Με αφορμή την εκδήλωση της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και των Εκδόσεων Καστανιώτη, όπου δέκα σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς πρόκειται να μοιραστούν με το κοινό την εμπειρία ανάγνωσης του έργου του μεγάλου αμερικανού νομπελίστα, το tvxs πραγματοποιεί αφιέρωμα στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μιλώντας με τους συμμετέχοντες με στόχο -εκτός των άλλων- την αποτύπωση της επιρροής που ενδεχομένως άσκησε στον καθένα ξεχωριστά τόσο το έργο όσο και η προσωπικότητά του. Σήμερα, ο συγγραφέας Mιχάλης Μοδινός καταθέτει στην Κρυσταλία Πατούλη απόσπασμα από το εν εξελίξει νέο μυθιστόρημα του,  Άγρια Δύση –μια ερωτική ιστορία, το οποίο μιλά για τον… δικό του Χέμινγουεϊ,

Ads

 

image
OΧέμινγουεϊ στην Αβάνα
 
«Υπήρχε συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο η Τερέζα συνδύασε τα αινιγματικά λόγια του μπαμπά με την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων που έγινε μια βδομάδα αργότερα και κατέληξε σε ισχυρό πλήγμα κατά του γοήτρου του έθνους, όπως έγραφε η Γκρέητ Φολλς Τρίμπιουν. Στην τάξη της είχε φτάσει ο Καρλίτο Αϋμάρ, ένας λεπτοκαμωμένος  Κουβανός που ο διευθυντής παρουσίασε αυτοπροσώπως στα παιδιά λέγοντας ότι προέρχεται από οικογένεια πολιτικών προσφύγων – ότι οι γονείς του είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την Κούβα μετά την κομμουνιστική επανάσταση καθώς έχασαν την περιουσία τους και τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ζήτησε από τα παιδιά να δείξουν κατανόηση για τα φτωχά αγγλικά του  Καρλίτο και τα παρότρυνε να τον βοηθήσουν στον εγκλιματισμό του –κυριολεκτικό και μεταφορικό, ποιος γνωρίζει τη διαφορά;- καθώς οι γονείς και τα αδέλφια του είχαν παραμείνει στην Φλόριντα, απέναντι από την προσωρινά, όπως ήλπιζε, χαμένη τους πατρίδα, είπε ο διευθυντής, δείχνοντας πίσω του τον χάρτη της αμερικανικής ηπείρου και διαγράφοντας με την επίχρυση πέννα του την θαλάσσια απόσταση από το Κι Γουέστ ως την Αβάνα. Ο Καρλίτο φιλοξενείτο –μέχρι να διεκπεραιώσουν διάφορες επείγουσες υποθέσεις οι γονείς του στο Μαϊάμι-  από μια θεία του εγκατεστημένη μετά τον Πόλεμο στο Γκρέητ Φολλς, όπου ζούσε μ’ έναν εργοδηγό της Ηλεκτρικής Εταιρείας που την είχε φέρει μαζί του μετά από ένα ταξίδι διακοπών στην προεπαναστατική Κούβα. Ίσως επειδή φτάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα στο σχολείο, ίσως επειδή καταλάβαινα εν μέρει την ιδιότητα του αγνώστου μεταξύ αγνώστων την οποία είχα ήδη ενδυθεί αρκετές φορές, ίσως επειδή ο Καρλίτο ήταν ισχνός και ρωτούσε συνέχεια με τα σπασμένα αγγλικά του πώς γινόταν να κάνει τόσο κρύο νωρίς το φθινόπωρο, τον πήρα υπό την προστασία μου, μου αφηγείτο η Τερέζα. Κι έτσι έμαθα ένα σωρό πράγματα για την Κούβα και για την Επανάσταση των μπαρμπούδος και για την φυγή της οικογένειας Αϋμάρ νύχτα από το Βαραδέρο μ’ ένα ψαροκάικο αφού ο πατέρας του είχε καταφέρει να εκποιήσει όσο όσο την χασιέντα και τις εκτάσεις του με ζαχαροκάλαμο στο Ματάνζας πριν κρατικοποιηθούν οι περιουσίες, δηλαδή πριν τις πάρει το κράτος στο όνομα του λαού και αναγκασθείς να δουλεύεις ολημερίς στα χωράφια ως ματσετέρο για να βγάλεις το ψωμί σου, με τα χέρια σου να βγάζουν ρόζους κάτω απ’ τον καυτό ήλιο των τροπικών και πριν οι κυρίες  ενταχθούν σε κοοπερατίβες ή αναγκασθούν να δουλεύουν στα εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης και στα ποτοποιεία ωσότου, μην αντέχοντας αυτή την αιφνίδια αλλαγή της ζωής τους, αναγκασθούν να γίνουν  χινετέρας –που πάει να πει πως θα πουλούσαν το κορμί τους, όπως οι μουλάτες, για ένα πιάτο φαΐ- και όλοι μαζί να επανδρώνουν τις Επιτροπές Επαγρύπνησης  και να καρφώνουν τους γείτονές τους για αντεπαναστατική δραστηριότητα. Αυτά έλεγε ο μπαμπάς του Καρλίτο και οι αυτοεξόριστοι φίλοι του στη Μικρή Αβάνα, όπως είχε ονομαστεί μια συνοικία του Μαϊάμι όπου μαζεύονταν τα βράδια σε υπαίθρια μπαρ, για να παίξουν μια παρτίδα ντόμινο, να πιούν κοκτέιλ από ρούμι με δυόσμο και χυμό γλυκολέμονου -μοχίτο το λένε– και ν’ αναπολήσουν την χαμένη πατρίδα κάνοντας σχέδια για την ανατροπή του Φιντέλ.
     

