Οι πρόσφατες αναφορές σε «τέταρτο δρόμο» προς τον σοσιαλισμό θέτουν, κατά την άποψή μου, ξανά επί τάπητος τα αδιέξοδα στα οποία έχουν οδηγηθεί τα τελευταία χρόνια τα κόμματα της κεντροαριστεράς στον ευρωπαϊκό χώρο, λόγω τόσο των επανειλημμένων εκλογικών αποτυχιών τους όσο και της προφανούς αδυναμίας τους να διαμορφώσουν μία συγκεκριμένη και ιδεολογικοπολιτικά αποσαφηνισμένη στάση απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα.

Ads

Του Γιώργου Σωτηρέλη στην Ελευθεροτυπία της 29/08/2010

Η συζήτηση για «τρίτο δρόμο» προς τον σοσιαλισμό ξεκίνησε στη δεκαετία του ’60 και αφορούσε κυρίως τον «ευρωκομμουνισμό», ως εναλλακτική λύση απέναντι αφ’ ενός στο σοβιετικό μοντέλο και αφ’ ετέρου στη σοσιαλδημοκρατία. Ωστόσο, παρά το ότι υπήρξαν αξιόλογες θεωρητικές επεξεργασίες και αντίστοιχες πολιτικές προς αυτήν την κατεύθυνση, ο «ευρωκομμουνισμός» γρήγορα ενσωματώθηκε στον δεύτερο δρόμο, δηλαδή στη σοσιαλδημοκρατία, με την οποία το πεδίο σύγκλισης ήταν εξαρχής και εξ ορισμού μεγάλο. Ο δεύτερος «τρίτος δρόμος», αντίθετα, αναπτύχθηκε στα δεξιά της σοσιαλδημοκρατίας, με σημεία αιχμής την «αποτελεσματικότερη» και «ρεαλιστικότερη» άσκηση της εξουσίας, που διερμηνεύθηκαν όμως σαν άκριτη «προσαρμογή» στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης και σαν βεβιασμένη και αποϊδεολογικοποιημένη προσχώρηση στη λογική των διεθνών αγορών και των διαμεσολαβητών τους. Αυτή η σταδιακή μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας οδήγησε σε έντονη σχετικοποίηση των ιδεολογικοπολικών διαφορών και στην ανάπτυξη έντονου υπαρξιακού προβληματισμού για τα σοσιαλιστικά κόμματα.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πρόσφατη συζήτηση για τον «τέταρτο» πλέον δρόμο, η οποία όμως, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα παρά μόνον αν εκληφθεί σαν επικαιροποίηση -με σύγχρονους όρους αλλά χωρίς ιδεολογικές εκπτώσεις- του μόνου δρόμου ο οποίος κατάφερε έως τώρα να συνδυάσει, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, την πολιτική δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προσωπική ελευθερία. Αναφέρομαι βέβαια στην αρχική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία στο παρελθόν έδωσε λαμπρά δείγματα ριζοσπαστικής και συνάμα αποτελεσματικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και αποτελεί ακόμη -αν ερμηνεύσει κανείς σωστά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση- μια χειροπιαστή και πειστική διέξοδο. Αρκεί να απαλλαγεί από ορισμένες κρατικιστικές και συντεχνιακές εμμονές, να εμπλουτίσει το ιδεολογικό οπλοστάσιο, την στοχοθεσία και τις κοινωνικές της συμμαχίες και να δώσει ιδιαίτερο βάρος αφ’ ενός στην ευρωπαϊκή και διεθνή της οργάνωση -με έμφαση στις σχέσεις με τα ριζοσπαστικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής- και αφ’ ετέρου στη διατύπωση πολιτικών θέσεων και προτάσεων παγκόσμιας εμβέλειας, για την αποκατάσταση, σε όλα τα επίπεδα, μιας νέας ισορροπίας μεταξύ πολιτικής και αγοράς.

Ads

*Ο Γιώργος Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.