Θύελλα αντιδράσεων προκλήθηκε στο διαδίκτυο και τα social media αναφορικά με τις δηλώσεις στις οποίες προχώρησε η ποιήτρια Κική Δημουλά σε εκδήλωση των Atenistas στην Κυψέλη σύμφωνα με άρθρο της Άννας Δαμιανίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών. Στην «Τρίτη Ματιά» αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η κ. Δημουλά επιφύλασσε ένα «ρατσιστικό ξέσπασμα» στο τέλος της εκδήλωσης λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη, τόσοι πολλοί που είναι, πιάνουν και τα παγκάκια, δεν βρίσκεις να καθίσεις στην πλατεία, άσε που κλέβουν και φοβάται να βγει από το σπίτι της». Μεταξύ άλλων η Χρυσή Αυγή έσπευσε να δώσει τα εύσημά της στην ποιήτρια μέσα από τον επίσημο ιστότοπο του κόμματος χαρακτηρίζοντας τις δηλώσεις της «απάντηση στον αντιρατσιστικό νόμο».

Ads

 
Η Κική Δημουλά έδωσε τη δική της απάντηση στο maga.gr. «Δεν θα κάνω δήλωση να πείσω ότι δεν αποκάλεσα όλους τους κλέφτες δολοφόνους. Είπα μια περίπτωση που συνέβη μέσα στην οικογένειά μου και χρειάστηκε να φτάσουμε στο νοσοκομείο και εννοούσα πόσο τρόμο μου δημιουργεί αυτό το πράγμα» σημειώνει μεταξύ άλλων η Κική Δημουλά.
 
«Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτές τις διαφορές των φυλών. Οι πακιστανοί που βρίσκονται τουλάχιστον στα φανάρια θα μπορούσαν να έρθουν μάρτυρες υπερασπίσεώς μου. Λυπάμαι πάρα πολύ τους ανθρώπους που υποφέρουν. Δεν είμαι υποχρεωμένη, ως μη ρατσίστρια, να λυπάμαι και τους φονιάδες όμως. Δεν είμαι. Δεν έψεξα κανέναν, δεν κατηγόρησα κανέναν, δεν αντεπιτέθηκα σε αυτούς που μου επιτέθηκαν» προσθέτει.
 
«Είμαι μεγάλος άνθρωπος και σε απόσυρση, ας με αφήσουν λίγο ήσυχη. Εγώ έχω καθαρή συνείδηση. Αν μου σπάσουν τα μούτρα θα νιώσω μίσος απερίγραπτο για αυτόν που μου τα έσπασε, όχι για τον ξάδελφό του που είναι εργάτης και πεινάει. Διαχωρισμένα τα πράγματα» συμπληρώνει.
 
«Να ήξεραν από μέσα τους πόσο είμαι με το μέρος των μεταναστών. Να το ήξεραν μόνο. Είναι τρομακτική η κατάσταση» λέει η Κική Δημουλά και αναφέρεται στη Χρυσή Αυγή: «Τη Χρυσή Αυγή θα ήθελα να τη σκοτώσω γιατί σκοτώνει αυτούς τους ανθρώπους. Ειλικρινά σας λέω με πιάνει ρίγος που τη βλέπω. Εκεί ναι, θα μπορούσα να τους πυροβολήσω που επιτίθενται σε φτωχούς κακομοίρηδες. Άκουσα για το επιλεκτικό συσσίτιο. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Και λένε ότι είμαι εγώ ρατσίστρια;»
 
Στο μεταξύ Τα Νέα δημοσιεύουν απομαγνητοφώνηση των όσων είπε η Κική Δημουλά στην εκδήλωση.
 

Το κείμενο όπως δημοσιεύεται στα Νέα:
 
Κική Δημουλά: «Καλησπέρα λοιπόν στους γείτονες τους αγαπητούς… Ε, όλοι γείτονες είστε, όλη η Αθήνα είναι μια γειτονιά… Τέλος πάντως εγώ ζω στην Κυψέλη 76 χρόνια και στον ίδιο δρόμο. Είναι κάπως μοιραία τα πράγματα,το δικό μου σπίτι ήταν λίγο πιο κάτω από το πατρικό οπότε ούτε ατμόσφαιρα ούτε δεσμά άλλαξα εύκολα.

