Η φετινή Πρωτομαγιά ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να κάνει αυτός ο λαός στη φασίζουσα κυβέρνηση και στους γκαουλάιτερ της Μέρκελ. Οι πληροφορίες που έχουμε απ’ όλη την Ελλάδα μιλούν για απογοητευτικές συγκεντρώσεις και αυτές διασπασμένες στα τρία. Και όλα δείχνουν πως ο κόσμος έχει αποσύρει την εμπιστοσύνη του τόσο από τους συνδικαλιστικούς φορείς όσο και από τα κόμματα της Αριστεράς.

Ads

«Τους βλέπουμε μεγάλους, επειδή είμαστε γονατιστοί». Αυτό διάβασα παλιότερα σε έναν παρισινό τοίχο. Και αυτό είναι μια βαθιά αλήθεια. Οταν είσαι γονατισμένος, προσκυνάς, δεν πολεμάς. Η γονυκλισία δεν είναι μόνο σωματική, είναι και ψυχική. Δεν είναι τυχαίο που η κατάθλιψη κάνει θραύση σε αυτήν τη χώρα και οι αυτοκτονίες έχουν πάρει τη μορφή επιδημίας.

Τι κάνει όμως κάποιος για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση; Ενώνεται με αυτούς που αγωνίζονται. Εχουν καταμετρηθεί στην Ελλάδα 2.500 συλλογικότητες που έχουν κοινωνικό έργο και στηρίζονται κατά βάση στην εθελοντική εργασία. «Κανείς μόνος στην κρίση» έγραφε μια αφίσα στη γειτονιά μου. Και αυτό είναι σωστό. Η κατάθλιψη αρχίζει όταν παραδεχθείς πως δεν γίνεται τίποτα. Και μερικά απλά πραγματάκια -όπως ένα βιβλίο- μπορεί να σου προσφέρουν μια μοναδική απόλαυση.

Πρόσφατα διάβασα ένα εξαιρετικό βιβλίο για τα ρεμπέτικα. Συγγραφέας του ο Νίκος Παπαχριστόπουλος*, ένας ερευνητής με εξαίρετες σπουδές στην Αθήνα και το Παρίσι. Τα αναλυτικά του εργαλεία είναι διεπιστημονικά. Κινείται άνετα από την ιστορία μέχρι την κοινωνιολογία και από την ψυχανάλυση στη λογοτεχνική θεωρία. Αυτά ακούγονται βαρύγδουπα και προϊδεάζουν για ένα σοφιστικέ κουλτουριάρικο βιβλίο. Είναι ακριβώς το αντίθετο.

Ads

Είναι μια ευχάριστη αφήγηση που μας περιδιαβάζει στους τεκέδες, συναντάμε τους μάγκες και τους αστυνόμους, μυρίζουμε το χασίσι από τα ντουμάνια του ναργιλέ, ακούμε την αργκό των ρεμπέτηδων και φυσικά υπάρχει και το άρωμα της γυναίκας. Στο ερώτημα για το ποιος τελικά είναι ο χώρος των ρεμπέτικων και τι εμπεδώνει τις κανονικότητές τους, ο συγγραφέας υποστηρίζει πως δεν υπάρχει ασφαλής απάντηση.

Και αναφέρει πως «οι κανονικότητες του χώρου παράγουν την ασυνέχειά του ή αναδεικνύουν τη γοητεία των ρεμπέτικων να αναπαράγουν την αμφισημία τους».

Από ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, αυτή η άποψη είναι μια καινούργια αντίληψη για τα ρεμπέτικα ή τουλάχιστον εγώ δεν γνωρίζω άλλη παρόμοια θέση. Και ούτε είμαι ειδικός για να κρίνω την επιστημονική της ακρίβεια. Εντούτοις, με προβλημάτισε γιατί η σκληρή μαρξίζουσα κοινωνιολογική ανάλυση των ρεμπέτικων τραγουδιών μου έπεφτε κάπως στενάχωρη. Μια από τις ενδιαφέρουσες επισημάνσεις είναι οι απόψεις που είχαν κλασικοί δημιουργοί, όπως Βαμβακάρης και Τσιτσάνης, για τα σμυρνέικα τραγούδια. Οχι μονάχα δεν τους άρεσαν, αλλά τα έβλεπαν και γλυκανάλατα.

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου είναι αυτό που επεξεργάζεται την έννοια του θανάτου στα ρεμπέτικα. Είναι η ίδια με αυτήν που έχουν τα δημοτικά μας τραγούδια. Να δώσουμε ένα δείγμα δημοτικού τραγουδιού από τη συλλογή του Ν. Πολίτη. «Για φάτε πιέτε βρε παιδιά / χαρείτε να χαρούμε / τούτον τον χρόνο τον καλό / τον άλλο ποιος το ξέρει / γιά ζούμε γιά πεθαίνουμε / γιά σε άλλον κόσμο πάμε».

Στο δημοτικό τραγούδι δεν υπάρχει ούτε αιώνια ζωή ούτε παράδεισος ή κόλαση. Και ακόμα δεν υπάρχει η ανάσταση νεκρών. Την ίδια αντίληψη συναντάμε και στα ρεμπέτικα. Και στα ανώνυμα και στα επώνυμα. «Τι να την κάνεις τη ζώη / κι αν είναι άλλη τόση / αφού υπάρχει ο θάνατος / και το κορμί θα λιώσει». Και ένα ακόμα ανώνυμο από τη συλλογή του Η. Πετρόπουλου. «Πες μας βρε Χάρε να χαρείς / τι κάνουνε τ’ αλάνια / στον Κάτω Κόσμο πίνουνε / ή κάθονται χαρμάνια».

Ο Στράτος Παγιουμτζής μας λέει: «Χτυπώ νεκροί κι ανοίχτε μου / να μπω για να σκουπίσω / τον τόπο τον παντοτινό / όπου θα κατοικήσω». Και ο Γιώργος ο Κατσαρός τραγουδάει: «Αντε σαν ποθάνω στο καράβι / ρίξτε με μέσ’ στο γυαλό / άντε να με φάν’ τα μαύρα τα ψάρια / άντε και το αλμυρό νερό».

Ο Χάρος ως λέξη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Χάροψ. Και ο Αδης είναι από τον Αίδη, τον βασιλιά του Κάτω Κόσμου. Δηλαδή η αρχαιοελληνική αντίληψη πέρασε αυτούσια τόσο στα δημοτικά όσο και στα ρεμπέτικα τραγούδια: Μετά τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα. Αυτό λειτουργεί για να φωτίσει το μεγαλείο της ζωής, που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Και πρέπει να τη ζήσουμε όσο γίνεται πιο χαρούμενα και ευτυχισμένα.-

*Νίκος Παπαχριστόπουλος, «Ρεμπέτικα τραγούδια, Η τέχνη των σημείων», εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004.

04/05/2013

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών