Ξεσάλωμα από τους αυτόκλητους υπερασπιστές της Κικής Δημουλά, την ώρα που η ίδια αποσαφηνίζει ότι απεχθάνεται τη Χρυσή Αυγή που επιτίθεται σε φτωχούς κακομοίρηδες.

Ads

Γέμισε το διαδίκτυο από ανώνυμους και επώνυμους υπερασπιστές της Κικής Δημουλά. Από τη Χρυσή Αυγή, τη Σώτη Τριανταφύλλου, τον τ. δήμαρχο της Αθήνας κ. Νικήτα Κακλαμάνη, τον Φαήλο Κρανιδιώτη και πολλούς ανώνυμους, όλοι ξεσάλωσαν βρίζοντας τους διανοούμενους, την Αριστερά (κυρίως), τους «ψευτοεπαναστάτες», την «Εφ.Συν.» που φιλοξένησε το επίμαχο κείμενο και όποιον άλλον τραβούσε η ψυχούλα τους. Ποτέ ποιήτρια δεν έτυχε τέτοιας συγκλονιστικής συμπαράστασης με τόσο αρνητικό τρόπο. Η ίδια η ποιήτρια ίσως αντιλαμβανόμενη όχι τόσο τους επικριτές αλλά την ποιότητα των υπερασπιστών της αισθάνθηκε την ανάγκη να αποσαφηνίσει την άποψή της:
 
«Τη Χρυσή Αυγή θα ήθελα να τη σκοτώσω, γιατί σκοτώνει αυτούς τους ανθρώπους. Ειλικρινά σας λέω, με πιάνει ρίγος που τη βλέπω. Εκεί ναι, θα μπορούσα να τους πυροβολήσω που επιτίθενται σε φτωχούς κακομοίρηδες. Ακουσα για το επιλεκτικό συσσίτιο. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Και λένε ότι είμαι εγώ ρατσίστρια;».
 
Το ενδιαφέρον δεν είναι το τι απάντησε η ποιήτρια όταν κατανόησε την ουσία της παρέμβασής της στην Κυψέλη. Το ενδιαφέρον δεν είναι καν στο πώς αντέδρασε η πνευματική κοινότητα του μπεστ σέλερ και των ΜΜΕ των προσφορών. Το ενδιαφέρον είναι το πόσο χάρηκε όλος αυτός ο συρφετός των επώνυμων και ανώνυμων σχολιαστών που πρώτον έμαθαν ότι υπάρχει αυτή η ποιήτρια και δεύτερον την έκαναν ηρωίδα τους, ακόμα κι αν δεν έχουν διαβάσει ποτέ ούτε ένα στίχο από τις ποιητικές συλλογές της. Εφτασε όμως η προσωπική ενόχληση της ποιήτριας για τα γεμάτα από αλλοδαπούς παγκάκια και για τις κλοπές για να αποθεωθεί από κάθε λογής ρατσιστικές πένες και φωνές. Οσοι περιμένανε για διάφορους λόγους κάποιους άλλους στη γωνία κρύφτηκαν πίσω από την ποιήτρια για να πάρουν με το έτσι θέλω την όποια δική της πνευματική επιρροή και να την ενσωματώσουν σε αγοραία λιβελογραφήματα και κείμενα «κριτικής». Κοινή συνισταμένη η φτώχεια της ακροδεξιάς κουλτούρας, η απέχθεια για την Αριστερά και κυρίως για ένα σύστημα αξιών και τέλος το παράπονο όσων στο παρελθόν έχουν υποπέσει σε παρόμοια και μάλιστα πολύ χειρότερα «ατοπήματα». Αλλωστε αυτό επεσήμαινε το σχόλιο της Αννας Δαμιανίδη: την παντοδύναμη κοινοτοπία του ρατσιστικού λόγου.
 
Τώρα αν αντί για τους «ντιντήδες» ο κ. Κρανιδιώτης, αντί για τους ναζιστικούς του στίχους ο «Καιάδας», αντί για τον αγαπημένο του Θεό Πάνα ο Μιχαλολιάκος και τέλος αντί για το εμπνευσμένο σύνθημα «τον Εβραίο κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς» του πολιτευόμενου με τον Ν. Κακλαμάνη, Θανάση Μυλωνόπουλου, αρχίσουν όλοι την απαγγελία του… «Ερέβους», σ’ αυτό δεν θα φταίει σίγουρα ούτε η ποιήτρια ούτε όσοι τόλμησαν να διατυπώσουν μια κριτική σε κάτι που είπε.
 
Οσο για την άλωση της Κυψέλης από τους ξένους, έχει γίνει ποίημα και τραγούδι πολύ πριν έρθουν στη χώρα μας οι πρώτοι μετανάστες. Από τη δεκαετία του ’70, όταν ο Μούτσης μελοποιούσε Γκάτσο: «Λιβανέζοι και νέγροι στη Φωκίωνος Νέγρη βγάλαν Ευρωπαίο αρχηγό»…
 
Άρθρο για την «Εφημερίδα των Συντακτών»