Εκατόν εξήντα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο Guy de Maupassant αντίκρισε για πρώτη φορά το φως της Νορμανδίας, για να το απαρνηθεί οριστικά 43 χρόνια μετά, το 1893.

Ads

Ο σημαντικός διηγηματογράφος του 19ου αι. γεννήθηκε στις 5 Αυγούστου 1950 και στράφηκε στη λογοτεχνία από τον οικογενειακό του φίλο Gustav Flaubert. Γρήγορα εξελίχτηκε σ` έναν από τους άριστους εκπροσώπους της νατουραλιστικής πεζογραφίας στη Γαλλία. Ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Βοκάκιος, επηρεάστηκε από τα κείμενα του Edgar Allan Poe και σημάδεψε συγγραφείς όπως τον H. James, τον J. Conrad, ακόμη και τον Luigi Pirandello.

Η ρεαλιστική απεικόνιση του ιστορικού περιβάλλοντος της σκοτεινής και διεφθαρμένης αστικής γαλλικής κοινωνίας προσκαλεί τον αναγνώστη να βυθιστεί στην σκανδαλώδη ηθογραφία της εποχής. Ο Μοπασάν και οι ιστορίες του μας ταξιδεύουν από τις απόκρημνες ακτές της Νορμανδίας ως το φωτεινό Νότο: εικόνες από έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις, όπου τα αισθήματα χλευάζονται, η τρυφερότητα και η αγάπη γίνονται αντικείμενο σαρκασμού, οι ελπίδες λεηλατούνται κι ο άνθρωπος γίνεται λύκος, έτοιμος να σκοτώσει ή να σκοτωθεί. Ο Τολστόι, που έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στην υποβλητικότητα και την ειλικρίνεια της γραφής του, σε ένα δοκίμιο που έγραψε μετά τον θάνατό του Μοπασάν, τον εγκαλεί ακριβώς για την αποτυχία του να μεταδώσει ορθά ηθικά αισθήματα, να διακρίνει το καλό από το κακό.

Η καυστική του τοποθέτηση απέναντι στον καθωσπρεπισμό, στα ήθη, στη θρησκεία και στο νοσηρό πολιτισμό κυριαρχούν στα «αντι-ανθρωπιστικά» έργα του, αφού το τέλος τους ήθελε πάντα το κακό να κυριαρχεί και τελικά να επιβεβαιώνεται ο νόμος του ισχυρότερου μέσα από την επικράτηση του ατομικού συμφέροντος των ηρώων.

Ads

Επισήμαινε ότι στην πραγματικότητα η κινητήριος δύναμη του αστικού πολιτισμού είναι τα όνειρα της κοινωνικής ανόδου και της ατομικής ιδιοκτησίας ενώ η θρησκεία και η ηθική είναι απλώς συνθήματα. Ανίχνευε τα αστικά συμφέροντα ακόμα και στην καρδιά της πολιτικής, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ζούμε υπό τη βασιλεία της δωροδοκίας των δημόσιων λειτουργών, μέσα στο βασίλειο της εύκολης συνείδησης, γονατισμένοι μπροστά στους μεγιστάνες».

Ο Μοπασάν είχε εντρυφήσει αρκετά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη σύγχρονη πραγματικότητα ώστε να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας, κερδίζοντας μεγάλη φήμη και υψηλές αποδοχές. Τα έργα του γίνονταν ανάρπαστα και γνώρισαν πολλές ανατυπώσεις. Ο ίδιος γλέντησε τη ζωή του ως διασημότητα, δίχως δεσμεύσεις και περιορισμούς, με κότερα, επαύλεις, εναλλασσόμενες γυναίκες και νόθα παιδιά, ενώ παράλληλα απορροφούσε εντυπώσεις και περιστατικά για να τροφοδοτήσει την πένα του. Όμως, ο ξέφρενος ρυθμός ζωής του, το οικογενειακό ιστορικό νευροπάθειας και η σύφιλη, δεν άργησαν να τον εξουθενώσουν και να τον στείλουν παράφρονα και με αυτοκτονικές τάσεις στο άσυλο ανιάτων, όπου πέθανε ενάμιση χρόνο μετά. Σε ηλικία σαράντα τριών ετών είχε ήδη προλάβει να συγγράψει περίπου τριακόσια διηγήματα, έξι μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα, ταξιδιωτικά βιβλία και πολυάριθμα χρονογραφήματα και κριτικές.