Εζησα τα ωραία χρόνια της κυψέλης όσο μπορεί κανείς να δει το ωραίο όταν είναι παιδί που προέχει πάντα αυτή η νεότητα και φτιάχνει τα πράγματα πάντα όπως τα θέλει.

Ads

Η Κυψέλη ήταν παράδεισος, η οδός Πυθίας που έζησα ήταν ωραίες μονοκατοικίες με κήπους όλα τα σπίτια, γνώριμοι οι κάτοικοι πάρα πολύ, γραφική η Φωκίωνος Νέγρη όπου κατηφόριζα για το Γυμνάσιο το 6ο για την οδό Επτανήσου.

Τώρα έχουν φυτρώσει πάρα πολλά καφενεία εκεί ,τέλος πάντων έζησα εκεί αφού ήταν του πατέρα μου το σπίτι, μετά παντρεύτηκα το 1954, πήγα δυο γωνίες παρακάτω έζησα και εκεί για 15 χρόνια με μια συνεχή νοσταλγία καθώς άρχισαν να χαλάνε τα πράγματα στην περιοχή να φυτρώνουνε οι πολυκατοικίες οι άχαρες και να γκρεμίζονται εικόνες στην ουσία όχι σπίτια, εικόνες που είχαμε επί χρόνια ενστερνιστεί και άρχισα να γκρινιάζω και να λέω: “Θεέ μου θα φύγω από εδώ θα πάω κάπου αλλού”.

Επεισα τον απρόθυμο Αθω Δημουλά και πήραμε ένα δάνειο και πήραμε ένα διαμέρισμα στην Αγία Παρασκευή όπου ζούσε και ο γιος μου εκεί παντρεμένος.

Αγοράσαμε λοιπόν με κόπο και ένα δάνειο ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή και σε έξι μήνες ξαναμετακόμισα στην οδό Πυθίας 26. Είχα μάλιστα καταφύγει σε έναν γιατρό στην γειτονιά, ορθοπεδικό-ποιητή, τον Δημητρη Παπαδίτσα – ήταν στην οδό Πατησίων – του λέω: “Κάτι μου συμβαίνει έχει πλακωθεί η καρδιά μου…”

Μου λέει: “Τα πεύκα σε πειράζουν», τέλος πάντων, με πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια του Αθω Δημουλά μεταφέρθηκα πάλι στην οδό Πυθίας 26, ευφρόσυνα και ευδαίμων.

Εκείνος άπαξ και τον πήγα εκεί δεν είχε μεγάλη μανία, δεν άντεχε και τις μετακινήσεις δεν ήταν και της αντοχής άνθρωπος πάντα αλλά υπέκυψε αφού εγώ δεν ήμουν υποχωρητική κι έζησα αρκετά χρόνια ώσπου πριν εφτά χρόνια η κόρη μου αγόρασε ένα σπίτι, τρία σπίτια πιο κεί, από το πατρικό της Φαέθοντος δηλαδή, έμεινε εκεί οκτώ χρόνια, της ντάντεψα τα παιδιά της και αίφνης κατελήφθη κι αυτή από την μανία του προαστίου, έφυγε εντέλει και με πολύ λύπη το έζησα αυτό: συγχρόνως να εγκαταλείψω το συζυγικό μου σπίτι, διότι είχε πάρα πολλές σκάλες και όντως είχα μεγαλώσει πια αρκετά για να μην μπορώ να σαλτάρω.

Έτσι μεταφέρθηκα Φαέθοντος πάλι 26, γωνία Πυθίας. Επομένως η Πυθία δεν έφυγε από το οπτικό μου πεδίο και ζω τώρα εκεί όχι πάρα πολύ συμφιλιωμένη με την αλλαγή.

Τώρα όσοι αναρωτιούνται γιατί δεν ήθελα να φύγω…

Μα γιατί όλη μου η ζωή διεπράχθη σε αυτό το μέρος. Πουθενά αλλού. Ό,τι έζησα σημαντικό και δεν έζησα – και κακά και αρρώστιες και δυσάρεστα και εκπλήξεις – έγιναν σε αυτή την περίφημη Κυψέλη.

