηγεί ότι «η αναλογία αριθμού αστυνομικών προς αριθμό κρατουμένων πρέπει να είναι υπέρ των αστυνομικών», ενώ η «λεγομένη συνήθης σύλληψη ή σύλληψη ρουτίνας είναι μύθευμα. Τέτοια συνήθης σύλληψη απλούστατα δεν υπάρχει». Οσο για τη χρήση βίας, το ίδιο εγχειρίδιο καταφεύγει στην υποκειμενική εκτίμηση της αναγκαιότητας και του βαθμού της: «Ο αστυνομικός υπάλληλος μπορεί να χρησιμοποιήσει όση βία απαιτείται για την πραγματοποίηση της σύλληψης». Στο σημείο αυτό ο αρχιφύλακας παύει να παραθέτει αποσπάσματα του εγχειριδίου και επικαλείται την «προφορική παράδοση» της υπηρεσίας του: «Μπορώ να προσθέσω για το θέμα της σύλληψης υπόπτου και τα όσα μου μεταβίβασαν με την πείρα τους οι κατά καιρούς εκπαιδευτές μας ακόμη κάτι, το οποίο συνοψίζεται στο εξής. Όταν ένα άτομο δεν θέλει ή αρνείται να συλληθεί και για αυτό το λόγο προσπαθεί να ξεφύγει, μπορεί να ακινητοποιηθεί και να συλληφθεί μόνο με τη χρήση βίας και με κανέναν άλλο τρόπο».

Και αυτή η αναφορά στον τρόπο συλλήψεων που ακολουθούν οι αστυνομικές δυνάμεις στις διαδηλώσεις έχει σαφή σκοπιμότητα από την πλευρά του απολογούμενου αστυνομικού. Στόχος του είναι να δικαιολογηθεί τόσο η χρήση βίας όσο και το γεγονός ότι στα βίντεο που προβλήθηκαν από πολλούς τηλεοπτικούς σταθμούς εμφανίζεται ολόκληρη ομάδα αστυνομικών να ασχολείται με τη σύλληψη ενός μεμονωμένου ατόμου. Αλλά η ουσία της αποκάλυψης είναι άλλη. Αν συνδυάσει κανείς την εντολή της «σύμμειξης» αστυνομικών με διαδηλωτές και τη θεωρία της αριθμητικής υπεροχής, καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι πριν από τις συλλήψεις στις «μεικτές» αυτές ομάδες αστυνομικών-διαδηλωτών υπερτερούν αριθμητικά οι πρώτοι! Τι έχει να μας πει άραγε αυτή η διαπίστωση για το ρόλο της αστυνομίας στην όξυνση των επεισοδίων;

Από τις αρχές του χρόνου, με απόφαση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, έχει επιβληθεί σε όλα τα όργανα της τάξης να φέρουν τα ατομικά τους διακριτικά κατά τη διενέργεια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Με τον τρόπο αυτό, η πολιτεία αναγνωρίζει ότι η συγκάλυψη της ταυτότητας κάθε οργάνου είναι πηγή αυθαιρεσίας. Μόνο που η διαταγή αφορά μόνο τους ένστολους αστυνομικούς. Οι δυνάμεις που έχουν την εντολή να «συμμειγνύονται» με τους διαδηλωτές ή τους ύποπτους ταραξίες παραμένουν στη γκρίζα ζώνη της ανωνυμίας και κατά συνέπεια της αυθαιρεσίας.

Πιστός στις υπηρεσιακές εντολές

Στο απολογητικό του υπόμνημα ο αρχιφύλακας επιχειρεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την καταφανή αγριότητα της κακοποίησης που υπέστη ο Αυγουστίνος Δημητρίου. Αλλά το επιχείρημά του είναι ανάλογο με τη θεωρία της ζαρντινιέρας: «Βεβαίως ο Αυγουστίνος Δημητρίου φάνηκε ότι ξυλοκοπήθηκε αγρίως. Βεβαίως τον πήραν τα αίματα. Αυτό άλλωστε είναι αναμφισβήτητο από το υλικό αυτής της υποθέσεως. Μήπως όμως θυμάται κανένας από εμάς την ποσότητα αίματος που εξήρχετο από τη μύτη μας όταν για κάποιο λόγο στην παιδική μας ηλικία αιμορραγούσε αυτή; Είναι αποδεδειγμένο επίσης ότι έσπασε η μύτη του Δημητρίου κατά τη στιγμή που αυτός έχασε την ισορροπία του και συμπαρέσυρε με την πτώση του και τους δύο συναδέλφους που προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν».

