Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ads

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα εγώ ή εκείνος;
 
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;
 
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.
 
Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.
 
«Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί.»
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
 
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
όσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.
 
Και λέω πως είμαι ακέραιος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτέ, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.
 
Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δ’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

(*Ζωή Καρέλλη, Η άνθρωπος, Τα Ποιήματα, ΙΙ, σσ. 123-24)

Ads

[…] Μεταφράζοντας τον παραδοσιακό ρόλο της μητρότητας, η ποιήτρια ως «μαμή» πρέπει να μεταμορφώσει τη (μητρική) γονιμότητα σε (γυναικεία) δημιουργικότητα, παλεύοντας με το πρόβλημα του να δώσει διέξοδο σε μια πράξη της φαντασίας που είναι κοινωνικά επιλήψιμη και ψυχολογικά αφόρητη.
 
Η ίδια η ύπαρξη της Καρέλλη γίνεται το σημείο εκκίνησης για τη φαντασιακή αυτονομία της, ένας ψυχικός και φυσικός τόπος μέσα στον οποίο μπορεί να διαπλαστεί ή να ξαναεφευρεθεί σε νέες φόρμες.
 
Η οργισμένη γυναίκα απαλλάσσεται από την ανάγκη του άντρα να της προσφέρει ψυχική ή πνευματική ολοκλήρωση. Η Καρέλλη σε αυτή τη μεταμόρφωση υπονοεί κάτι σημαντικότερο από μια απλή νοικοκυρίστικη εκδίκηση:

«Συνήθως στην εποχή μου η μόρφωση στα κορίτσια ήταν ένα στόλισμα («με τα πολλά χαρίσματα κεκοσμημένη δεσποινίς»), αλλά σε μένα βρέθηκε να ‘ναι η ψυχή μου αυτό το πράγμα, η οποία ολοένα γίνονταν πιο έντονη. Όχι ότι ο άνδρας μου δεν ήταν άνθρωπος άξιος αγάπης και σεβασμού και εκτίμησης, αλλά υπάρχει ένας χωρισμός.» («Την ελευθερία τη βρήκα στην ποίηση», σ.55)

«Η άνθρωπος» μπορεί να ερμηνευτεί ως μια διακήρυξη της περιθωριοποίησης της γυναίκας, σχολιάζοντας το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν υποφέρει μια έντονη ταπείνωση και στέρηση ως κοινωνικά όντα.

Έχοντας πλήρως συνειδητοποιήσει τον πολιτισμικό ακρωτηριασμό του γυναικείου φύλου, το ποίημα παρουσιάζει μια γυναίκα αποφασισμένη να διεκδικήσει τον τίτλο του «πλήρους ανθρώπου», αποδεικνύοντας ότι η σιωπή της είναι μια «κοινωνική σιωπή».

Αν πέσει η μασκαράτα, παίρνοντας μαζί και τη «θηλυκότητα», τότε τι μένει; -αυτό είναι το ερώτημα για τις «σκεπτόμενες» γυναίκες του εικοστού αιώνα (ποιήτριες, καλλιτέχνιδες, φιλοσόφους).

Όπως επισημαίνεται από τη συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό από μια ομάδα σύγχρονων Ελληνίδων ποιητριών: «Πολύ γρήγορα το θηλυκό ποιητικό υποκείμενο ξεπερνά τη βιολογική του αυτογνωσία, επίσης η ρήξη του με το αντίθετο φύλο δεν μπορεί ν’ αποτελέσει μόνιμη θεματική, όσο βασανιστικό ή οδυνηρό και αν είναι το βίωμα.

Προχωρεί σε κάτι πιο ατομικό και γι’ αυτό πιο πολύτιμο, είναι η συνείδηση πως τούτος ο νεογνός λόγος γεννήθηκε μ’ έναν αρχέγονο τραυματισμό. Δεν υπάρχει γλώσσα μητέρα, δεν υπάρχει παρέκκλιση ή διαφυγή από την παγίδα του αρσενικού γλωσσικού συστήματος.