Θα πει κανείς, δεν έβλεπα τις παραμορφώσεις;

Ξέρετε, ο άνθρωπος έχει και μια φαντασία. Μπορούσε κανείς να γκρεμίζει τα εξαμβλώματα και να προκύπτουν από κάτω παλιές μορφές του τόπου. Νομίζω πως γεωγραφήθηκε αρκετά η αφοσίωσή μου στην Κυψέλη, αν έχετε κάτι άλλο ρωτήστε με…

Μην ξεχνάμε πως οι ξένοι που βρέθηκαν εδώ ήταν λόγω της φτώχειας των χωρών εκείνων. Ηλθαν να ζήσουν εδώ πέρα. Οι ξένοι (οι Αλβανοί τουλάχιστον) επιστρέφουν βέβαια στις πατρίδες τους. Το μόνο που κάνω για την Κυψέλη είναι να ζω ακόμη εκεί. 

Θα πρέπει να το πούμε πάντως και αυτό, πρέπει να πω όμως ότι είναι και ένας συνεχής κίνδυνος, κινδυνεύουν οι ντόπιοι από κλοπές φοβερές ακόμη και στον δρόμο.

Σας λέω ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο πράγμα: Πυθίας 42 ήταν το πατρικό μου όπου ζει σε ένα διαμέρισμα η αδελφή μου. Δύο φορές την πήγαν στο νοσοκομείο, δύο φορές την παραμόρφωσε ένας έξω από το σπίτι διότι δεν έβρισκε τα κλειδιά για να μπει μέσα…

Την πρώτη φορά και εκείνη και τον άνδρα της επί δύο ώρες τους έκλεισαν το στόμα, τους έκλεισαν στο μπάνιο και έκλεβαν το σπίτι ανενόχλητοι.

Περιορισμένα περιστατικά ναι αλλά ο φόβος είναι απεριόριστος. Δεν θέλω να πω ότι οι ξένοι της Κυψέλης είναι και ληστές.

Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος.

Βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τους αγάπαμε τους ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι.

Παίζαμε πεντόβολα ώρες ολόκληρες στα σκαλάκια του σπιτιού. Ητανε μια άλλη κατάσταση, την νοσταλγώ πάρα πολύ και δεν ξέρω αν αυτός είναι ο λόγος που δεν ακολούθησα την κόρη μου στο προάστιο ή απλά ο φόβος να προσαρμοστώ στο καινούριο.

Εγώ συνήθισα με τους ξένους, να ξυπνώ και να τους βλέπω. Έχω συναντήσει πολλούς μαύρους με καρότσια του σούπερ μάρκετ… έχει όμως κι έναν μόδιστρο πακιστανό η γειτονιά μου που δεν τον φτάνει κανείς στο διόρθωμα, Φαέθοντος βρίσκεται… και ανδρικά και γυναικεία.

Είναι περιοχή μετάβασης η Κυψέλη, όλοι σχεδόν έχουν ζήσει εδώ. Φιλόξενη περιοχή.

Μετάβασης, διότι κρίθηκε αυτομάτως επειδή ήταν προσιτή, δεν μπορούσαμε να πάμε στο Κολωνάκι.
Μακάρι να μην υπήρχε αυτό το θέμα της πείνας, μακάρι οι φυλές του κόσμου να ήταν ανακατωμένες, εδώ πια είναι ένα πρόβλημα πώς συντηρούνται αυτοί οι άνθρωποι.

Ευχαριστήθηκα πολύ σήμερα που ήμουν με τους Κυψελιώτες, πάρα πολύ».
 

Η απάντηση της Κικής Δημουλά όπως δημοσιεύεται στο maga.gr:

Το γύρο του διαδικτύου κάνουν οι δηλώσεις που φέρεται να έκανε η ποιήτρια Κική Δημουλά. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα, στη διάρκεια εκδήλωσης των Atenistas στην Κυψέλη , η ποιήτρια φέρεται να είπε ότι “δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη μιας και είναι τόσοι πολλοί που πιάνουν τα παγκάκια και δεν μπορεί να κάτσει κανείς στην πλατεία”.