Ο Καρλίτο αφηγήθηκε στην Τερέζα στιγμιότυπα από την ζωή τους πίσω στην Αβάνα, σ’ ένα αρχοντικό με μεγάλες σκεπαστές βεράντες και θέα στην παραλιακή λεωφόρο, τη Μαλεκόν, για τις βόλτες με άμαξα και για τις καλοκαιρινές διακοπές στο Πινάρ δελ Ρίο –αν και σχεδόν πάντα είχαν καλοκαίρι ή τουλάχιστον άνοιξη εκεί κάτω- και για τα πάρτι και τους χορούς που έδιναν οι γονείς του, με  μεγάλες ορχήστρες να παίζουν ολονυχτίς ρούμπα και σον και σάλσα και τα παιδιά να κρυφοκοιτάζουν από τις γρίλιες την εσωτερική αυλή και τα πυροτεχνήματα να σκάνε μ’ ένα πολύχρωμο παφφφ! και τους μαύρους υπηρέτες να τρέχουν   βαρυφορτωμένοι για να προφτάσουν κάθε επιθυμία των καλεσμένων.   Ο Σέσαρ Σαντιάγο Αϋμάρ, ο πατέρας του Καρλίτο,  γνώριζε από παιδί τον Φιντέλ Κάστρο όπως  και όλη του την οικογένεια, ψιθύρισε μια μέρα εμπιστευτικά στην Τερέζα, σαν να συνέχιζαν μια προ πολλού αρχινισμένη  συζήτηση. Συναντήθηκαν σ’ ένα Κολλέγιο Ιησουιτών, το Ντολόρες,  στο Σαντιάγκο ντε Κούμπα, νομίζω μάλιστα πως ήταν και συμμαθητές. Ο Φιντέλ προερχόταν από οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων με εκατοντάδες υπηρέτες και αγρεργάτες που  μάλιστα ο πατέρας και τα αδέλφια του τους φέρονταν πολύ σκληρά, όπως τουλάχιστον έλεγαν οι φήμες. Ποτέ δεν τον εμπιστεύθηκε ο μπαμπάς –  φανφαρόνος, πολυλογάς, όλο την πάρτη του σκεφτόταν, έλεγε. Ήταν ικανός να υποστηρίξει με πειστικότητα μια άποψη, όπως και την ακριβώς αντίθετή της. Θα τον ανατρέψουν σύντομα οι δικοί του άνθρωποι σε συνεργασία με τους εξόριστους Κουβανούς που έχουν καταφύγει στο Μαϊάμι, έτσι λέει ο μπαμπάς, κατέληξε ο Καρλίτο.
                 

