Τη συμπεριφορά του καταναλωτή και μερικούς από τους 64 κανόνες που αφορούν το φαγητό αναλύει ο συγγραφέας των βιβλίων «The Omnivore’s Dilemma» και «In Defense of Food». Ακόμα, μιλώντας στο Democracy Now αναφέρεται στη σχέση μεταξύ υγείας και διατροφής, τους κινδύνους των επεξεργασμένων τροφίμων, το διατροφικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, με μεγαλύτερο παράδειγμα την καμπάνια για τα προϊόντα με χαμηλά λιπαρά και την υγεία που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70, καθώς στον αντίκτυπο της βιομηχανικής γεωργίας στην υπερθέρμανση του πλανήτη.

Ads

«Ο τρόπος που τρώμε έχει αλλάξει τα τελευταία 50 χρόνια. Τα σύγχρονα σούπερ μάρκετ διαθέτουν κατά μέσο όρο 47.000 προϊόντα ενώ ο καταναλωτής δεν θέλει να γνωρίζει την αλήθεια για το τι τρώει, γιατί τότε ίσως και να μην ήθελε να το καταναλώσει», λέει ο Michael Pollan, δημοσιογράφος και καθηγητής περιβαλλοντικής επιστήμης και δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Berkeley, της Καλιφόρνια.

Επομένως τι μπορεί να κάνει ένας καταναλωτής; Τι μπορεί να φάει και τι μπορεί να αγοράσει; Σύμφωνα με τον Michael Pollan, οι κανόνες που διέπουν την συμπεριφορά του καταναλωτή είναι 64 και αποτελούν το απόσταγμα δημοσιογραφικής έρευνας που διενέργησε ο ίδιος τα τελευταία 10 χρόνια. Η συμβουλή του είναι «τρώτε, όχι πολύ όμως και κυρίως λαχανικά. Ολόκληρο το οικοδόμημα της διατροφικής επιστήμης είναι στηριγμένο σ’ αυτό, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πιο εύκολο να το λέμε παρά να το κάνουμε».

Η διατροφική επιστήμη είναι μια αρκετά πρόσφατη επιστήμη κάτι το οποίο λειτουργεί υπέρ της βιομηχανίας τροφίμων, η οποία σπεύδει σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιήσει κάθε νέα πληροφορία που προστίθεται στον τομέα αυτό. Πρόκειται για το διατροφικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, με μεγαλύτερο παράδειγμα την καμπάνια για τα προϊόντα με χαμηλά λιπαρά και την υγεία που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70, υπό τον γερουσιαστή George McGovern, που διετέλεσε και πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής για τη διατροφή.

Ads

Όπως σχολιάζει ο Μichael Pollan : «Νόμιζαν πως έκαναν κάτι καλό, όταν έλεγαν στους ανθρώπους να τρώνε λιγότερα λιπαρά και να μειώσουν τα κορεσμένα λιπαρά, κάτι το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την βιομηχανία και μετατράπηκε σε έναν πολύ έξυπνο τρόπο για την παραγωγή νέων τροφίμων. Έτσι αναδιαμορφώθηκε το σύνολο της προμήθειας τροφίμων ώστε να έχουν λιγότερο λίπος αλλά περισσότερους υδατάνθρακες. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι καταναλωτές προτιμούσαν αυτά τα προϊόντα».

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, από την μέρα που ξεκίνησε η εκστρατεία για τα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά προϊόντα, έχουμε γίνει κατά μέσο όρο 18 κιλά βαρύτεροι. Ο λόγος για τον οποίο δεν λειτούργησε η καμπάνια αυτή μπορεί να οφείλεται σε δύο λόγους: O πρώτος μπορεί να είναι πως η θεωρία για το λίπος ήταν λανθασμένη και η δεύτερη πως κάθε φορά που δαιμονοποιείται ένα θρεπτικό συστατικό, ουσιαστικά δίνεται η ελευθερία και το μήνυμα «τρώτε περισσότερο» από κάποιο άλλο.

