Τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοτικών εκλογών στον Άγιο Παντελεήμονα και ευρύτερα του 6ου Δημοτικού Διαμερίσματος και ειδικότερα τα υψηλά ποσοστά που κατέγραψε η Χρυσή Αυγή αποτέλεσαν την αφορμή ώστε ομάδα πανεπιστημιακών από τέσσερα Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού (Πάντειο, Μακεδονία, Οξφόρδη και Σορβόννη) να ξεκινήσουν έρευνα σχετικά με τις πολιτικές συμπεριφορές στην περιοχή.

Ads

«Συνειδητοποιήσαμε ότι σε επίπεδο πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς υπάρχουν καινούργια δεδομένα για να μελετηθούν», δηλώνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, Βασιλική Γεωργιάδου, που μετέχει στην έρευνα, η οποία έχει ξεκινήσει από τον περασμένο Νοέμβριο.

Πρώτο βήμα της έρευνας θα είναι μία τηλεφωνική σφυγμομέτρηση σ’ ένα δείγμα 1.000 ατόμων, κατοίκων του 6ου Διαμερίσματος, για την οποία, αυτή την περίοδο, συντάσσεται το ερωτηματολόγιο. Παράλληλα, συλλέγονται τα αντικειμενικά δεδομένα και ήδη, σε συνεργασία με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, έχουν συγκεντρωθεί κάποια στοιχεία, για τους αριθμούς και τα ποσοστά των μεταναστών, στις επιμέρους εκλογικές κοινότητες του δήμου Αθηναίων. Έχει ακόμη συγκεντρωθεί υλικό από ανεξάρτητα ερευνητικά ινστιτούτα, σχετικά με την μεταναστευτική πυκνότητα ανά εκλογικό διαμέρισμα.

Ουσιαστικά αυτό που διαπιστώθηκε, σημειώνει, με βάση τα πρώτα στοιχεία, είναι ότι «η Χρυσή Αυγή καταγράφει υψηλά ποσοστά, όχι μόνο σε εκλογικά διαμερίσματα, όπου η μεταναστευτική πυκνότητα είναι πάνω από 30%, αλλά και σε άλλα εκλογικά διαμερίσματα, όπου δεν είναι υψηλότερη του μέσου όρου, δηλαδή δεν είναι πάνω από 5%», σημειώνει η κ. Γεωργιάδου. Για το λόγο αυτόν η ερευνητική ομάδα προσανατολίζεται στο να εξετάσει ως υπόθεση εργασίας ότι «δεν είναι η φυσική παρουσία των μεταναστών η αιτία για την εκλογική προτίμηση κομμάτων, που βρίσκονται στα όρια του πολιτικού φάσματος, αλλά η διαμορφωμένη εικόνα για την μετανάστευση, το διακύβευμα μετανάστευση, από μόνο του, που δημιουργεί μία εκλογική προτίμηση σε μια μερίδα των συμπολιτών μας για την Χρυσή Αυγή και την άκρα δεξιά γενικότερα».

Ads

Η ομάδα θεωρεί ότι από την τηλεφωνική έρευνα που θα διεξάγει θα μπορέσει να συγκεντρώσει και στοιχεία, σχετικά με το κοινωνικό προφίλ, την οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, τη μόρφωση, το φύλο και την ηλικία των εκλογέων της Χρυσής Αυγής, ενώ συγχρόνως πρόκειται να πάρει συνεντεύξεις από δραστήριους πολίτες της περιοχής, γνώστες των προβλημάτων, για μία πιο ποιοτική εικόνα σχετικά με το δυναμικό στήριξης.