Ads

Ένα απόγευμα που η Τερέζα τον συνόδευσε με τα πόδια ως το σπίτι του γιατί βαριόταν να επιστρέψει νωρίς στο δικό της, ο Καρλίτο Αϋμάρ της έδειξε οικογενειακές φωτογραφίες από ένα άλμπουμ ακουμπισμένο κατάχαμα δίπλα στο κρεβάτι του. Οι τρεις αδελφές του με οβάλ χλωμά πρόσωπα και κατσαρωμένα μαλλιά, μια υπερμεγέθης μαύρη με κρίκους στ’ αυτιά, τουρμπάνι και λευκό, μεσάτο, μακρύ φόρεμα ν’ αγκαλιάζει τον μικρό Καρλίτο, σκηνές από το καρναβάλι στο Τρινιντάντ, άντρες με ψαράδικα παντελόνια να επιδεικνύουν στην κάμερα ένα τεράστιο ξιφία, η οικογένεια σύσσωμη στα γενέθλια της Αουρελίτα, της μεγάλης αδελφής του Καρλίτο, στο περίφημο καμπαρέ Τροπικάνα  με μια πολυμελή ορχήστρα και μισόγυμνες χορεύτριες επί σκηνής. Κι έπειτα εκτυφλωτικές παραλίες με γερμένα φοινικόδεντρα, λαμπερές οδοντοστοιχίες, κορίτσια που γλείφουν γελώντας το παγωτό τους πάνω στη φαρδιά πεζούλα της Μαλεκόν με το κύμα να σκάει σε αφρισμένα ουράνια τόξα,  το Πασέο Πράδο με τον κόσμο να βολτάρει ανέμελος ή να την αράζει στα ροδόχρωμα μαρμάρινα παγκάκια, ανοιχτά πουκάμισα, χρυσές καδένες και έκθετες γυαλιστερές πλάτες, να και όλη η οικογένεια Αϋμάρ μπροστά στην μπαρόκ μητρόπολη, λούστροι που βάφουν παπούτσια με περισσό ζήλο, ευρύχωρα πάτιο, περίτεχνα κιγκλιδώματα που έζωναν τα πορτοπαράθυρα, ισπανικές προσόψεις κτιρίων, ήσυχοι σκιασμένοι δρόμοι, μια θύελλα με τον κόσμο να μαζεύεται βιαστικά γελώντας κάτω απ’ τις στοές και  τα φοινικόδεντρα να γέρνουν ως το έδαφος. Η ζωή, πρόκειται για τη ζωή, σκέφτηκε τότε ή ίσως αργότερα η Τερέζα. Κι εμείς τι θέλουμε κι ανακατευόμαστε, αναρωτήθηκε – αυτό σίγουρα πολύ αργότερα. 
          

