Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συζητούν ακόμα για το απόγευμα που ο έλληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εξομολογήθηκε στους ομολόγους του ότι το κράτος του ήταν διεφθαρμένο.

Ads

Ήταν πολύ εντυπωσιακός και πολύ ειλικρινής. Αυτό που βασικά είπε ήταν ότι η χώρα μου είναι διεφθαρμένη από το Α ως το Ω, θυμάται ένας ευρωπαίος διαμορφωτής πολιτικής που ήταν παρών στο δείπνο στις 10 Δεκεμβρίου, όταν ο Παπανδρέου απογύμνωσε την οικονομική ψυχή της Αθήνας.

Τα όσα παραδέχτηκε, κατά την έναρξη της συνόδου της ΕΕ,
ήταν ένα αναγκαίο βήμα για να κινηθεί η διαδικασία βάσει της οποίας οι εταίροι της χώρας, – πεπεισμένοι πλέον ότι ο έλληνας πρωθυπουργός ήταν ειλικρινής όσον αφορά την αποφασιστικότητά του να προχωρήσει σε θεμελιακές διαρθρωτικές αλλαγές – κατέληξαν να ανακοινώσουν στο Μάϊο το πακέτο διάσωσης 110 δις «για τη διάσωση του πιο σάπιου οικονομικά κράτους της ευρωζώνης».

Πάντως σε αντίθεση με την εντύπωση που έδωσαν εκείνη τη στιγμή οι διαμορφωτές πολιτικής της ΕΕ, γνώριζαν μήνες πριν ο Παπανδρέου αναλάβει την εξουσία τον Οκτώβρη του 2009 ότι τα ελληνικά οικονομικά ήταν σε άθλια κατάσταση:

Στις αρχές του προηγούμενου Ιουλίου ο Joaquin Almunia, επίτροπος τότε οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων της ΕΕ, είχε κυκλοφορήσει προς τους ευρωπαίους υπουργούς οικονομικών ένα μνημόνιο, στο οποίο διατύπωνε ισχυρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία των στοιχείων της συντηρητικής ελληνικής κυβέρνησης προς τις Βρυξέλλες.

Ads

Το έγγραφο αυτό προέβλεπε ακόμη και το ενδεχόμενο εκτόξευσης του ελλείμματος πάνω από το 10% επί του ΑΕΠ, πρόβλεψη που η κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου επιβεβαίωσε, σχεδόν αμέσως μετά την έλευσή της στην εξουσία.

Παρόλα αυτά οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν έκαναν τίποτα πριν τον Οκτώβρη, πιθανόν διότι θεώρησαν ανάρμοστο να φέρουν σε αμηχανία μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση και μάλιστα μία κυβέρνηση που διεξήγε μία σκληρή προεκλογική εκστρατεία για την επανεκλογή της.

Το επεισόδιο αυτό αντανακλά
τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές ανησυχίες εμπλέκονται με την αποτελεσματική διαχείριση στα πλαίσια της νομισματικής ένωσης. Το ίδιο – προσθέτει – αποδεικνύει και η «λυπηρή ιστορία» που έχει να κάνει με το Σύμφωνο Σταθερότητας και ανάπτυξης:

Από την αρχή οι Γερμανοί υποψιαζόταν ότι μόλις οι χώρες έπιαναν τα όρια για τη συμμετοχή τους στη ζώνη του ευρώ, θα χαλάρωνε και δέσμευσή τους απέναντι στη δημοσιονομική πειθαρχία. Αυτό απεδείχθη τελικά, λίγοι όμως περίμεναν ότι και η Γερμανία θα ήταν μεταξύ των χωρών που θα παραβίαζαν τους κανόνες αυτούς.

Υπό το πρίσμα πλέον του πακέτου διάσωσης προς την Ελλάδα που αποφασίστηκε φέτος, κάποιοι επιφανείς ευρωπαίοι όπως ο John Bruton (πρώην πρωθυπουργός της Ιρλανδίας) και ο Karl Otto Polh (πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας) επισημαίνουν ότι προκάλεσε έκπληξη – αν όχι σοκ – το γεγονός ότι επετράπη στη χώρα να μπει στην ευρωζώνη σε πρώτη φάση.

