Όταν είναι ξεκάθαρος ο σκοπός της συνομιλίας και το κριτήριο για τη στιγμή που θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση, το επόμενο ερώτημα είναι το εξής: Τι λέμε στο παιδί για την κρίση; Η απάντηση έχει δύο βασικές πτυχές, που και οι δύο απαιτούν την εμπειρία και τη γνώση των μεγάλων προκειμένου να γίνουν κτήμα του παιδιού κατά τρόπο εποικοδομητικό:

Ads

Α) Το πρώτο που χρειάζεται να κατανοήσει το παιδί, είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο σκληρό, άνισο και άδικο – κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα.

Προφανώς, η οικογενειακή ιδεολογία θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη χροιά που θα δοθεί σ’ αυτή την πυρηνική περιγραφή της πραγματικότητας*.

Ωστόσο, η ουσία αυτή πρέπει να μεταδοθεί στο παιδί –υπερβαίνοντας τον καλοπροαίρετο ίσως (ή και προστατευτικό για τους χειμαζόμενους γονείς) πειρασμό: «να προστατέψουμε το παιδί από τη σκληρή πραγματικότητα»:

Ads

Καθώς καταρρέουν υλικοί, φαντασιακοί και συμβολικοί όροι της γενικής αυταπάτης, η απόπειρα εξωπραγματικής προστασίας στις αγκάλες μιας ακόμη ανυπόστατης μυθοπλασίας θα έχει μάλλον βαρύ κόστος: Να φας τα μούτρα σου στην όντως σκληρή πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια: Η πυρηνική αυτή αλήθεια πρέπει να μεταδοθεί στο παιδί όχι μόνο επειδή είναι αλήθεια – η πιο δυσβάσταχτη αλήθεια, εκείνη που ζούμε όσο κι αν την ξορκίζουμε και δεν θέλουμε να τη δούμε ολόκληρη.

Αλλά, κυρίως, επειδή, χωρίς αίσθηση της θεμελιακής λογικής του συστήματος, τα παιδιά (και οι μεγάλοι…) κινδυνεύουν να χαθούν σε μια αίσθηση και παράσταση του κόσμου διπλά επικίνδυνη. Που θα είναι, δηλαδή, όχι μόνο εξωπραγματική, άρα ολισθηρή, απατηλή, οδηγός σε εσφαλμένες επιλογές – αφού με λάθος χάρτη το πιο πιθανό είναι να χάσεις τον δρόμο.

Αλλά και, κάτω από τα δυσάρεστα πλήγματα της εμπειρίας και της διάψευσης των παραμυθιών, γεμάτη διωκτικά και καταθλιπτικά βιώματα, αισθήματα και σενάρια.

Που συνθλίβουν την ψυχή  καταπλακώνοντάς την με αγωνίες, φθόνο, ντροπή, οργή και θυμό ενάντια σε εχθρούς και φίλους (ακόμη κι ενάντια στον ίδιο τον εαυτό σου),  ακρωτηριασμένη αυτοεκτίμηση, θλίψη… μέχρι και συμπεριφορές αυτοκαταστροφής, που στο παιδί μπορεί να πάρουν τη μορφή της σχολικής αποτυχίας, του μπλεξίματος σε κακές παρέες, της τσαλαβούτας σε ουσίες, της παραβατικότητας και της βίας κ.τ.ό.
 
Β) Το δεύτερο που χρειάζεται να δει και να πιστέψει το παιδί είναι ότι, απέναντι σ’ αυτόν τον σκληρό, άνισο και άδικο κόσμο, αντίδοτο υπάρχει.

Και πάλι, η οικογενειακή ιδεολογία θα επικαθορίσει τον τρόπο που θα περιγραφεί αυτό το αντίδοτο: Άλλοι θα προσθέσουν τη διάσταση της πολιτικής, κοινωνικής, νοοτροπικής ή ηθικής μεταβολής του συνόλου. Άλλοι θα πουν ότι τα πάντα είναι θέμα προσωπικής πορείας, ανεξάρτητα από την πίεση των περιστάσεων. Και τα λοιπά.