Ο πατέρας μου είχε πάθος με τη φωτογραφία, είπε ο Καρλίτο. Να ‘μαι εδώ με τον Ερνέστο Χέμινγουεϊ. Τον είχε γνωρίσει, όπως της είχε ήδη πει μια άλλη φορά, μετά το μάθημα της γλώσσας, όπου η Τερέζα τον βοηθούσε και ο Καρλίτο έκανε εξαιρετικές προόδους, γιατί ο Αμερικάνος τους επισκεπτόταν περιστασιακά και είχε αναπτύξει με τον μπαμπά ένα ιδιαίτερο είδος φιλίας ήδη από το 1941, όταν εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κούβα. Στα χρόνια του πολέμου, υπηρετούσαν μαζί σ’ ένα πλοίο που έκανε περιπολίες στην Καραϊβική προσπαθώντας να εντοπίσει γερμανικά υποβρύχια τα οποία υποτίθεται ότι ανεφοδιάζονταν με πετρέλαιο κάπου στις ακτές του νησιού. Ο μπαμπάς έλεγε πως είχε πλάκα όλη αυτή η ιστορία, πως τελικά δεν υπήρχαν Γερμανοί ούτε υποβρύχια αλλά εκείνοι τα περνούσαν μια χαρά με πρόσχημα τον πόλεμο και έκαναν καλό ψάρεμα γιατί πολλοί επαγγελματίες ψαράδες τα είχαν παρατήσει για τον φόβο των υποβρυχίων και ο Χέμινγουεη έλεγε πως θα γράψει ωραίες ιστορίες με όλο αυτό το μάλλον φανταστικό υλικό και πράγματι το έκανε και ενίσχυσε το μύθο του, έλεγε ο μπαμπάς, γιατί ο κόσμος ψοφάει για ιστορίες και ζωντανούς ήρωες και τα σχετικά και αν δεν του τα προσφέρεις εσύ θα τα κατασκευάσει μόνος του. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, ψάρευαν καμιά φορά μαζί χρησιμοποιώντας το πλοίο του Χέμινγουεϊ, την Πιλάρ, αλλά πολύ συχνότερα έπιναν διπλά παγωμένα νταϊκίρι στο αγαπημένο μπαρ του μπαμπά, τη Φιοριντίτα, και μάλιστα στοιχημάτιζαν ποιος θα πιει περισσότερο. Ο Αμερικάνος ήταν θεότρελος, μάλιστα είχε ένα αυτόματο Τόμσον με το οποίο σκότωνε καρχαρίες για να μην τρώνε τη λεία των ψαράδων και τότε το νερό του Κόλπου βαφόταν κόκκινο και, απ’ ό,τι μου είχε πει ο μπαμπάς, μαζεύονταν και άλλα σκυλόψαρα για το τσιμπούσι και ο Χέμινγουεϊ πυροβολούσε σαν τρελός πάνω από τη γέφυρα – πραγματικό μακελειό. Είχε πάθος με το όπλα – διατηρούσε ολόκληρη συλλογή από δαύτα.   Μου έχει αφιερώσει ένα βιβλίο του, στα αγγλικά όμως, και δεν το καλοκαταλαβαίνω. Είναι για την Κούβα, λέγεται Ο γέρος και η θάλασσα, το έχεις διαβάσει μήπως;  Είναι για ένα γέρο ψαρά που τον έχει εγκαταλείψει η τύχη και δεν πιάνει για καιρό ούτε ένα τόσο δα ψαράκι αλλά θέλοντας να αποδείξει ότι δεν έχει ξοφλήσει ξανοίγεται με τη βάρκα του στα ανοιχτά του Κοχιμάρ και πιάνει ένα πολύ μεγάλο ψάρι που δεν λέει όμως να πεθάνει και τον  τραβάει στ’ ανοιχτά, μέσα στο Ρεύμα του Κόλπου για ολόκληρα μερόνυχτα, αλλά ο γερο-ψαράς δεν τα παρατάει κι όταν εντέλει καταφέρνει να επιστρέψει μισοπεθαμένος στην ακτή δεν έχει μείνει τίποτα από το όμορφο μεγάλο γενναίο ψάρι παρά μόνο ο σκελετός του – τη σάρκα την έχουν καταβροχθίσει τα σκυλόψαρα. Οι ντόπιοι ψαράδες τα χάνουν όταν βλέπουν τον τεράστιο σκελετό κι ο γέρος, αν και έχει χάσει το ψάρι ξανακερδίζει την εκτίμησή τους. Έκλαψα όταν μου το αφηγήθηκε η μαμά βλέποντας τη δυσκολία μου να το διαβάσω.                 
      