Ενας άνθρωπος που στεναχωριέται για τη μοίρα του ανθρώπου δύσκολα λειτουργεί ρατσιστικά, σκέφτηκα και επικοινώνησα μαζί της.

 

Τη ρωτάω τι έχει συμβεί με την Κυψέλη. Είναι θυμωμένη και στενοχωρημένη. Μου απαντά ότι την κυνηγούν για δηλώσεις, αλλά η ίδια δεν θέλει να απολογηθεί. “Δεν θα κάνω δήλωση να πείσω ότι δεν αποκάλεσα όλους τους κλέφτες δολοφόνους. Είπα μια περίπτωση που συνέβη μέσα στην οικογένειά μου και χρειάστηκε να φτάσουμε στο νοσοκομείο και εννοούσα πόσο τρόμο μου δημιουργεί αυτό το πράγμα.”. Πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να βγει σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις για να εξιλεωθεί στους επιτιθέμενους.

Ένιωσε λοιπόν αυτόματα την ανάγκη στην κουβέντα μας να μου εξηγήσει τον θυμό της.“Δεν μπορώ εγώ να απολογηθώ για ό,τι συμβαίνει. Δεν είπα ότι βγήκα στην πόρτα μου και άκουσα ουρλιαχτά από μια γυναίκα που της είχαν αρπάξει τον σταυρό από τον λαιμό της. Είπα ότι η αδελφή μου ετών 70 και ο άντρας της ετών 75 δέχτηκαν επίθεση. Τους χτύπησε την πόρτα κάποιος, του άνοιξαν, μπήκαν δύο μέσα, τους φίμωσαν το στόμα, τους έκλεισαν στο μπάνιο και επί δυόμισυ ώρες ανενόχλητοι δεν άφησαν τίποτα. Ξάφρισαν όλο το σπίτι. Κατέθεσαν στην αστυνομία, ήρθαν οι αστυνομικοί και πήραν αποτυπώματα και φυσικά δεν έγινε τίποτα. Και τη δεύτερη φορά, ένας έξω από την πόρτα της αδελφής μου, επειδή δεν του έδωσε το κλειδί να μπει μέσα στο σπίτι της, την χτύπησε και πήγαμε στο νοσοκομείο.”

Η Κική Δημουλά, αισθάνεται πληγωμένη από τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν εκείνοι που βρίσκονται απέναντι. “Αυτή είναι μια εχθρικότητα εναντίον μου άνευ προηγουμένου, την οποία έχω συναντήσει σε πάρα πολλές φάσεις.” Την ρωτάω γιατί δέχεται συχνά επιθέσεις τον τελευταίο καιρό. “Ποιός ξέρει. Κάποιοι έκαναν το λάθος να πουν ότι είμαι υποψήφια για το Νόμπελ, για το οποίο είναι υποψήφιοι 150 άνθρωποι κάθε χρόνο, και ίσως αυτό ενοχλεί. Δεν έχω άλλη εξήγηση γιατί εγώ δεν ενοχλώ πραγματικά κανέναν.”.

Και συνεχίζει με έκδηλη απογοήτευση στη φωνή. “Μπήκα στον στόχο. Αρχίζω να αισθάνομαι ότι πρέπει να μεταναστεύσω σε άλλη χώρα. Μάλλον δεν με θέλει η Ελλάς εδώ πέρα, έτσι φαίνεται. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτές τις διαφορές των φυλών. Οι Πακιστανοί που βρίσκονται τουλάχιστον στα φανάρια θα μπορούσαν να έρθουν μάρτυρες υπερασπίσεώς μου. Λυπάμαι πάρα πολύ τους ανθρώπους που υποφέρουν. Δεν είμαι υποχρεωμένη, ως μη ρατσίστρια, να λυπάμαι και τους φονιάδες όμως. Δεν είμαι. Δεν έψεξα κανέναν, δεν κατηγόρησα κανέναν, δεν αντεπιτέθηκα σε αυτούς που μου επιτέθηκαν.” Νιώθει την ανάγκη να μου απολογηθεί για τον θυμό της “Με συγχωρείτε που θυμώνω. Το λάθος μου είναι ότι πήγα σε αυτή την ιστορία της Κυψέλης. Τελικά πρέπει κανείς να κάθεται μέσα στο σπίτι του και να μην ομιλεί.”