Το συμπέρασμά του είναι ότι ενέργησε σύμφωνα με το εγχειρίδιο και τους κανόνες της αστυνομίας, χρησιμοποιώντας την «όλως απαραίτητη βία προκειμένου να πραγματοποιηθεί η σύλληψη αυτού». Ελα όμως που υπάρχουν τα αδιάσειστα ντοκουμέντα από τις τηλεοπτικές κάμερες που απαθανάτισαν τη σκηνή… Ο αρχιφύλακας υποχρεώνεται να το παραδεχτεί: «Βεβαίως, βλέποντας τα βίντεο των διαφόρων τηλεοπτικών σταθμών, αναδύεται μια υπέρμετρη αγριότητα από την όλη αυτή φάση στην προσπάθειά μας να ακινητοποιήσουμε τον Αυγ. Δημητρίου, αλλά εάν παρακολουθήσει κανείς καρέ-καρέ τη ροή των γεγονότων, θα διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως παρουσιάζονται».

Ολη η απολογία του αρχιφύλακα Α.Α. διαπνέεται από τη βεβαιότητα ότι έδρασε όπως έπρεπε, σύμφωνα με τις εντολές που είχε. Δεν διστάζει μάλιστα να επιτεθεί και στην ιατροδικαστή που δεν τον δικαιώνει με την έκθεσή της: «Η ιατροδικαστική έκθεση (αναφέρεται στον τραυματισμό) με απαράδεκτο, αντιδεοντολογικό και αντιεπαγγελματικό τρόπο και πέραν του επαγγελματικού και υπηρεσιακού της καθήκοντος». Αλλά ο Α.Α. προχωρά και σε καθαρά πολιτικές εκτιμήσεις, με τις οποίες δίνει και μια άλλη διάσταση στην υπόθεση: «Δικαιούμαι να πιστεύω ότι κάποια μερίδα της κυπριακής νεολαίας αφήνει το νησί της Κύπρου όχι για να προοδεύσει και να μεγαλουργήσει στο εξωτερικό, όπως κάνει η πλειοψηφία των συμπολιτών τους, αλλά μόνο για να προκαλέσει ζημιά, αναστάτωση και καταστροφή στη χώρα που τους φιλοξενεί».

Για να ενισχύσει τη θέση του, ο αρχιφύλακας αφήνει κατά μέρος τις μετριοφροσύνες: «Από την πρώτη ημέρα κατάταξής μου ξεχώρισα για το χαρακτήρα, την ψυχραιμία και τις ικανότητές μου και για το λόγο αυτόν οι ανώτεροί μου με τοποθέτησαν στην ειδική κατασταλτική αντιτρομοκρατική μονάδα (ΕΚΑΜ) (…) βραβεύτηκα και τιμήθηκα με πλήθος επαίνων».

Βέβαια παραλείπει ο αρχιφύλακας να αναφέρει ότι ο ίδιος και η ομάδα του έχουν πρωταγωνιστήσει και σε άλλες περιπτώσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας και υπερβολικής βίας στη Θεσσαλονίκη. Δύο μάλιστα απ’ αυτές έχουν καταλήξει μετά από εγκλήσεις του ΕΠΣΕ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί η Ελλάδα.