Ο Χέμινγουεϊ είχε ένα μεγάλο σπίτι στους λόφους έξω απ’ την Αβάνα γεμάτο  κυνηγετικά τρόπαια από τα ταξίδια του στην Αφρική – το πιο εντυπωσιακό ήταν το κεφάλι ενός αγριοβούβαλου με τεράστια στριφτά κέρατα, που δέσποζε στο σαλόνι του. Είχε πάθος με τις κοκορομαχίες και εξέτρεφε δικά του κοκόρια στο κτήμα. Ενδιαφερόταν για όλα και είχε ένα ειδικό τρόπο να φέρεται στους μαύρους και άμειβε πολύ καλά το προσωπικό του που ήταν έτοιμο να πέσει ακόμη και στη φωτιά για χάρη του και είχε πολλές γάτες που τις υπεραγαπούσε και τις φώναζε με τ’ όνομά τους σαν να ήταν άνθρωποι. Τον θαύμαζα για την περιπετειώδη ζωή του αλλά δεν μου πολυάρεσε ως άνθρωπος, όλο για τον εαυτό του μιλούσε και για τα ταξίδια του, και η μαμά έλεγε πως έπινε υπερβολικά πολύ και έπιανε κουβέντα μ’ οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος ν’ ακούσει τις ιστορίες του προκειμένου να πιει κάνα δυο τσάμπα ποτά εις βάρος του γκρίνγκο, ακόμη και με ύποπτα άτομα και γριές χινετέρας προς τις οποίες μάλιστα είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Φιλοξενούσε διασημότητες και οι φήμες έλεγαν πως στο κτήμα του στο Σαν Φρανσίσκο δε Πάουλα –την Φίνκα Βιχία- είχαν φιλοξενηθεί η Μάρλεν Ντίντριχ και η Άβα Γκάρντνερ, αλλά εγώ δεν τις είδα ποτέ παρά μόνο σε ταινίες τους. Μάλιστα, ο μπαμπάς είπε ένα βράδυ στη μαμά –εγώ κρυφάκουγα- ότι ο Χέμινγουεϊ φύλαγε το περίστροφό του τυλιγμένο σ’ ένα διάφανο δαντελωτό εσώρουχο, μάλλον της Μάρλεν Ντήτριχ, και η μαμά γέλασε τσιριχτά και μετά είπε σοβαρά, και τι λέει γι’ αυτό η Μις Μαίρη –η τρίτη του σύζυγος- κι έπειτα πρόσθεσε ότι δεν ήταν ίδιον ενός κυρίου να εκθέτει έτσι τις κυρίες με τις οποίες είχε ενδεχομένως μια περιπέτεια, κι ότι αν έκαναν έτσι όλοι οι άντρες θα είχαμε  καθημερινά δράματα και δεν θα είχε μείνει σπίτι για σπίτι και οικογένεια για οικογένεια και τότε ο μισομεθυσμένος μπαμπάς αγρίεψε και της είπε τι εννοείς δηλαδή, και η μαμά απάντησε με νάζι ότι ο έρωτας προϋποθέτει εμπιστοσύνη κι άλλωστε φυσικά αυτά αφορούν πάντα τους άλλους κι όχι εμάς, αγάπη μου, και τον τράβηξε στην κρεβατοκάμαρα και δεν μπορούσα πια ν’ ακούσω τι έλεγαν ή τι έκαναν κι έπειτα μου φώναξε από κάτω η Αουρελίτα να πάω αμέσως για ύπνο. 
                 

