Η απόφαση να επιμηκυνθεί η αποπληρωμή του δανείου των 110 δις ευρώ από την Ελλάδα προς την τρόικα χαρακτηρίζεται από οικονομικούς αναλυτές ρεαλιστική και θετική εξέλιξη, η οποία ωστόσο «δε λύνει το πρόβλημα αύξησης του χρέους». Ενδεικτική είναι, άλλωστε, η πρόβλεψη σύμβουλου του πρωθυπουργού (Tommaso Schioppa) ότι θα χρειαστούν έως και 15 χρόνια για την ανάκαμψη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το χαρακτήρα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στο διάστημα που θα μεσολαβήσει. Οι αγορές φέρονται να θεωρούν αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Ακολουθεί σχόλιο για το tvxs.gr από τον κ. Πάνο Παναγιώτου, διευθυντή της Ελληνικής Κοινότητας Τεχνικής Ανάλυσης (GSTA Ltd).

Ads

Η χρηματοοικονομική ιστορία μας διδάσκει ότι τα βραχυπρόθεσμα δάνεια σε χώρες με σοβαρά προβλήματα χρέους δεν αγοράζουν τίποτε άλλο παρά μόνο χρόνο, ο οποίος σύντομα φτάνει να κοστίζει τόσο ακριβά που η χρηματοδότηση της ανανέωσης του γίνεται αδύνατη. Το γεγονός, λοιπόν, ότι το Μνημόνιο παρείχε ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο τριετίας στην Ελλάδα, το οποίο θα έπρεπε να έχει αποπληρωθεί μέχρι το Μάιο του 2015, τοποθετούσε μία ωρολογιακή βόμβα στο δρόμο της Ελλάδας η οποία όταν θα έσκαγε θα πλήγωνε καίρια αν όχι θανάσιμα το ευρώ και την Ευρώπη ως σύνολο.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής κατά έξι χρόνια, δηλαδή το Μάιο του 2021, αποτελεί ένα ρεαλιστικό, απολύτως απαραίτητο και τελικά θετικό και προς τη σωστή κατεύθυνση βήμα για την Ελλάδα. Υποδηλώνει την επίσημη αποδοχή από την Τρόικα ότι το χρονικό περιθώριο που συμφωνήθηκε αρχικά (2013) δεν ήταν σε καμία περίπτωση ρεαλιστικό. Για την αγορά αποτελεί επίσης μία επίσημη παραδοχή ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι πολύ φιλόδοξο.

Η επιμήκυνση έλαβε χώρα μετά από πρόταση της Κομισιόν καθώς κρίθηκε επιβεβλημένη προκειμένου η περίοδος αποπληρωμής του ελληνικού δανείου να ευθυγραμμιστεί με εκείνη που αποφασίστηκε για την Ιρλανδία. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μία σαφή ένδειξη της δημιουργίας από το Γαλλογερμανικό άξονα και τελικά από την ΕΕ ενός μηχανισμού κεντρικής αντιμετώπισης της επίθεσης εναντίον του ευρώ, ο οποίος προσπαθεί να ευθυγραμμίσει τα πακέτα στήριξης ώστε να γίνει πιο εφικτή η εποπτεία και η διαχείριση τους στο μέλλον. Παρά το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αποτελεί, επίσης, μία θετική εξέλιξη.

Ads

Με βάση όσα στοιχεία έχω στη διάθεση μου μέχρι σήμερα, η επιμήκυνση δε συνοδεύεται από κάποια ανταλλάγματα γιατί αποφασίστηκε μέσα στα πλαίσια της της ευρωπαϊκής προσπάθειας καθιέρωσης ενός κεντρικού μηχανισμού αντιμετώπισης της επίθεσης εναντίον του ευρώ και όχι ένα per se δώρο στην Ελλάδα. Η Μέρκελ φαίνεται, επιτέλους, να συνειδητοποιεί ότι θα είναι αδύνατη η διάσωση του ευρώ αν αντί να αποτελεί αυτή (η διάσωση) τη βασική προτεραιότητα της πολιτικής της συνεχίσει να αναλώνεται στην προσπάθεια παραδειγματικής επίπληξης και τιμωρίας των μη συνετών δημοσιονομικά ευρωπαϊκών κρατών, στην προσπάθεια επιβολής στους δανειστές της αποδοχής της συμμετοχής τους στο ‘κόστος της κρίσης’ και στην προσπάθεια πανευρωπαϊκής καθιέρωσης του δικού της οικονομικού μοντέλου.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η επιμήκυνση αυτή καθ’ αυτή βοηθά αλλά δε λύνει το πρόβλημα αύξησης του χρέους το οποίο μεγαλώνει σταθερά κάνοντας την εξυπηρέτηση του ολοένα και πιο δύσκολη. Με το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να προβλέπεται στο 150% η Ελλάδα θα χρειαστεί να τρέχει με ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4% μόνο για να μπορέσει να πληροί τα κριτήρια του Μάστριχτ, κάτι το οποίο θα είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει καθώς θα προκαλέσει πολύ μεγάλη κοινωνική δυσφορία και ταλαιπωρία.

Το δε σενάριο της επίλυσης του προβλήματος του ελληνικού χρέους μέσω της επίτευξης μεγάλης ανάπτυξης προϋποθέτει ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ μεγαλύτερα του επιτοκίου του ελληνικού δανεισμού το οποίο σήμερα είναι στο 5,2%, κάτι το οποίο έχει από ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες να συμβεί.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι επενδυτές θεωρούν ότι η Ελλάδα κάποια στιγμή στο μέλλον θα αναγκαστεί να προβεί σε κάποιας μορφής αναδιάρθρωση και αυτό ασκεί πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα και αναμένεται να συνεχίσει να εμποδίζει την αποκλιμάκωση των ελληνικών επιτοκίων και να παρατείνει τη διάρκεια παραμονής της χώρας εκτός αγορών.

Επιπλέον, ο συστημικός κίνδυνος απέχει πολύ από το να απομακρυνθεί, και όπως έδειξε η άνοδος των επιτοκίων των 10ετών ομολόγων αλλά και των CDS της Ισπανίας και της Πορτογαλίας τη Δευτέρα, καθώς και η νέα πτώση του ευρώ. Η ευρωπαϊκή κρίση δεν έχει ξεπεραστεί αλλά συνεχίζει να επεκτείνεται.