Στην αυριανή δίκη του Αυγουστίνου Δημητρίου, όπως και στη δίκη της άλλης Δευτέρας με κατηγορούμενο τον καθηγητή Χασάπη, θα τεθεί λοιπόν το ζήτημα αν το σύστημά μας αντέχει τον δημοκρατικό έλεγχο στις δυνάμεις καταστολής ή τους έχει αναθέσει να δρουν εν λευκώ και πέραν του συντάγματος. Γιατί αν αποδειχτεί ότι ούτε ο άγρια κακοποιημένος νέος ούτε οι αυτόπτες πανεπιστημιακοί δάσκαλοι δεν έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν τον έλεγχο του ακραίου αυτού περιστατικού αστυνομικής βίας, ποιος θα τολμήσει από δω και πέρα να αντιταχθεί με νόμιμα μέσα στην αστυνομική αυθαιρεσία, όταν γνωρίζει ότι την επομένη θα βρεθεί τυλιγμένος σε μια κόλλα χαρτί, και θα μεταβληθεί από θύμα και μάρτυρας σε κατηγορούμενο;

Η μαρτυρία των καθηγητών

Στις 20.11.2006, τρεις δηλαδή μέρες μετά το επεισόδιο της «ζαρντινιέρας», κατατέθηκε από οκτώ καθηγητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης στον αρμόδιο αντεισαγγελέα πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Χρήστο Καραγιάννη η ακόλουθη μηνυτήρια αναφορά προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης:

Την Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2006 το βράδυ, μεταξύ 22.15 και 22.30 και καθώς επιστρέφαμε από τις εορταστικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ και στον χώρο της Πολυτεχνικής Σχολής με αφορμή την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου, γίναμε μάρτυρες άγριου ξυλοδαρμού ενός νεαρού. Το περιστατικό συνέβη επί της οδού Αγγελάκη, λίγα μέτρα μετά το Ξενοδοχείο ABC.

Ο νεαρός αιμόφυρτος και με χειροπέδες, κακοποιούνταν βάναυσα από άτομα με πολιτικά ρούχα και μάσκες στο πρόσωπο, οι οποίοι μας δήλωσαν ότι ήταν αστυνομικοί. Ο άγριος ξυλοδαρμός συνέβη παρουσία ένστολων αστυνομικών και ενός τουλάχιστον αξιωματικού τους.

Το βίαιο περιστατικό επιβεβαιώνουν οι εικόνες που μεταδόθηκαν σε τηλεοπτικές εκπομπές του Alpha (Δελτίο Ειδήσεων των 8 μ.μ. της 18/11/06), του Mega (Εκπομπή Mega-Σαββατοκύριακο, ώρα 8 π.μ. της 19/11/06), του ΣΤΑΡ (Δελτίο Ειδήσεων των 1 μ.μ. της 19.11.06) και άλλων τηλεοπτικών καναλιών.

Δηλώσαμε στους αστυνομικούς τις ιδιότητές μας και διαμαρτυρηθήκαμε για το δημόσιο βασανισμό ενός κρατουμένου και μάλιστα υπό την επιτήρηση αξιωματικών της αστυνομίας, ζητώντας να τηρηθεί η νομιμότητα και να κληθεί ασθενοφόρο, καθώς ήταν φανερό ότι ο νεαρός αιμορραγούσε και καλούσε τους περαστικούς σε βοήθεια.

Οι μασκοφόροι δράστες απάντησαν στη διαμαρτυρία μας με προπηλακισμούς, χυδαίο υβρεολόγιο και απειλητικό τρόπο, εκτοξεύοντας σεξιστικά υπονοούμενα εναντίον μας, καθώς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για το επάγγελμά μας. Οι ένστολοι αστυνομικοί από την άλλη πλευρά προσπάθησαν να μας απωθήσουν και να μας απομακρύνουν, δηλώνοντας ότι δήθεν δεν συμβαίνει τίποτε κι ότι το επεισόδιο δεν μας αφορά. Ολοι οι παρευρισκόμενοι ένστολοι αστυνομικοί και οι αξιωματικοί, αρνήθηκαν να μας ανακοινώσουν το όνομά τους και δεν έφεραν κανένα στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να διαπιστωθεί η ταυτότητά τους.