Η Τερέζα τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, μην μπορώντας να πιστέψει όλα όσα άκουγε από αυτό το μικροκαμωμένο δωδεκάχρονο αγόρι το φερμένο στην παγωμένη Μοντάνα από άλλες θάλασσες κι άλλα βουνά, που ξεδίπλωνε μπροστά  της νέους κόσμους, συνδέοντάς τους επιδέξια με τον δικό της. Μια μέρα θα πάμε μαζί στην Κούβα, υποσχέθηκε στον εαυτό της και στον φίλο της, αν και βαθειά μέσα της ήξερε πως ο Καρλίτο δεν θα τα κατάφερνε να ξαναδεί την πατρίδα του. Μπορεί μάλιστα να μην το επιθυμούσε καν, καθώς προσαρμόστηκε σε χρόνο μηδέν στον αμερικάνικο τρόπο ζωής και μετά από λίγο καιρό δεν εκδήλωνε καν δείγματα νοσταλγίας. Να δούμε τι θα ισχύει στο μέλλον απ’ όλα όσα μου αφηγήθηκε και τι όχι, σκέφτηκε η Τερέζα. Διαβάζοντας ίσως τις σκέψεις της, ο Καρλίτο της έφερε μια μέρα στην τάξη ένα αντίτυπο του Ο Γέρος και η Θάλασσα με  την αφιέρωση “A mi amigo Carlito”, υπογραφή Ernesto Η. και ημερομηνία 6.1.1959. Ο γκρίνγκο είχε διαφωνήσει άγρια με τον μπαμπά εκείνο τον καιρό σχετικά με τον Φιντέλ και ο Χέμινγουεϊ του είπε πως κάτι έπρεπε ν’ αλλάξει επιτέλους στη Λατινική Αμερική και ο μπαμπάς του απάντησε, εσύ το λες αυτό που κάνεις ζωή μεγιστάνα και παρά λίγο να έρθουν στα χέρια αλλά κατέληξαν στην Μποντεγκίτα ντελ Μέντιο όπου έγιναν τύφλα πίνοντας σκέτο αγουαρδιέντε για να δουν ποιος θα άντεχε περισσότερο, και τον μπαμπά τον έφεραν σηκωτό οι κολλητοί του  τα ξημερώματα μέσα σε ζητωκραυγές ενώ τους συνόδευε μια αυτοσχέδια ορχήστρα που ξεσήκωσε όλο το Βεδάδο παίζοντας μελωδίες γκουαρατσά, κι όλα αυτά γιατί ο μπαμπάς είχε κερδίσει τον γκρίνγκο.
        

Ο Καρλίτο θέλησε να δανείσει το βιβλίο στην Τερέζα αλλά εκείνη επέμεινε να το διαβάσουν μαζί για να βελτιώσει τα αγγλικά του, όπως και έγινε. Αυτό το βιβλίο μια μέρα θα έχει μεγάλη αξία, είπε η Μάρθα ΜακΕλντόουνι σκεπτική την επομένη της αυτοκτονίας του Χέμινγουεϊ με μια σφαίρα στον ουρανίσκο τον Ιούλιο του 1961 στο Κέτσαμ του Άϊνταχο, τρεις μόλις μήνες μετά την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων – αν και τα δύο γεγονότα προφανώς δεν συνδέονταν με οποιαδήποτε αιτιώδη σχέση, διευκρίνισε η Τερέζα. Ο Καρλίτο ισχυρίστηκε τότε ότι ήδη από το 1958 ο μπαμπάς έλεγε πως ο γκρίνγκο δεν είχε πολλά ψωμιά καθώς δεν μπορούσε να υποφέρει τα γηρατειά και την φθορά του σώματός του αλλά και της ίδιας της εικόνας που είχε καλλιεργήσει με επιμέλεια προκειμένου να κατασκευάσει αυτό το μύθο του βίαιου άντρα που ζούσε για την περιπέτεια και για το κυνήγι και το ψάρεμα και είχε πολεμήσει στην Ισπανία στο πλευρό των Δημοκρατικών και είχε εξοντώσει μια ομάδα Ναζί στη Γαλλία με μια χειροβομβίδα μέσα στο κρησφύγετό τους -αν και αργότερα είχε αναγκασθεί να παραδεχθεί πως επρόκειτο για καθαρό ψέμα- και είχε καταλάβει με μια ομάδα παρτιζάνων το ξενοδοχείο Ριτζ στο Παρίσι και είχε ένα αεροπορικό ατύχημα στη Λίμνη Βικτώρια, στην Αφρική, με αποτέλεσμα όλος ο κόσμος να του γράφει νεκρολογίες –έτσι, είχε κατά κάποιο τρόπο ζήσει ήδη τον θάνατό του- και είχε γράψει καλά βιβλία για όλα τούτα, δηλαδή η ζωή του είχε προσφέρει το απαραίτητο υλικό για τα βιβλία του αλλά στην πραγματικότητα, όπως διατεινόταν  ο Σέσαρ Αϋμάρ, είχε ο ίδιος φτιάξει την ζωή του έτσι ώστε ο μύθος του να του προσφέρει το απαραίτητο υλικό. Ο Χέμινγουεϊ δεν έγραφε πια όπως παλιά και δεν μπορούσε να τελειώσει ένα μυθιστόρημα που αναφερόταν στις ταυρομαχίες και δεν ήθελε μια ζωή χωρίς ποτό και γυναίκες και είχε ήδη νοσηλευθεί στην  κλινική Μάγιο, στο Ρότσεστερ της Μιννεσότα, όπου του έκαναν καμιά εικοσιπενταριά ηλεκτροσόκ με αποτέλεσμα να χάσει τη μνήμη του, και πώς μπορεί κάποιος να είναι συγγραφέας χωρίς μνήμη, είχε αναρωτηθεί ο πατέρας του Καρλίτο.
   