Η άποψή τους βασίζεται στο επιχείρημα ότι λιγότερο από τέσσερα χρόνια πιο πριν, η Αθήνα είχε παραδεχτεί ότι είχε δώσει λανθασμένα στοιχεία όσον αφορά την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών για την ένταξή της στην ΟΝΕ. Σε αντίθεση με όσα είχαν ισχυριστεί τότε, το έλλειμμα ήταν συνεχώς πάνω από το 3%, ενώ στην πραγματικότητα βρέθηκε κάτω από το 3%, μόνο για μία χρονιά μετά το 1990. Πρώην επίτροποι σημειώνουν ότι ήταν ευρέως γνωστό ότι τα στοιχεία αυτά ήταν αναξιόπιστα.

«Την εποχή εκείνη δεν ξέρω αν θα μπορούσες να βασιστείς στην Αθήνα
για να σου δώσει αξιόπιστα στατιστικά, έστω και για την απόσταση του Μαραθώνα από την Αθήνα» σημειώνει χαρακτηριστικά ο βρετανός Lord Patten, επίτροπος εξωτερικών υποθέσεων, δίπλα στον πρόεδρο (τότε) της ΕΕ Romano Prodi. Όλοι είχαμε υιοθετήσει μία στάση του τύπου εμείς κάνουμε ότι τους πιστεύουμε και κείνοι κάνουν πως προσπαθούν αρκετά για να μας κάνουν να τους πιστέψουμε συμπληρώνει.

Παρόλα αυτά λίγες κυβερνήσεις εξέφρασαν αντιρρήσεις στην είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ. Ένας από τους λόγους ήταν ότι προκειμένου να παρουσιάσουν τη νομισματική ένωση, ως ένα αυθεντικά ευρωπαϊκό σχέδιο έπρεπε να το επεκτείνουν πέρα από τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Ήταν μία ακόμη περίπτωση κατά την οποία οι πολιτικές σκοπιμότητες υπερίσχυσαν του οικονομικού ρεαλισμού, καθώς «επρόκειτο για πολιτική και όχι απλά για νούμερα».

Τόσο ο Prodi, όσο και ο διάδοχός του στην προεδρία της ΕΕ J. M. Barrosso υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις της ΕΕ φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία της αντιμετώπισης του ελληνικού προβλήματος, διότι αρνήθηκαν να δώσουν στην Eurostat το δικαίωμα να αμφισβητήσει τα στοιχεία που έδιναν οι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Τα προβλήματα ωστόσο που προέκυψαν στο διάστημα από το 1999 έως το 2009, δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα προβλημάτων στη δομή της ΟΝΕ ή λάθους οικονομικής διαχείρισης από την πλευρά της ευρωζώνης καταλήγουν οι FT: Αντανακλούν λάθος κρίσεις και από την πλευρά των αγορών, οι οποίες μετά την εισαγωγή του ευρώ εξίσωσαν τα ομόλογα των χωρών της ΕΕ (με τα γερμανικά) παρά το γεγονός ότι χώρες – όπως κυρίως η Ελλάδα – είχαν κακές επιδόσεις στην οικονομία τους κατά το παρελθόν. Αυτό κατά μία έννοια θα έπρεπε να ικανοποιήσει τους ευρωπαίους πολιτικούς, διότι οι αγορές έδειχναν να εμπιστεύονται τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Ωστόσο μόλις τα προβλήματα στην Ελλάδα έγιναν γνωστά το 2009 οι αγορές κινήθηκαν προς την αντίθετη διαμετρικά κατεύθυνση, ζητώντας τεράστιες αποδόσεις για τα ελληνικά ομόλογα – όπως και τα ομόλογα των άλλων περιφερειακών κρατών της ευρωζώνης – που έφτασαν πλέον σε επίπεδα ρεκόρ.

Αυτό κατά τον Lorenzo Bini Smaghi αποτελεί ένα πολύ σημαντικό μάθημα για το μέλλον της ευρωζώνης: Οι αγορές δεν έχουν πάντα δίκιο: «Έκαναν λάθος στο παρελθόν υποτιμώντας το ρίσκο και πιθανότατα κάνουν και σήμερα λάθος υπερτιμώντας το ίδιο αυτό ρίσκο και θα κάνουν λάθος και στο μέλλον» είπε στο ευρωκοινοβούλιο τον περασμένο μήνα.