Στη συνέχεια οι μασκοφόροι επιβίβασαν τον τραυματία σε αυτοκίνητο με πινακίδες ΚΙΕ 4265 και απομακρύνθηκαν από το χώρο του επεισοδίου.

Ζητήσαμε από παρευρισκόμενο ανώτερο αξιωματικό της αστυνομίας (επί των επωμίδων του ένα χρυσό αστέρι) να ενημερωθεί για το γεγονός ο Εισαγγελέας και η απάντησή του ήταν «δεν ξέρω τίποτα», ενώ ταυτόχρονα εισήλθε στο ισόγειο του Ξενοδοχείου ABC.

Επιδιώξαμε επικοινωνία με τις εισαγγελικές αρχές, αρχικά τηλεφωνικά (τηλέφωνα 2310 507129, 2310 520138, 2310 520092, 2310 520 235) και, στη συνέχεια, μεταβαίνοντας στο Δικαστικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα τηλέφωνα δεν απαντούσαν και στο Δικαστικό Μέγαρο υπήρχαν μόνο οι φρουροί αστυνομικοί.

Την Κυριακή το πρωί ορισμένοι από εμάς επισκεφτήκαμε και αναγνωρίσαμε τον τραυματία νεαρό στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς όπου νοσηλεύεται. Ο νεαρός είναι Κύπριος, λέγεται Αυγουστίνος Δημητρίου και κατά δήλωσή του έχει έρθει στην Ελλάδα για σπουδές εδώ και 10 ημέρες.

Παρακαλούμε για τις δικές σας ενέργειες, ώστε να αποδοθούν οι ποινικές ευθύνες στους δράστες των παραπάνω πράξεων.

Με τιμή

Γιάννης Μυλόπουλος, Καθηγητής Α.Π.Θ.

Δημήτρης Χασάπης, Επίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.

Ελευθερία Καρνάβου, Καθηγήτρια Α.Π.Θ.

Γιάννης Κρεστενίτης, Καθηγητής Α.Π.Θ.

Γλυκερία Καλφακάκου, Καθηγήτρια Α.Π.Θ.

Ελένη Χοντολίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Α.Π.Θ.

Γιώργος Διβάρης, Επίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.

Δούκα Ευανθία, Επίκουρη Καθηγήτρια Α.Π.Θ.

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ)

https://cm.greekhelsinki.gr/

Σε δύο από τις προσφυγές του ΕΠΣΕ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για περιπτώσεις αστυνομικής βίας αναφέρεται ο αρχιφύλακας Α.Α. Και για τις δύο προσφυγές έχει καταδικαστεί η Ελλάδα:

1. Προσφυγή Ζελίλωφ (προσφυγή 17060/03, απόφαση 24/5/07, θύμα Ελληνοπόντιος). Δύο παραβιάσεις των άρθρων: 3 (κακομεταχείριση από ΕΛ.ΑΣ.) και 3 (απουσία αποτελεσματικής έρευνας). Απόφαση στα ελληνικά https://www.nsk.gr/edad/ee413.pdf.

2. Προσφυγή Γκαλότσκιν (προσφυγή 2945/07, απόφαση 14/1/10, θύμα Ελληνοπόντιος). Τρεις παραβιάσεις των άρθρων: 3 (κακομεταχείριση από ΕΛ.ΑΣ.), 3 (απουσία αποτελεσματικής έρευνας), 6.1 (υπερβολική καθυστέρηση διαδικασίας). Απόφαση στα αγγλικά: https://cmiskp.echr.coe.int

https://www.rwf.gr

Ο ιστότοπος του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα περιλαμβάνει το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της εκπομπής «Ορισμένα μεμονωμένα περιστατικά», με συνέντευξη ενός από τα θύματα της αστυνομικής βίας στη Θεσσαλονίκη, το οποίο δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και κατονομάζει τον αρχιφύλακα Α.Α. ως δράστη του άγριου ξυλοδαρμού του.

https://jungle-report.blogspot.com

Το αντιφασιστικό ιστολόγιο που δημοσίευσε πρώτο το απολογητικό υπόμνημα του αρχιφύλακα Α.Α.