Η παρουσία της άκρας δεξιάς σε 6 ευρωπαϊκές χώρες

Σύμφωνα με την κ. Γεωργιάδου σημαντική είναι και η ευρωπαϊκή εμπειρία. Η ίδια έχει κάνει έρευνα, που έχει δημοσιευτεί, σχετικά με την παρουσία της άκρας δεξιάς σε έξι ευρωπαϊκές χώρες -Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία και Γερμανία-, όπου παρατηρήθηκε ενδυνάμωση αυτών των κομμάτων και οργανώσεων τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 με την κρίση των θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος. Το κοινό στοιχείο που διαπιστώθηκε και στις έξι χώρες ήταν ότι «το μοντέλο διακυβέρνησης, κατά το μάλλον ή ήττον, ήταν ένα συναινετικό, με κυβερνήσεις συνασπισμού κομμάτων με διαφορετική ιδεολογία. Παρατηρήθηκε δε σύμπτωση στα ζητήματα πολιτικής των κομμάτων αυτών των χωρών, παρά την διαφορετική πολιτική τους χροιά και μία συνέχεια στην διακυβέρνηση, που είχε σαν αποτέλεσμα το μπούχτισμα του κόσμου με την πολιτική και τους θεσμούς».

Ακόμη προέκυψε ότι «ένα μέρος των πολιτών ένιωσε ότι τα κόμματα έχουν δημιουργήσει ένα καρτέλ, που νοιάζεται για τη δική τους επιβίωση, νοιάζονται να κατακτήσουν την εξουσία και το κράτος. Δόθηκε η εντύπωση ότι οι ιδεολογικές διαφορές είναι πια μικρές μεταξύ τους και τα κόμματα έχουν ομογενοποιηθεί.

Αυτό επέφερε την δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος, συνέπεσαν και οι δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις και η έκρηξη της ανεργίας και όλο αυτό το ρεύμα δυσαρέσκειας με την πολιτική, τα κόμματα και το σύστημα, ήρθε να το εκμεταλλευτεί η άκρα δεξιά, που μέχρι τότε ήταν ανύπαρκτη, καχεκτική, χωρίς καμιά αξιοπιστία. Σε μερικές μάλιστα χώρες, όπως οι σκανδιναβικές, εμφανίστηκε εκ του μηδενός, εκμεταλλεύτηκε το κλίμα δυσαρέσκειας, επένδυσε σε αυτό και βρήκε απήχηση».

Όπως αναλύει «η δυσαρέσκεια ξεκίνησε, ως δυσαρέσκεια με το σύστημα. Η άκρα δεξιά εμφανίζεται ως αντισυστημική, αντικομματική. Η μετανάστευση δεν θεματοποιήθηκε αμέσως μετά, αλλά σταδιακά μπήκε ως διακύβευμα στην πολιτική ατζέντα στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 1980, ως ένα οικονομικό διακύβευμα, όχι με πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά με το σύνθημα «οι μετανάστες μας παίρνουν τις δουλειές μας».

Ταυτόχρονα εξηγεί ότι «δειλά-δειλά γίνεται ένα πολιτικό ζήτημα και πλέον καταλαμβάνεται η μετανάστευση από το χώρο της άκρας δεξιάς τη δεκαετία του 1990. Μία δεκαετία μετά, στις αρχές του 2000, μπαίνει το ζήτημα όχι γενικά για τους μετανάστες, αλλά για τους μουσουλμάνους μετανάστες. Αυτό το βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά στην Ελβετία με τις γνωστές αφίσες όπου ο ξένος είναι μουσουλμάνος.

Και στην Νορβηγία το βλέπουμε, όπου ο μουσουλμάνος είναι όχι απλώς ο εγκληματίας, αλλά ο τρομοκράτης. Υπάρχει μία περίφημη φράση του πρώην αρχηγού του νορβηγικού κόμματος της Προόδου του Καρλ Χάαγκεν, που στα μέσα του 2000 είχε πει “δεν λέω ότι όλοι οι μουσουλμάνοι είναι τρομοκράτες, αλλά είναι γεγονός ότι όλοι οι τρομοκράτες είναι μουσουλμάνοι”».

