Το πρώτο που θα προσέξει κανείς όταν θα πιάσει στα χέρια του αυτό το βιβλίο είναι, αναπόφευκτα, ο τίτλος: Η τελική λήθη (δε φάιναλ θολούθιον), ένας τίτλος τουλάχιστον περίεργος. Καθώς θα πλησιάζει, όμως, προς το τέλος του θα έχει πειστεί ότι αυτός ο τίτλος, που ειρωνεύεται ακόμα και την ικανότητά του να τιτλοφορήσει οτιδήποτε, ταιριάζει απόλυτα στο βιβλίο που διάβασε.

Ads

Η τελική λήθη (δε φάιναλ θολούθιον), λοιπόν, ή με άλλα λόγια η περιγραφή μιας προσωπικής καταστροφής, δοσμένη με εκρηκτικό χιούμορ και γενναίες δόσεις σαρκασμού. Το βιβλίο αυτό δεν παραμένει, όμως, απλώς μια περιγραφή ή μια εξιστόρηση γεγονότων και συναισθημάτων, αλλά γίνεται η δίοδος μέσω της οποίας ο αναγνώστης μπαίνει στη ζωή και το μυαλό ενός «μέσου όρου», ενός άντρα γύρω στα 30, καθ’ όλα αποτυχημένου, που περνάει την κρίση μέσης ηλικίας. Ο «ήρωας» του βιβλίου είναι ένας τύπος που δεν έχει καταφέρει κάτι που θα τον έκανε να ξεχωρίσει, παρότι πολύ θα το ήθελε (και ίσως και να το προσπάθησε). Μέσα από τη γραφή του Κωστάκη Ανάν αυτός ο τύπος, αυτός ο «μέσος όρος», μιλάει για τον εαυτό του, τη ζωή του, τις μύχιες σκέψεις και τις κρυφές επιθυμίες του. Εκμυστηρεύεται προσωπικές του στιγμές και ανομολόγητες παραδοχές που τον κάνουν να ντρέπεται, όπως ότι μια μέρα αρνήθηκε να πάει για φαγητό μετά τη δουλειά με έναν συνάδελφό του γιατί ήθελε να γυρίσει σπίτι, δεδομένου ότι «η εκπομπή “Κωλάντερο” είχε συνέντευξη με τον δεξί αστράγαλο της Άννας Κόντα».

Αυτός ο μέσος όρος ζει «κανονικά», συνεπής στις υποχρεώσεις που του εξασφαλίζουν την επιβίωση. Είναι ο τύπος που δυσκολεύεται με τις γυναίκες, παραγγέλνει πίτσα μετά τη δουλειά και ακολουθεί όποιον του δώσει την ψευδαίσθηση ότι θα τον μεταμορφώσει σε κάτι ξεχωριστό. Μέσα του τριγυρνάνε σκέψεις σοβαρές και σκέψεις γελοίες, παρορμήσεις με στόχο τον εξευτελισμό των γύρω του αλλά και του εαυτού του. Το μυαλό του μοιάζει με στρόβιλο που γυρίζει γύρω από ερωτήματα όπως εάν «η Ποκαχόντας είναι όνομα η μετοχή» και εάν «ο Δανίκας στα Νέα γελάει ή μήπως σφίγγεται για να κλάσει», για να ακολουθήσουν αποφθεγματικές διαπιστώσεις για τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, όπως ότι «οι άνθρωποι δε γεννάνε παιδιά αλλά άλλοθι για το βούλιαγμά τους στο τέλμα».

Η χειμαρρώδης γραφή του Κωστάκη Ανάν προκαλεί αβίαστο γέλιο, όχι το συμπαθητικό μειδίαμα που συνοδεύεται με ένα επιδοκιμαστικό νεύμα, αλλά δυνατό και αυθόρμητο γέλιο. Γιατί ο Κωστάκης Ανάν δεν είναι συμπαθητικός, κάθε άλλο. Ο εκρηκτικός και σαρκαστικός του λόγος, γεμάτος κυνισμό και αποστασιοποίηση φέρει, όμως, και μια ματιά που δηλώνει συμμετοχή. Η σκέψη του «ήρωα» εκφράζει συχνά παρορμήσεις παιδικές, μα την αφέλεια αυτή ακολουθεί ισχυρός κυνισμός, συνοδευόμενος από γενναίες δόσεις αυτοσαρκασμού, ενώ ο Κωστάκης Ανάν δεν σταματάει να ανατρέπει παίζοντας ακόμα και τα πιο σοβαρά ή σοβαροφανή του αποφθέγματα. Πρόκειται για ένα κείμενο-απενοχοποίηση της μιζέριας και της αποτυχίας στον κόσμο της υποχρεωτικής χαράς και της υπερβολικής ευτυχίας. Η ακαταμάχητη γραφή και το πικρό χιούμορ συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο ευτελίζει τη ρουτίνα κοιτώντας την όμως με συμπάθεια και κλείνοντάς μας το μάτι, αφού ξέρει ότι σε κάποια σημεία είδαμε και κάτι δικό μας σε όσα διαβάσαμε.

Ads

Η τελική λήθη (δε φάιναλ θολούθιον), το δεύτερο βιβλίο του Κωστάκη Ανάν, μετά το Ύστερα ήρθες και μ’ έλυσες, αποτελείται από 11 αυτόνομες ιστορίες που είχαν δημοσιευτεί σε συνέχειες στο περιοδικό Βαβέλ και συνθέτουν εδώ, με ελάχιστες αλλαγές και διορθώσεις, ένα ενιαίο κείμενο. Συνοδεύονται από σκίτσα του sotou anagnou σε έναν εξαιρετικά επιτυχημένο συνδυασμό κειμένου και εικόνας, σαν τα σκίτσα να σχολιάζουν τα λεγόμενα του συγγραφέα μορφοποιώντας τα με τον πιο επιτυχημένο τρόπο αλλά και σαν το κείμενο να γράφτηκε για να ταιριάξει στα συγκεκριμένα σκίτσα.

Ο Κωστάκης Ανάν καταφέρνει να συνδέσει με τρόπο μοναδικό την κωμωδία με την κατάθλιψη, φτάνοντας σε πολλά σημεία στα όρια του εφιάλτη και προσφέροντάς μας μια πρωτότυπη και δυνατή περιγραφή της νεοελληνικής πραγματικότητας. Στο πλαίσιο της πραγματικότητας αυτής η γραφή του μπορεί να ερμηνευτεί ως παρότρυνση να είμαστε λίγο πιο αστείοι στην καθημερινότητά μας και να μην παίρνουμε τον εαυτό μας και το προσωπικό μας δράμα τόσο σοβαρά.

Ελίζα Παναγιωτάτου