«Όταν το βιβλίο που διαβάζεις ανεβάζει το ηθικό σου και γεμίζει την καρδιά σου με αισθήματα ευγενικά, τότε μη ζητάς να κρίνεις με άλλο τρόπο το έργο. Είναι καλό και γραμμένο από αριστοτέχνη της πένας», είχε πει κάποτε ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Ντε Λα Μπριγιέρ. Τα κριτήρια, όμως, με τα οποία επιχειρεί ο άνθρωπος να εκτιμήσει ένα τέτοιο έργο αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Κάποτε, η εξωτερική εικόνα ενός βιβλίου ήταν τεράστιας σημασίας – ανεξάρτητα από την ποιότητα του περιεχομένου του – και άλλοτε έπαιζε μηδαμινό ρόλο στην αξιολόγηση του.

Ads

Στο παρελθόν, περίπου στο Μεσαίωνα, οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν στα βιβλία με σεβασμό και προσοχή, σαν να αποτελούσαν πολύτιμα περιουσιακά είδη. Δεν ήταν απλά μία συλλογή από σελίδες, στις οποίες είχε γράψει κάποιος μία ιστορία. ΄Ηταν κάτι πολύ περισσότερο. Ένας περιποιημένος τόμος από μόνος του μπορούσε να χρειαστεί μέχρι και δύο χρόνια για να φτιαχτεί καθώς χρησιμοποιούνταν ακατέργαστα υλικά όπως δέρμα ζώου, λουστραρισμένα φύλλα χρυσού και άλλα. Υπήρχε ολόκληρη ομάδα από σχεδιαστές και καλλιτέχνες πίσω από την τελική εικόνα που έπαιρνε το κάθε βιβλίο. Εικόνα που συνήθως το έκανε να μοιάζει με μοναδικό έργο τέχνης.

Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι χρόνια αργότερα, ειδικά την περίοδο που η διαδικασία της εκτύπωσης διαδόθηκε ανά τον κόσμο, οι αγοραπωλησίες των βιβλίων, ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονταν, άρχισε να υποτιμάται, να γίνεται πιο πρόχειρος και να απομακρύνεται από την παλιά του μορφή.

Στο πρόσφατο παρελθόν, κυρίως στον 20ο αιώνα – αν όχι ακόμη και στις μέρες μας – το εξώφυλλο και γενικά η «φόρμα» που είχε ένα βιβλίο, αποτελούσε έναν ασήμαντο και άσχετο παράγοντα σε σύγκριση με το περιεχόμενό του. Το να κρίνεις και να χαρακτηρίζεις ένα βιβλίο κυρίως από το εξώφυλλο, όπως υποστήριζαν πολλοί, μοιάζει με «ρηχή» και επιφανειακή αντιμετώπιση.

Ads

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι σύγχρονοι συγγραφείς που σήμερα ειδικά υποστηρίζουν ότι η εμφάνιση, η εικόνα ενός βιβλίου είναι το ίδιο σημαντική με το περιεχόμενο του. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Αμερικανός συγγραφέας Jonathan Safran Foer δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Tree of Codes», τόσο ο τρόπος γραφής όσο και ο σχεδιασμός του οποίου, ενθουσίασε τους κριτικούς που το παρομοίασαν με ένα γλυπτό καλλιτέχνημα. Η προσπάθεια αυτή του Safran Foer επρόκειτο στην ουσία για μία ενέργεια που στόχο είχε να φέρει πιο κοντά τους ρόλους του εικαστικού καλλιτέχνη και του συγγραφέα ενός βιβλίου.

Το ενδιαφέρον του Safran Foer για τα εξώφυλλα των βιβλίων του παρατηρείται σε διάφορες παλιότερες ξεχωριστές δουλειές του, με το Everything is Illuminated (2002) και το Extremely Loud and Incredibly Close (2005) να κλέβουν την παράσταση. Το τελευταίο του έργο, βασισμένο σε ένα παλαιότερο κείμενο, το «The Street of Crocodiles», προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Η ιστορία του ξετυλίγεται με τη χρήση μιας μοναδικής τεχνοτροπίας κατά την οποία προτάσεις αλλά και ολόκληρες σελίδες μετασχηματίζονται όπως επιθυμεί ο αναγνώστης. Μιλώντας στη εφημερίδα «The New York Times» λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του, ο Safran Foer υποστήριξε ότι αυτή η πρωτοποριακή σκέψη του – της διχοτόμησης του περιεχομένου – δεν ήταν και τόσο πετυχημένη, καθώς ο κάθε συγγραφέας ενδιαφέρεται πάντα για τον τρόπο, τη σειρά με την οποία παρουσιάζονται οι λέξεις και είναι κάτι στο οποίο θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχό.

Όταν η Anna Gerber ίδρυσε μαζί με την Britt Iversen την εταιρία Visual Editions πριν από δύο περίπου χρόνια, είχε ως κύριο στόχο να μετατρέψει την εξωτερική εικόνα ενός βιβλίου σε κάτι το μοναδικό που θα έχει το ίδιο ενδιαφέρον και σημασία με το περιεχόμενό του. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη την επιτυχία που είχε η προσπάθεια του Safran Foer, η εταιρία Visual Editions θα επανεκδώσει το μυθιστόρημα «Composition No 1» της Marc Saporta του 1961, το πρώτο πειραματικό βιβλίο με αποσπώμενες σελίδες, κάτι που δίνει τη δυνατότητα στους αναγνώστες να διαβάζουν τις σελίδες με οποιαδήποτε σειρά θέλουν εκείνοι.

Επίσης αυτή η αναζήτηση για το τι τελικά έχει ή πρέπει να έχει σημασία σε ένα βιβλίο, φαίνεται και στο ημιτελές μυθιστόρημα του Vladimir Nabokov, με τίτλο «The Original of Laura». Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα σε μία μορφή 138 διατρητών καρτών τις οποίες μπορούσε ο αναγνώστης να ανακατεύει. Αυτή η πολυπλοκότητα ουσιαστικά ενέπνευσε μία έντονη αντιπαράθεση σχετικά με το κατά πόσο ένα τέτοιο έργο μπορεί να θεωρηθεί βιβλίο ή όχι.

Όπως αναφέρει και η Kathleen Doyle, επιμελήτρια των εικονογραφημένων χειρογράφων της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, όταν η εξωτερική εικόνα ενός σύγχρονου βιβλίου είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με το περιεχόμενό του, τότε σίγουρα αρχίζει να υπάρχει μία κοινή γραμμή με τα παραδοσιακά μεσαιωνικά κείμενα που θεωρούνταν έργα τέχνης. Υπάρχει όμως μία ζωτικής σημασίας διαφορά μεταξύ των νέων έργων – όπως είναι το βιβλίο του Safran Foer – και των παλαιών χειρογράφων. Τα σημερινά βιβλία μοιάζουν να είναι περισσότερο εύθραυστα σε αντίθεση με τα παλαιά, μερικά από τα οποία μάλιστα έχουν επιβιώσει εδώ και έναν ολόκληρο αιώνα χωρίς καμία ουσιαστική φθορά.