Τη μαλώνω διακριτικά: η σιωπή δεν βοηθάει. “Αν πρέπει να λέμε μόνο ό,τι δεν μας προκαλεί και δεν μας εκθέτει ή πρέπει να προβλέπω πότε θα μου επιτεθούν και πότε δεν θα μου επιτεθούν; Αυτό δεν μπορώ να το κάνω, είμαι μεγάλος άνθρωπος και σε απόσυρση, ας με αφήσουν λίγο ήσυχη. Εγώ έχω καθαρή συνείδηση. Αν μου σπάσουν τα μούτρα θα νιώσω μίσος απερίγραπτο για αυτόν που μου τα έσπασε, όχι για τον ξάδελφό του που είναι εργάτης και πεινάει. Διαχωρισμένα τα πράγματα.”

Συμπεραίνει ότι οι επιθέσεις απέναντί της έχουν πολύ σκοτεινά κίνητρα. Τη ρωτάω χωρίς δεύτερη σκέψη αν νιώθει ότι αυτές οι επιθέσεις έχουν και πολιτικό κίνητρο. Της λέω ότι τα κόμματα παίρνουν θέση υπέρ και εναντίον των μεταναστών και της φέρνω ως παράδειγμα τη Χρυσή Αυγή. Περιμένω με αγωνία το σχόλιό της. “Βέβαια, αυτό φυσικά. Τώρα βρήκαν την ευκαιρία. Να ήξεραν από μέσα τους πόσο είμαι με το μέρος των μεταναστών. Να το ήξεραν μόνο. Είναι τρομακτική η κατάσταση. Η υποκρισία του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Άλλο είναι η επίδειξη συμπόνοιας για τους αδυνάτους με αυτόν τον τρόπο. Πρόκειται για ό,τι πιο ψεύτικο υπάρχει.”

Κάνει μια μικρή παύση και νιώθω τον θυμό της να φουσκώνει τις φλέβες της. “Τη Χρυσή Αυγή θα ήθελα να τη σκοτώσω γιατί σκοτώνει αυτούς τους ανθρώπους. Ειλικρινά σας λέω με πιάνει ρίγος που τη βλέπω. Εκεί ναι, θα μπορούσα να τους πυροβολήσω που επιτίθενται σε φτωχούς κακομοίρηδες. Άκουσα για το επιλεκτικό συσσίτιο. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Και λένε ότι είμαι εγώ ρατσίστρια;”

Επανέρχεται στην επικαιρότητα των δηλώσεών της και στην απογοήτευσή της για την ερμηνεία που δόθηκε σε αυτές. “Η κακοήθεια πρέπει να έχει τροφή αλλιώς πεθαίνει. Άμα τους τη δίνω εγώ αυτή την τροφή, τι να κάνω; Μάλλον κάνω άλλη μια ευεργεσία. Συγχύστηκα ειλικρινά. Δεν το περίμενα αυτό καθόλου. Έδωσα μια ουδέτερη εικόνα, είπα ότι παρά ταύτα αν ήμουν ρατσίστρια θα έφευγα από την Κυψέλη. Τα παιδιά μου έχουν πάει αλλού κι έχω σπίτι να μείνω εκεί που βρίσκονται. Κι όμως, εγώ κάθομαι μόνη, 82 χρονών σε αυτό το σπίτι.”

Επιμένω στην ερώτησή μου περί της σιωπής. Της λέω ότι οι νέοι άνθρωποι αισθάνονται πως οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι σιωπούν για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Την εξοργίζω. “Ποιός είναι ο πνευματικός άνθρωπος;” με ρωτάει έντονα. Μου μιλάει για έναν ιδιότυπο ρατσισμό υπέρ των πνευματικών ανθρώπων. “Να συζητήσουμε αυτή τη γελοία παρανόηση και μεγαλοποίηση του όρου πνευματικός άνθρωπος; Τί είναι αυτός ο πνευματικός άνθρωπος που από έναν πάσχοντα ξέρει περισσότερα; Γιατί; Είναι έξυπνος; Έλυσε κανένα πρόβλημα της χώρας του ο πνευματικός άνθρωπος; Έχει καμία εξουσία; Ή μήπως γιατί βγαίνει κάθε τόσο σε μια εφημερίδα ή σε ένα κανάλι και αποφαίνεται; Δεν μπορώ να το δεχτώ. Αυτό είναι ο ρατσισμός, να θεωρούμε τους πνευματικούς ανθρώπους αξιότερους να εκφράζονται και να επηρεάζουν περισσότερο από ό,τι οι ίδιοι οι δεινοπαθούντες.”.