Οργανώνοντας σε ποιητική ύλη αυτά τα ιδιότυπα άλγη, η γυναίκα μέσα από μια εσώτατη αυτογνωσία καταργεί όλα της τα στερεότυπα» (Παπαδάκη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;, σ. 47)

Διερευνώντας τις καταπιεστικές ιδεολογίες της εποχής της που συντρέχουν στην κατασκευή της «θηλυκής» γυναίκας, η Καρέλλη επεδίωξε να κοινοποιήσει τις συνεχώς εντεινόμενες υποψίες της για τους κώδικες, τις κατηγοριοποιήσεις και τη διαμόρφωση των εννοιών σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.

Έτσι δημιουργεί μια τελετουργική κατάσταση όπου η γυναίκα απαλλάσσεται από τον Θεό – Πατέρα, το Νόμο του, και τη δύναμη που ασκεί πάνω της.
 
Γι’ αυτή τη γυναίκα – ποιήτρια το να γράφει οργισμένα, βίαια ποιήματα αποτελεί ένα αναστάσιμο γεγονός, αναγεννώντας μια ύπαρξη με όλα τα χαρακτηριστικά που είχε διαγράψει ο παλιός της εαυτός.

«Είναι φανερό λοιπόν, πόσο αυτό το ποίημα, πέρα από κάθε κοινή μαρτυρία και διαμαρτυρία, εκφράζει την αγωνία και τον αγώνα της γυναίκας να στηριχτεί και να σταθεί μόνη της μέσα στον εαυτό της και τον κόσμο, με μια συνέπεια όμως που μόνο η βαθύτερη “βάσανος” θα μπορούσε να δικαιώσει.  Και μόνο βάζοντας η Καρέλλη το θηλυκό άρθρο (“η” άνθρωπος) σε αντιπαράθεση με το αρσενικό, θα μπορούσε να δει κανείς αυτή την αντικατάσταση σαν μια δίκαιη αλλά δραματική απόπειρα να εντάξει το θηλυκό γένος μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη πέρα από διαφορές και διακρίσεις των δύο φύλων» (Κέντρου – Αγαθοπούλου, «Η άνθρωπος ή η δραματικότητα μιας εσωτερικής πάλης», σσ. 38-39)

Αφήνοντας πίσω την υποβασθμισμένη και στερημένη γυναίκα, η Καρέλλη φαντασιώνεται μια ξέφρενη μετουσίωση όπου η οργή γίνεται λύτρωση, εξαγνίζοντας όλα τα ψέματα μέσα της.

Η παραδοχή και εκδήλωση θυμού βοηθά την ποιήτρια να απελευθερωθεί και να αυτοπροσδιοριστεί.

Η «άνθρωπος» είναι μια δυναμική γυναίκα και ποιήτρια –ένα ον που εγκυμονεί τη δυνατότητα για πέταγμα και γι’ αυτό είναι ικανή να συντρίψει όλες τις προκαταλήψεις σχετικά με τη «φύση» των γυναικών.

Σε μια στιγμή έκ-στασης και αυτογνωσίας, αποδύεται όλους τους παραδοσιακούς ρόλους και τα κοινωνικά πρότυπα. Μέσα από μια κατάσταση διεκδικητικής επιθετικότητας, η Καρέλλη ανακοινώνει την απόφασή της να εκδυθεί τους πατριαρχικούς μύθους και να εγκαινιάσει μια νέα ζωή.

Η περσόνα του «Η άνθρωπος» δοκιμάζει επιλογές, κατασκευάζει στρατηγικές και ασκεί μια μυθολογία αυτοκαταστροφής και νεκρανάστασης που τελικά ανοίγει νέες δυνατότητες για τη συμβολική πραγμάτωση του γυναικείου φαντασιακού.