Οι εφημερίδες έγραφαν και ξανάγραφαν εκείνο τον Ιούλιο του 1961 ότι ο Χέμινγουεϊ αυτοκτόνησε επειδή είχε λευχαιμία αλλά ο Καρλίτο ήταν ήδη από τα δώδεκά του χρόνια  σε θέση να γνωρίζει ότι τα πράγματα είναι κάπως πολυπλοκότερα στη ζωή αυτή, σχολίασε επιγραμματικά η Τερέζα….»
Mιχάλης Μοδινός
 

 

Σημείο συνάντησης για την ανοιχτή συζήτηση-αφιέρωμα με τίτλο “Ο δικός μου Χέμινγουεϊ”, θα είναι το θέατρο της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης. Η εκδήλωση διοργανώνεται στο πλαίσιο της έκθεσης με τίτλο Ernest Hemingway: From Life to Fiction (Ernest Hemingway: Από τη ζωή στο έργο) για την συμπλήρωση πενήντα χρόνων από το θάνατό του. Οι δέκα συγγραφείς που θα μιλήσουν για “Τον δικό τους Χέμινγουεϊ” είναι οι: Λένα Διβάνη, Αθηνά Κακούρη, Ισμήνη Καπάνταη, Μένης Κουμανταρέας, Ηλίας Μαγκλίνης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Ανδρέας Μήτσου, Μιχάλης Μοδινός, Φωτεινή Τσαλίκογλου και Ευγενία Φακίνου.
 

O Έρνεστ Χέμινγουεϊ (21 Ιουλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1961) συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Μέλος της αποκαλούμενης “Χαμένης Γενιάς” των αμερικανών διανοούμενων που εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι κατά το Μεσοπόλεμο, επηρέασε με τον αφηγηματικό του λόγο την αμερικανική και παγκόσμια λογοτεχνία. Την εποχή του όμως απασχόλησε και με την πολυτάραχη προσωπική του ζωή, στην οποία έβαλε ο ίδιος τέλος αυτοκτονώντας το 1961. Αν και γεννήθηκε στις ΗΠΑ, τη ζωή του σημάδεψαν τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο από τα οποία εμπνεύσθηκε για τα έργα του. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «τον δυναμισμό και τον απόλυτο έλεγχο του ύφους του και για την επίδρασή του στην τέχνη της μοντέρνας αφήγησης».
 

  • Info:

«Ο δικός μου Χέμινγουεϊ»
Ελληνοαμερικανική Ένωση σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Καστανιώτη
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011, στις 20:00
στο Θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (Μασσαλίας 22, Κολωνάκι)