Είναι κατηγορηματική. “Δεν έχουν όμως καμία δύναμη οι πνευματικοί άνθρωποι και δεν πρέπει να τους ανεβάζετε σε βαθμό εξουσίας, ωσάν όλοι οι άλλοι άνθρωποι να είναι ηλίθιοι. Δεν είναι ηλίθιος κανένας. Όλοι ενστικτωδώς γνωρίζουν τι είναι το συμφέρον και τι το βλαβερό. Δεν είναι ανάγκη να έχουν σπουδάσει, δεν είναι ανάγκη να έχουν γράψει ποιήματα. Το ωραίο και το άσχημο, το δίκαιο και το άδικο, τα μυρίζεται κανένας, χωρίς να είναι καλλιτέχνης, ζωγράφος ή ποιητής. Αυτά είναι μια κρούστα εξευγενίσεως και αυτή η κρούστα δεν είναι τόσο στέρεη. Καμιά φορά αν σπάσει, χύνεται από μέσα και λερωμένο περιεχόμενο”, μου λέει με νόημα.

Είναι σειρά μου να κάνω μια παύση. Την ακούω με προσοχή τόση ώρα και σκέφτομαι κάπου εδώ το θέμα της έκθεσης που έγραψα κάποτε στις πανελλαδικές εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο “Ποιά είναι τα πρότυπα που πρέπει να έχουν οι νέοι”. Η απάντησή μου τότε πρέπει να μου είχε στοιχίσει αρκετούς βαθμούς. Είχα γράψει ότι οι νέοι πρέπει να δημιουργούν δικά τους πρότυπα και να κάνουν πρότυπο τον εαυτό τους. Συνομιλώ λοιπόν με την Κική Δημουλά που διαβάζω από μικρός και αγάπω όσο λίγους σύγχρονους ποιητές. Ποιόν να ακούνε οι νέοι άνθρωποι; “Τη συνείδησή σας και τη σοφία σας που αποκτάτε από τις εικόνες που έχετε στο δρόμο. Δεν μπορεί να μην γίνεστε σοφός ζώντας ανάμεσα σε κόσμους και σε ανθρώπους ετερόκλητους. Ξέρετε ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Ένας πνευματικός άνθρωπος έχει μικρότητες όπως και ένας μη πνευματικός άνθρωπος. Έτσι νομίζετε εσείς, ότι η ποίηση εξαγνίζει. Η ποίηση είναι άλλο αγαπητέ μου και ο χαρακτήρας μας είναι άλλο.”

Ξέρω τι μου λέει. Αλλά ως ψυχίατρος έχω ελάχιστες αμφιβολίες ότι και η ίδια η “συνείδηση” δεν μπορεί να χειραγωγηθεί από εκείνον που γνωρίζει καλά την τέχνη. Συμφωνεί με αυτό.“Βεβαίως χειραγωγείται. Αλλά να θυμάστε πάντοτε, το χάρισμα, αν υπάρχει και αν πρόκειται για χάρισμα είναι ανεξάρτητο σημείο από τον χαρακτήρα. Έχω δει εξαίσιους ποιητές να είναι δολοφόνοι και προδότες. Το γράφει άλλωστε η ιστορία. Τι ανάγκη έχετε εσείς να σας πω εγώ τι να κάνετε;”. Με ρωτάει “Αυτοί που μας κυβερνούν, δείχνουν να λογαριάζουν τους πνευματικούς ανθρώπους;”. Έχει δίκιο. Στις μέρες μας δεν φαίνονται να τους φοβούνται. Και συνεχίζει “αυτό σημαίνει ότι οι πνευματικοί άνθρωποι είναι μια φούσκα ως έννοια που δεν τρομάζει κανέναν. Πιστέψτε με. Έπρεπε να έχει πάρει ο Σεφέρης το Νόμπελ και ο Ελύτης το Νόμπελ για να πουν μια κουβέντα η οποία να γραφτεί στην ιστορία. Ο Σεφέρης μίλησε για τη Χούντα. Γράφτηκε στην ιστορία… Μία κουβέντα.”