Ωστόσο, ένα πράγμα είναι φανερό: Πέρα από ευρύτερες θεωρήσεις, υπάρχει αντίδοτο στην κρίση στο επίπεδο της προσωπικής στάσης και λειτουργίας κάθε ανθρώπου, είτε μεγάλος είναι είτε παιδί. Κι αυτό το αντίδοτο ισχύει σε όλες τις συνθήκες όπου οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με την αντιξοότητα.

Το εν λόγω αντίδοτο δεν είναι καρπός προσωπικού διαλογισμού και αυτοσχεδιασμού, αλλά της ιστορικής εμπειρίας.

Πράγματι, ο ελληνικός λαός έχει μακρότατη εμπειρία αντιμετώπισης της αντιξοότητας, επιβίωσης μέσα σε ακραία δυσμενείς συνθήκες και υπέρβασης της δοκιμασίας, συχνά με όρους λύτρωσης και συλλογικής αναβάθμισης της ύπαρξης. ( Η Γερμανική Κατοχή και η Εθνική Αντίσταση αποτελούν κορυφαία σύνοψη αυτής της διεργασίας.)

Η ιστορική εμπειρία, λοιπόν, είναι αυτή που έχει εξοπλίσει τους Έλληνες με βαθιά και ισχυρή τεχνογνωσία του αντεπεξέρχεσθαι στην αντιξοότητα.

Τα βασικά κλειδιά της είναι τρία: Ανθρώπινη σχέση, υπαρξιακή αίσθηση του χρόνου, επινοητικότητα. Κι επειδή η αξία τους είναι ανεκτίμητη, καλό είναι να πούμε δυο λόγια περισσότερα γι’ αυτά τα ζωτικά κλειδιά, έτσι όπως έχουν προκύψει σαν καταστάλαγμα της εμπειρίας στην ελληνική παράδοση και κουλτούρα. […]

* Για παράδειγμα, άλλη είναι η αίσθηση των πραγμάτων ως προς τη σκληρότητα, ανισότητα και αδικία του κόσμου μας αν οι γονείς έχουν υποστεί δραματικές απώλειες σε εισοδήματα, περιουσιακά στοιχεία ή τη δουλειά τους, και βλέπουν αυτό που συμβαίνει στο φώς μιας κριτικής του κοινωνικού συστήματος γύρω από θέματα αλληλεγγύης, ισότητας, κοινωνικής πρόνοιας κ.τ.ό.

Και άλλη αν πρόκειται για οικογένειες όπου οι απώλειες προσλαμβάνονται ως επικύρωση της ιδέας ότι ο κόσμος είναι και δεν μπορεί ή δεν πρέπει παρά να είναι μια ζούγκλα, μια δαρβινική  αρένα όπου αλληλομάχονται και αλληλοτρώγονται «ικανοί» και «ανίκανοι» και όπου επιβιώνουν μόνο όσοι τηρούν αποτελεσματικά το αξίωμα «φάτους για να μη σε φάνε!»

[…] Οι ψυχές των ανθρώπων βλέπουν σαστισμένες, ό,τι θεωρούσαν δεδομένο ως παρόν και ό,τι προσδοκούσαν από το μέλλον, να σωριάζονται. Νιώθουν ανήμπορες να συλλάβουν τη φύση, την έκταση και την εξέλιξη του κακού που τις έχει βρει.

Ανίκανες ν’ αποχαιρετήσουν ό,τι αγκάλιαζαν και πάνω του στηρίζονταν και τώρα χάνεται. Ανίκανες και να βρουν πού να σταθούν-να κρατηθούν για να τα βγάλουν πέρα με τις απειλές που ελλοχεύουν παντού −ιδίως με κάποιες απ’ αυτές που δεν έχουν στ’ αλήθεια μορφή σαφή, αντιληπτή και λογική, αλλά σέρνονται γύρω και μέσα τους σαν τον μπαμπούλα.

Ο χρόνος της ψυχής έχει χάσει την επαφή του με τον χρόνο της ιστορίας, κι απλά σέρνεται δίχως πυξίδα όπου φυσούν οι άνεμοι – οι αταίριαστοι μεταξύ τους άνεμοι της προσωπικής οδύνης και απορίας, της συλλογικής αποδιάρθρωσης και αμηχανίας, της προπαγανδιστικής καταιγίδας και σοφιστείας, της εξάχνωσης των αναφορών και της καταβύθισης των στηριγμάτων σε κινούμενη άμμο.