Αυτό που η ίδια τελικά, με την έρευνά της, διαπίστωσε είναι «μία σταδιακή μετατόπιση». Όπως εξηγεί, αρχικά η μετανάστευση έχει οικονομικό υπόβαθρο, στη συνέχεια απόκτησε ένα εθνικοπολιτισμικό και ακολούθως εξειδικεύεται, γιατί είναι το Ισλάμ και ο μουσουλμάνος «ο κακός», ο μη δυνάμενος να αφομοιωθεί, ο εγκληματίας, ο τρομοκράτης.

«Πολιτικό διακύβευμα» η μετανάστευση στην Ελλάδα

Αναφορικά με την Ελλάδα παρατηρεί ότι «η μετανάστευση έχει γίνει ένα δημόσιο ζήτημα, ένα πολιτικό διακύβευμα. Ρατσισμός και ξενοφοβία υπάρχει και σε ανθρώπους που δεν βλέπουν τον μετανάστη δίπλα τους. Υπάρχει εξάλλου στην βιβλιογραφία σαν υπόθεση εργασίας το φαινόμενο της στεφάνης, ότι δηλαδή όταν έρχεσαι κοντά στους μετανάστες η προκατάληψη μπορεί να περιοριστεί, γιατί βλέπεις ότι ο μετανάστης είναι ένας άνθρωπος που πηγαίνει στην δουλειά του σαν κι εσένα, σαν κι εμένα, σαν όλους κι έτσι μία προϋπάρχουσα προκατάληψη μπορεί και να εξαφανιστεί».

Στην έρευνα πάντως που διεξάγει η ομάδα των πανεπιστημιακών προσδοκά να συμπεριλάβει στο δείγμα της και ένα δείγμα μεταναστευτικού πληθυσμού για να μπορέσει να εξάγει και κάποια επιπλέον συμπεράσματα.

Απαντώντας η κ. Γεωργιάδου, για το πώς βλέπει μακροπρόθεσμα να εξελίσσονται τα πράγματα, τονίζει ότι «αν με ρωτούσατε πριν ένα χρόνο θα κατέτασσα τον εαυτό μου σε αυτούς που είναι κάπως ψύχραιμοι και όχι σε εκείνους που έχουν την αίσθηση κάποιας απειλής. Νομίζω, όμως, ότι τα πράγματα είναι κάπως πιο σοβαρά. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μία ένταση, που διαπιστώνεται να υπάρχει μέσα σε μία μερίδα κατοίκων του κέντρου. Υπάρχει ένα κλίμα γενικά εναντίον των θεσμών και της πολιτικής».

«Οι εκφραστές των εναντιωματικών απόψεων έχουν μία προνομιακή πρόσβαση στα κυρίαρχα ΜΜΕ, στον σοβαρό Tύπο. Με μεγάλη ευκολία αρθρογράφοι καταθέτουν απόψεις αντιθεσμικές, αντιπολιτικές. Υπάρχει ένα φλερτ με τον εξτρεμισμό, που με κάνει πολύ σκεπτική. Είναι και η συγκυρία αρνητική, τα οικονομικά δεδομένα είναι πολύ άσχημα, ένα τμήμα του πληθυσμού περνά πραγματικά δύσκολα. Όταν περνά κανείς δύσκολα αναζητά αιτίες και εξιλαστήρια θύματα. Πολλοί εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διανοούμενοι και πολιτικοί είναι πρόθυμοι να υποδείξουν εξιλαστήρια θύματα. Κι όμως ο ρόλος μας δεν είναι να δημιουργούμε εχθρικές εικόνες, είναι να αναλύουμε και να εξηγούμε».

Τέλος, διευκρινίζει ότι «πολλοί, αυτή την περίοδο, είναι πρόθυμοι να βρουν τους υποτιθέμενους ενόχους. Η υπόδειξη ενόχων προσλαμβάνεται από ένα τμήμα του πληθυσμού, το πιο αδύναμο, με ανακούφιση, γιατί τους δίνει μία απάντηση στο τι φταίει που χάσαμε τις δουλειές μας και που περνάμε δύσκολα».