Tον τελευταίο αιώνα είναι πραγματικότητα πως τρώμε διαφορετικά, αλλαγή στην οποία δραστικό ρόλο διαδραμάτισε η συνακόλουθη τεχνολογική, βιομηχανική και κοινωνική εξέλιξη. Όπως εξηγεί ο Pollan: «Τα αίτια μπορούν να εντοπιστούν και στο επιχειρηματικό μοντέλο της βιομηχανίας τροφίμων, που λειτουργεί στη βάση των γεωργικών προϊόντων, το καλαμπόκι, τη σόγια και το σιτάρι, των οποίων η τιμή είναι μονίμως σε πτώση. Ο τρόπος για να βγάλεις χρήματα από μια τέτοια οικονομία είναι η προσθήκη αξίας. Έτσι, για παράδειγμα, μια πατάτα κοστίζει 69 σεντς ανά λίβρα, αλλά τα πατατάκια 10,37 δολάρια η λίβρα. Προστίθεται αξία απλά με τον τεμαχισμό, το τηγάνισμα σε λάδι και την πώληση σε μια καλαίσθητη συσκευασία».

«Το πρόβλημα συνεπώς είναι, ότι όσο περισσότερο περιπλέκονται τα τρόφιμα τόσο λιγότερο υγιεινά καταλήγουν να είναι, αφού όσο μεγαλύτερη είναι η διαδικασία στην οποία υποβάλλονται τόσο μειώνεται η θρεπτική τους αξία. Επιπλέον, και μετά την είσοδο των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και την μείωση των μισθών, τα φθηνά και επεξεργασμένα τρόφιμα έχουν καταστεί ακαταμάχητα στους καταναλωτές», συμπληρώνει ο ίδιος.

Όπως επισημαίνεται, τα κέρδη της βιομηχανίας υγειονομικής περίθαλψης εξαρτώνται από την ασθένεια του πληθυσμού. Σύμφωνα με τον Michael Poll αυτή είναι μια ιδιαίτερα συμφέρουσα κατάσταση και για τους δύο κλάδους, η οποία μπορεί να σταματήσει μόνο με την κατάλληλη εκπαίδευση των πολιτών, κάτι το οποίο κανένας δεν θα υποστηρίξει προς στιγμή, αλλά «όπως ο ασφαλιστικός κλάδος της υγείας τάχθηκε κατά του καπνίσματος, επειδή είχε όφελος από αυτό, ίσως θα μπορέσει να φανεί κάποια αλλαγή και στο επίπεδο της διατροφής».

Τι συνδέει όμως την διατροφή και τη γεωργία σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη; Πρόσφατα, στην Σύνοδο Κορυφής για το κλίμα που πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη, ειπώθηκε πως η μείωση της κατανάλωσης κρέατος θα οδηγούσε σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η παραγωγή και το σύστημα τροφίμων, σε γενικές γραμμές, είναι βασικά ο μεγαλύτερος παραγωγός αερίων του θερμοκηπίου, μια κατάσταση και διαδικασία πολυεπίπεδη. Δεν αφορά μόνο τη μεταφορά αλλά και την παραγωγή και τον εξοπλισμό που είναι αναγκαίος.

Ένας από τους κανόνες του βιβλίου του Michael Pollan, Food Rules: An Eater’s Manual, για μια πιο υγιεινή διατροφή, συμβουλεύει: «Φάτε όσο πρόχειρο φαγητό θέλετε, αρκεί να το μαγειρεύεται εσείς οι ίδιοι». Στην πράξη αυτό σημαίνει πως, αν για παράδειγμα σας αρέσουν οι τηγανητές πατάτες, είναι προτιμότερο να τις ετοιμάζετε εσείς οι ίδιοι από το να τις αγοράζετε έτοιμες. Μόνο η διαδικασία παρασκευής τους θα σας αποθαρρύνει από το να το κάνετε συχνά μ’ αποτέλεσμα να τρώτε τελικά τις κατάλληλες ποσότητες. Επιπλέον και πάντα βάσει του εγχειριδίου του προτείνει την μη κατανάλωση τροφίμων με συντηρητικά και πρόσθετα χρώματα ή αρώματα, ενώ για να αποφύγουμε την υπερφαγία καλό είναι να τρώμε πάντα σε τραπέζι, και όχι στο πόδι όπως προστάζουν οι σύγχρονοι ρυθμοί και ποτέ μόνοι μας.

Πηγή: Democracy Now