Μέσα σ’ αυτή την κακόφωνη, κακοφορμισμένη, κακοήθη και (για όσους έχουν το κουράγιο να το δούνε κι έτσι) κακόγουστη σκηνοθεσία μιας εικονικής πραγματικότητας, με έντονη μια αίσθηση κανιβαλισμού και βαμπιρισμού, σκέψη και συναίσθημα μοιάζουν να αιμορραγούν, να χάνουν την ενέργειά τους και τον προσανατολισμό τους, να παθητικοποιούνται, να λιμνάζουν. Να μουδιάζουν.

Η ζωή εν κρίσει όλο και πιο έντονα μοιάζει με ζωή εν τάφω –δίχως σοβαρή ελπίδα ανάστασης. Ή, λιγότερο μεταφορικά, θυμίζει ένα όνειρο που ίσως το ‘χει δει κάθε άνθρωπος:

Να βρίσκεσαι, λέει, μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο· να πρέπει να τρέξεις να ξεφύγεις ή να ορμήσεις να παλέψεις· και να μην μπορείς να κινηθείς –ή οι κινήσεις σου να είναι βραδύτατες, ανολοκλήρωτες, ανίκανες να σε προφυλάξουν και να σε γλυτώσουν από την απειλή· και να βρίσκεσαι κολλημένος σ’ αυτόν τον κολασμένο τόπο, πνιγμένος από συναισθήματα ακατέργαστα, σχεδόν ακατονόμαστα, εξοντωτικά, εφιαλτικά.
 

(Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του ψυχαναλυτή, ψυχίατρου και συγγραφέα Νίκου Σιδέρη, Μιλώ για την κρίση με το παιδί, Εκδόσεις Μεταίχμιο)
image

Η κρίση είναι για όλους, μεγάλους και μικρούς, δοκιμασία. Υλική και ψυχική. Ιδιαίτερα μέσα στην καταιγίδα, το παιδί περιμένει από τους μεγάλους να του παράσχουν ασπίδα και χάρτη. Προστασία και προσανατολισμό. Ομπρέλα και λόγια. Να σταθούν πλάι του και να μιλήσουν μαζί του.

Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της συνομιλίας; Πότε θα μιλήσει ο μεγάλος στο παιδί για την κρίση; Τι θα του πει; Και, το σπουδαιότερο, πώς θα του μιλήσει;

Ο Νίκος Σιδέρης προσεγγίζει αυτά τα ερωτήματα με τρόπο κατανοητό και άμεσα εφαρμόσιμο στην πράξη. Οι απαντήσεις του βασίζονται σε διεισδυτικές αναλύσεις των ψυχολογικών πτυχών της κρίσης και σε βαθιά γνώση του κόσμου των παιδιών. Παρέχοντας  πολύτιμα εργαλεία σε γονείς, δασκάλους, παιδαγωγούς, αλλά και σε κάθε μεγάλο που έχει ζωτική σχέση με το παιδί ή ευθύνη για την εξέλιξή του:

ειδικούς ψυχικής υγείας, κοινωνικούς λειτουργούς, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, συγγραφείς βιβλίων για παιδιά… Βοηθώντας τους να μιλήσουν με το παιδί κατά τρόπο που προστατεύει τον ψυχικό του κόσμο από τα πλήγματα και τις απειλές και μετουσιώνει τη δοκιμασία σε πολύτιμα μαθήματα ζωής. Ενώ ταυτόχρονα παρέχει σε  κάθε σκεπτόμενο πολίτη, τροφή για σκέψη και βαθύτερη κατανόηση των ανθρώπινων πλευρών και των ψυχολογικών μηχανισμών της κρίσης.

Συμβάλλοντας στο να μετατραπούν οι εμπειρίες της αντιξοότητας σε πλαίσιο αναβάθμισης για όλους: Τα παιδιά, τους μεγάλους, την κοινωνία και τον πολιτισμό μας.