Τη ρωτάω αν αυτό είναι οξύμωρο με τη δική της περίπτωση. Η ίδια πιστεύει πως δέχεται επίθεση. Κάποιον τρομάζει λοιπόν. Αστειεύεται, καταφατικά “Εγώ είπα μια φορά καλημέρα σας στον Ηλία Ψινάκη και ξεσηκώθηκε ο τύπος και οι πνευματικοί άνθρωποι ότι τάσσομαι πολιτικά με τον Ηλία Ψινάκη. Ε λοιπόν δεν έχω σωτηρία. Μόνο όταν πεθάνω θα ησυχάσουν. Δεν έχω καμία αντίρρηση να πεθάνω, αν και μισώ τον θάνατο. Αλλά δεν μπορώ πια να είμαι το κόκκινο πανί όλων αυτών των ανθρώπων που δεν ξέρω τι συμπλέγματα τους κυνηγούν επιτέλους.”

Μου προτείνει εμφατικά ότι οφείλουμε να υποπτευόμαστε τους πνευματικούς ανθρώπους.“Γιατί είναι φιλόδοξοι. Δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω, αλλά πραγματικά είμαι πολύ προσεκτική. Φαίνεται όμως η φιλοδοξία μου στο ότι αποφάσισα να λέγομαι ποιήτρια. Κανέναν να μην εμπιστεύεστε και να ακούτε αυτό που βλέπετε. Τι βλέπετε σήμερα.” Μου εξηγεί ότι η ίδια μπορεί να καταλάβει κάποιον που μπορεί να ψέξει την πολιτική, τις αποφάσεις που λαμβάνονται, κάποιον που να μπορεί να υπερασπιστεί“αυτούς τους ανθρώπους που αυτοκτονούν από την πείνα και τη δυστυχία”. Εντοπίζει όμως αυτή τη σημαντική διαφορά: “Δεν χρειάζεται να είναι πνευματικός ο άνθρωπος για να τους υπερασπιστεί. Η ίδια η πράξη της αυτοκτονίας ζητάει υπεράσπιση.”

Ανακαλώ ξανά στο μυαλό μου τη βόλτα της με τους Atenistas στην Κυψέλη, πρόσφατα, και τη διάσταση που πήραν οι δηλώσεις της. Οι δημοσιογράφοι έχουν ευθύνη εδώ;“Αλήθεια δεν ξέρω. Βέβαια δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα αυτό που ελέχθη από εμένα και τον Κουμανταρέα και από εκεί και πέρα, ποιός το πήρε και τι το έκαναν… δεν νομίζω ότι φταίνε οι δημοσιογράφοι.” Έχει τη γνώμη ότι οι εφημερίδες αν δεν αρπάξουν τέτοιες ευκαιρίες δεν γεμίζουν. Ότι πρέπει να εξασφαλίζουν την ύλη τους. Η ίδια νιώθει ότι οι αντίπαλοί της είναι μια ομάδα ανθρώπων πολύ διαφορετική. “Άνθρωποι που είναι ποιητές, που δεν έχουν αναγνώριση, που θεωρούν ότι εγώ βρέθηκα παραπάνω χωρίς να το αξίζω. Κι όμως δεν επεδίωξα εγώ να μπω στην Ακαδημία Αθηνών. Έχω ακούσει πάρα πολλά. Έχει κουραστεί το αυτί μου. Ούτε την ηλικία μου σέβονται. Ποιόν ποιητή ή ποιόν συγγραφέα ενόχλησα εγώ ποτέ; Ακούστηκε ποτέ να έχω κακολογήσει ομότεχνό μου; Βέβαια δεν είμαι ικανή εγώ να κατακρίνω. Δεν είμαι τόσο καθαρή και άμεμπτη ώστε να μπορώ”.