Ο αληθινός εαυτός –θετικός, ολοκληρωμένος, αναγεννημένος- συνδυάζεται με την καλλιτεχνική δημιουργικότητα και με μια αυτονομία που είναι εφικτή μόνο αν κανείς δεν προσδιορίζεται σε σχέση με κάποιον άλλο.
 
Όταν η αυθεντική γυναικεία ύπαρξη αναδύεται σε μια αυτοδύναμη αναζήτηση, η ηρωίδα δεν προσδιορίζεται πια σε σχέση με έναν άντρα –και με τους άντρες της ζωής της(Θεό ή σύζυγο).
 
Η άνθρωπος αντιπροσωπεύει το θρίαμβο πάνω κι έξω από τα τυπικά γυναικεία στερεότυπα, διακηρύσσοντας πόσο αυτό επηρεάζει τη δημιουργική της ελευθερία και τον έλεγχο του κόσμου γύρω της.
 
Σωστά, λοιπόν, έχει επισημανθεί ότι:

«Άλλωστε, αν μέσα σ’ ολόκληρο το ποιητικό της έργο χρησιμοποιεί η ποιήτρια, ως γνωστό, το αρσενικό άρθρο, με τη σημασία που θέτει εδώ το θηλυκό, τονίζοντας από την αρχή την ανθρώπινη κι όχι κατ’ ανάγκη τη θηλυκή της υπόσταση, αυτό σημαίνει ήδη ότι τοποθετείται αφ’ εαυτής και εν δυνάμει στις προσβάσεις ενός επίπονου δρόμου κι από κει μέσα χαράζει, μαρτυρώντας, το χώρο της, αποφασισμένη να περάσει σε μια πορεία ολότελα αντίθετη από κείνη της εξαρτώμενης ή ετερόφωτης γυναίκας αλλά του ανθρώπου που οδηγείται συνειδητά στη ζωή» (Κέντρου – Αγαθοπούλου, «Η άνθρωπος ή η δραματικότητα μιας εσωτερικής πάλης», σ.39)

(Απόσπασμα από το βιβλίο Εγώ, η άνθρωπος. Έμφυλες αναζητήσεις στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη, Αικατερίνη Δούκα – Καμπίτογλου, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2012)

Tvxs – Επιμέλεια: Πατούλη Κρυσταλία

image 

Ζωή Καρέλλη (1901-1998)

Η Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου το γένος Πεντζίκη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αδελφός της ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.
 
Ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά το 1944 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου.
 
Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων
το 1935 από τις στήλες του περιοδικού Το 3ο μάτι, όπου δημοσίευσε το πεζογράφημα Διαθέσεις.

Το 1937 πρωτοδημοσίευσε ποίημά της (Φετεπουρσικρί) στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες.

Εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, πέντε θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια, ενώ πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Μακεδονικά Γράμματα, Μορφές, Ο Αιώνας μας, Σημερινά Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Πνευματική Κύπρος, Νέα Πορεία. Υπήρξε μέλος του κύκλου του περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης.

Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.

Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλλιοτ.
 
Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη ποιητική συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα Ποιήματα 1940-1973. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ως το 1981) και της Ακαδημίας Αθηνών (1982).
 
Στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, αποτέλεσμα της δημιουργικής αφομοίωσης της ελληνικής (αρχαίας και νέας) και ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης, κυριαρχούν ο εσωτερικός λόγος και η υπαρξιακή αγωνία, εκφρασμένη στο πλαίσια των συνδυασμών γυναικείας ευαισθησίας και διανόησης, ελληνικότητας και ανθρωπισμού και μιας “ανοίκειας” θεματικής και ποιητικής γραφής.
 

Την προβληματική της ποίησής της μετέφερε και στα θεατρικά της έργα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό της έργο κυρίως γύρω από τη λογοτεχνία και το θέατρο.

 
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ζωής Καρέλλη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Ζωή Καρέλλη», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου. Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Γιαλουράκης Μανώλης, «Καρέλλη Ζωή», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Κεχαγιόγλου Γιώργος, «Καρέλλη Ζωή», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).